Δημήτρης Φεργάδης: «Το τραγούδι και ο δίσκος είναι κοινωνικά προϊόντα»

Συζήτηση με έναν από τους ανθρώπους που κρατούν ζωντανό ένα κομμάτι της μουσικής μας ιστορίας.

O Δηµήτρης Φεργάδης, από τους σηµαντικότερους ανθρώπους της εγχώριας δισκογραφίας, ξεκίνησε την πορεία του ως βοηθός πρεσαδόρου στο εργοστάσιο παραγωγής πλακών γραµµοφώνου της Columbia στην Αθήνα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 για να εξελιχτεί σε διευθυντικό στέλεχος της µεγάλης δισκογραφικής µέχρι το κλείσιµό της, ενώ από το 1991 στελέχωσε τη Minos-EMI. Η πενηντάχρονη εµπειρία του καταγράφεται στο βιβλίο «Με αφορµή την Columbia – Η βιοµηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα» (Εκδόσεις ΚΨΜ), ένα σπουδαίο πολυπρισµατικό εργαλείο µε σπάνιες πληροφορίες πάνω στην ελληνική δισκογραφία, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στα συγγράμματα του τμήματος Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Με αφορµή το βιβλίο συναντηθήκαµε στους Αγίους Αναργύρους όπου ζει εδώ και πολλές δεκαετίες – πάντα παρών στις κοινωνικές διεργασίες. «Τα περισσότερα βιβλία που ασχολούνται µε το τραγούδι εστιάζουν στην προσωπική ιστορία. Μα το τραγούδι και ο δίσκος είναι κοινωνικά προϊόντα. Το τραγούδι ξεκίνησε από ανάγκες άλλες. ∆εν ήταν µόνο για διασκέδαση. Και αυτοί που πάλεψαν για να βγει αυτό το πράγµα ήταν άλλοι άνθρωποι, γήινοι, της καθηµερινότητας. Καµία επανάσταση δεν κερδίζεται µόνο µε τραγούδι, αλλά βοηθάει να καλλιεργηθεί ο άνθρωπος» λέει.

Ήσασταν πολύ νέος όταν πιάσατε δουλειά στην Columbia.

Ναι, δούλεψα εκεί από πιτσιρίκος. Δύσκολες εποχές όχι µόνο στο να βρεις δουλειά αλλά και οικονοµικά και πολιτικά. Εσείς τώρα ζείτε σε πιο ήρεµες συνθήκες. Για µας ήταν πιο δύσκολα, ιδίως όταν είχες το «στίγµα», όταν δηλαδή δεν ήσουν µε τους πολλούς αλλά µε τους λίγους που κάνουν φασαρία – έτσι δεν λέει ο Αντώνης Σαµαράκης; Ετσι βρέθηκα στην Columbia βοηθός πρεσαδόρου και την εποχή που δούλευα εκεί πέτυχα στο Πάντειο.

Τι σπουδάσατε;

Οικονοµικά και κοινωνικές επιστήµες. ∆εν έχει σηµασία όµως τι σπουδάζεις, αλλά τι βγαίνει στην πορεία.

Οι συνθήκες εργασίας στο εργοστάσιο πώς ήταν;

Τις συνθήκες άσ’ τες… Με προϊσταµένους λίγο πολύ αγροίκους.

Παρ’ όλα αυτά καταφέρατε και ξεχωρίσατε σύντοµα.

Εξελίχτηκα µάλλον γρήγορα, δεν ξέρω πώς. Ηµουν από µικρός κάπως περίεργος. ∆εν συµβιβαζόµουν µε το «όλα έτσι είναι, άρα έτσι θα είναι για πάντα». Αυτό λίγο µε ζόριζε και σκεφτόµουν διάφορα, µε αποτέλεσµα να προτείνω –παρότι ήµουν πολύ νέος και οι άλλοι ήταν µάστορες 50-60 χρόνων– κάποιες µικρές ή µεγάλες αλλαγές, που έφεραν όµως µεγάλες διαφοροποιήσεις στο θέµα της παραγωγής. Κάποια στιγµή ο Βασίλης Τουµπακάρης από τη διοίκηση ρώτησε τι συνέβη και αντί για 100 βγάζουµε για παράδειγµα 200 δίσκους. Και του είπαν ότι είναι ένας νεαρούλης εδώ πέρα. Λέει «φέρτε τον εδώ». Πήγα στο γραφείο του, του εξήγησα πώς σκέφτηκα και κατάλαβε ότι µπορούσα να ανταποκριθώ και σε άλλα πράγµατα. Είδε και τι σπούδαζα και µε πήγε σε ένα τµήµα σχετικό µε την παραγωγή. Μέσα σε τέσσερα χρόνια µε όρισαν, µε τη βούλα που λένε, εσωτερικό οργανωτή και ελεγκτή. Ετσι πορεύτηκα. ∆εν είχα βέβαια τη µεγάλη πορεία που θα είχε κάποιος άλλος που θα ξεκινούσε τόσο νέος, αλλά το γιατί είναι ευκολοερµήνευτο κατ’ εµέ.

Δηλαδή;

Φτάνεις µέχρι κάπου, σε βάζουν µες στην κουζίνα γιατί σε χρειάζονται, αλλά στο σαλόνι ή στη µεγάλη τραπεζαρία δεν σε βάζουνε. ∆εν είχα κανένα απολύτως πρόβληµα µε αυτό. Ηξερα ότι για να µπω στην τραπεζαρία έπρεπε να κάνω κάποια πράγµατα που δεν ήθελα. Κι έτσι είµαι πάρα πολύ ευχαριστηµένος.

Τι ήταν αυτό που δεν θέλατε να κάνετε;

Παρότι ήµουν υψηλόβαθµο στέλεχος, αν δεν έβγαζα το βιβλίο, δεν θα µε ήξερε κανείς. Γιατί δεν µε ενδιέφερε αυτό που ενδιέφερε τους άλλους. Στις παρουσιάσεις δίσκων για παράδειγµα δεν πήγαινα ποτέ φάτσα κάρτα, πρώτο τραπέζι πίστα που λένε. Είχα διαµορφώσει µια τέτοια στάση που την εκτιµούσαν και τη σέβονταν.

Να επιστρέψουµε στη δεκαετία του ’50; Πώς θα την περιγράφατε;

Λάσπη. Μεταφράστε το όπως θέλετε.

Δύσκολα πολύ;

Δυσκολίες παντού, βροχές και κεραυνοί. Το ότι στη δεκαετία του ’50 και του ’60 η Αθήνα τετραπλασιάστηκε σηµαίνει ότι κάτι συνέβαινε. Η επαρχία µια µε τα κυνήγια, µια µε τους φόνους έδιωχνε τον κόσµο, έρχονταν εδώ πέρα. Πώς να επιβίωνε όµως ο κόσµος, πού θα έµενε; Ήταν πάρα πολύ δύσκολη η ζωή. Από την άλλη µεριά όµως θα σας πω ότι ήταν και τόσο ωραία!

Όταν πήγατε στην Columbia πόσοι εργάζονταν εκεί;

Τη δεκαετία του ’50 ήµασταν περίπου 150-180.

Και οι πρέσες που πρωτοδουλέψατε ήταν για δίσκους 78 στροφών;

Ναι, τα 45άρια βγήκαν από το 1956-57. Σιγά σιγά άρχισαν να ξηλώνονται οι πρέσες 78 στροφών γιατί ήταν πολύ πιο αργές στην παραγωγή. Η τελευταία τέτοια πρέσα ξηλώθηκε στα τέλη του 1962. Από κει και πέρα δουλεύανε πολλές πρέσες των 45 στροφών και σιγά σιγά και των 33. Ο δίσκος 45 στροφών ήταν εύκολος στη µεταφορά και κράτησε.

Ποιοι αγόραζαν τα 45άρια;

Εµείς. Εγώ που ήµουν βοηθός πρεσαδόρου στην Columbia, ο άλλος που δούλευε στην εριουργία. Εµείς που προερχόµαστε από τα φτωχά λαϊκά στρώµατα και δεν είχαµε άλλες χαρές. Ο µόνος τρόπος να διασκεδάσουµε ήταν τα πάρτι µε τα βερµούτ και τα πίπερµαν. Κι αυτά ήταν που µας έκαναν να ξεφεύγουµε. Ητανε φούσκα όλο αυτό, αλλά ξεφεύγαµε από το ξυπόλητο και το µπαλωµένο παντελόνι. Από το 1960 και µετά άρχισε πλέον να µπαίνει και το µεροκάµατο από τα αυθαίρετα. Αυτό δηµιούργησε και τον ήχο της Οµόνοιας. Τι ήταν; Ενα βλαχοµπαρόκ πράγµα. Αυτό τον ήχο όµως τον πήρανε, τον καλλωπίσανε και τον βγάλανε αργότερα στα Κολωνάκια και στις παραλίες.

Συχνά περιγράφεται µια εποχή κατά την οποία η φωνή του Καζαντζίδη πληµµύριζε τις γειτονιές. Έτσι ήταν;

Ναι. Ο Καζαντζίδης ήταν και είναι κορυφή. Αυτό έχει να κάνει, πέρα από την απλησίαστα καλή φωνή, µε το ύφος των τραγουδιών που ήταν τέτοια, πολύ πιο εύκολα αποδεκτά από όλο τον κόσµο, πολύ πιο κοντά στα προβλήµατα, στον πόνο του καθηµερινού ανθρώπου.

Είχατε ζήσει την εποχή που είχε έρθει σε ρήξη µε τον Τάκη Β. Λαµπρόπουλο;

Με τον Λαµπρόπουλο και αργότερα µε τον Μάτσα. Κοιτάξτε, αυτά τα πράγµατα συµβαίνουν. ∆εν είναι απολύτως βέβαιο ότι ο Καζαντζίδης είχε δίκιο. Είχε ξεχωριστή προσωπικότητα που δεν ήταν τόσο εύκολη. Βέβαια, όλοι αφήνουν απέξω αυτά τα πράγµατα γιατί είναι µεγάλο το καλλιτεχνικό του µέγεθος. Ωστόσο δεν είχε άδικο ο Τάκης Β. Λαµπρόπουλος ή ο Μάκης Μάτσας όταν έλεγαν ότι τα συµφωνητικά έπρεπε να τηρηθούν. Τα πράγµατα δεν είναι µόνο άσπρο µαύρο.

Εσείς τον ακούγατε;

Εγώ είµαι µπιθικωτσικός. Το περίεργο σε αυτή την εποχή είναι ότι στα µπιλιαρδάδικα και στη µορφωτική λέσχη που πηγαίναµε εγώ άκουγα Αζναβούρ, Εντίθ Πιαφ και Μπιθικώτση. Και µάλιστα λέγανε: «Ερχεται ο Μίµης, βάλε έναν Αζναβούρ εκεί πέρα». Ούτε εγώ ξέρω πώς συνέβη αυτό.

Στην Columbia είχατε συχνά πρόβληµα µε τη λογοκρισία;

Πάντα υπήρχε. Αλλά πάντα οι εταιρείες είχαν τους ανθρώπους τους που φρόντιζαν να στρογγυλεύουν τους στίχους. Το αντιφατικότατο ήταν ότι το 1946 –το θυµάµαι πάρα πολύ καλά γιατί ήταν γραµµένο στα πρακτικά, τα οποία ευτυχώς έχω διασώσει– είχε ανατεθεί η λογοκρισία των στίχων στον τεχνικό διευθυντή της εταιρείας, τον Ευάγγελο Αρεταίο. ∆εν ξέρω, δεν µπορώ να ερµηνεύσω πώς γίνονταν αυτά. ∆ηλαδή αυτός που διαχειριζόταν τη λογοκρισία αυτοελεγχόταν κιόλας. Παραλογισµοί.

Ο «Επιτάφιος» του Γιάννη Ρίτσου σε µελοποίηση Μίκη Θεοδωράκη και ερµηνεία Γρηγόρη Μπιθικώτση ήταν η µεγάλη τοµή στη δισκογραφία;

Ακριβώς, όλοι το λένε. ∆εν είµαι ειδικός, αλλά το νιώθω βιωµατικά. Αυτοί οι στίχοι του Ρίτσου, που µέχρι τότε ποιος να ήξερε εκτός από ορισµένες οµάδες ανθρώπων, σε συνδυασµό µε αυτήν τη µουσική και αυτήν τη δωρική ερµηνεία – είχε προηγηθεί η ηχογράφηση του Χατζιδάκι µε τη Νάνα Μούσχουρη. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε τη διαίσθηση να καταλάβει ότι αυτό το στιβαρό πράγµα ήταν το καινούργιο, όπως και ο Τάκης Β. Λαµπρόπουλος, ο οποίος σε ηλικία 28 χρόνων τόλµησε να κάνει αυτή την τοµή. Και έπειτα ακολούθησαν το «Τραγούδι του νεκρού αδελφού», η «Γειτονιά των αγγέλων», το «Αξιον εστί» και τόσα άλλα.

Τι συνέβη στην εταιρεία επί χούντας;

Η Columbia είχε πάθει τεράστια ζηµιά γιατί είχε τεράστιο ρεπερτόριο Μίκη Θεοδωράκη. Και το 25-30% του ρεπερτορίου που ήταν το πιο δυναµικό στην αγορά απαγορεύτηκε.

Με τη µεταπολίτευση όµως εκτοξεύτηκαν οι πωλήσεις των δίσκων του, σωστά;

Ε βέβαια.

Υπάρχει µια εποχή που η λαϊκότητα εκφράζεται µέσα από τη λιτή ζωή. Και περνάµε σταδιακά σε µια περίοδο που ταυτίζεται µε την υπερβολή. Πώς βιώσατε αυτό το πέρασµα µέσα από τη δισκογραφία;

Είναι όπως όταν παίρνει κάποιος ένα µπλουτζίν Armani αλλά το θέλει σκισµένο. Αυτό συνέβη και τότε. Από κει άρχισε το δήθεν, που έγινε πολύ δήθεν τη δεκαετία του ’80 και άλλαξε όλη την παρουσία του τραγουδιού. Ενώ µέχρι εκείνη την εποχή η προσοχή έπεφτε και στον συνθέτη και τον στιχουργό, από κει και πέρα σούπερ σταρ και σηµείο αναφοράς έγινε ο τραγουδιστής.

Πώς νιώσατε όταν κατεδαφίστηκε το εργοστάσιο της Columbia;

Συντριβή. Δεν µιλάω συναισθηµατικά, µιλάω ως άνθρωπος που θέλει να πιστεύει ότι σέβεται τον πολιτισµό του. Εχω ακούσει διάφορα «έλα µωρέ, τι ήτανε, κτίρια ήτανε και πέσανε». Στη Φωκίδα διασώζεται το σπίτι του Σκαρίµπα – δεν διαφέρει σε τίποτε από τα άλλα. Εχω πάει στο σπίτι του Παπαδιαµάντη στη Σκιάθο – δεν διαφέρει σε τίποτε από τα διπλανά. Τι λέτε; Να γκρεµιστούν; Να γκρεµιστεί το σπίτι του Σκαρίµπα και του Παπαδιαµάντη; Αν διαβάσετε τα πρακτικά για το σκεπτικό µε το οποίο βγήκε η απόφαση, αυτό το κοµµάτι λέει ότι δεν αποτελεί ιστορικό στοιχείο γιατί δεν συνέβαινε τίποτε ξεχωριστό. Μάλιστα. ∆εν λέω ότι µπορεί να ανακατασκευαστούν όλα, αλλά τουλάχιστον ένα µέρος πρέπει να διατηρηθεί, είναι ιερό.

INFΟ

 

 

 

Το βιβλίο «Με αφορμή την Columbia – Η βιομηχανία της δισκογραφίας στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα» του Δημήτρη Φεργάδη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΚΨΜ