«Διαχρονική αδιαφορία για τον αθλητισμό»

Τα πρακτικά προβλήματα για όλους εμάς τους αθλητές είναι αμέτρητα. Εδώ κι έναν χρόνο αντιμετωπίζουμε κάθε είδους περιορισμό. Διοργανώσεις ακυρώνονται ή ματαιώνονται, τα ταξίδια και οι μετακινήσεις δυσκόλεψαν, πολλές εγκαταστάσεις έχουν κλείσει. Ουσιαστικά έχουμε μείνει με ελάχιστους αγώνες και με συνθήκες προπόνησης που απέχουν πολύ από τις ενδεικνυόμενες.

Αντίθετα, άλλες ευρωπαϊκές χώρες βρήκαν εν μέσω πανδημίας τη χρυσή τομή και κατάφεραν να διοργανώσουν αγώνες με συμμετοχή αθλητών από όλο τον κόσμο. Εφόσον δεν έχουμε αγώνες και προπονήσεις ουσιαστικά ακυρωνόμαστε ως αθλητές. Ενώ στον κλειστό στίβο είχε εγκριθεί ένα αυστηρότατο πρωτόκολλο διεξαγωγής αγώνων ίδιο με αυτό ενός ομαδικού αθλήματος, οι δικοί μας αγώνες ακυρώθηκαν χωρίς να μας δοθεί σοβαρή δικαιολογία ενώ οι αγώνες του ομαδικού διεξάχθηκαν κανονικά.

Τι να πεις σε έναν αθλητή όταν δεν έχει ίσες ευκαιρίες, ενόψει μάλιστα Ολυμπιακών Αγώνων ή ευρωπαϊκού πρωταθλήματος; Σε τι στάδιο να προπονηθούν οι Έλληνες αθλητές τον χειμώνα, όταν πάνω από μια δεκαετία το κλειστό της Παιανίας σαπίζει κυριολεκτικά και κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη; Την ίδια στιγμή περιορίζονται σημαντικά και τα έσοδά μας, ιδιαιτέρως όσων συναθλητών μας δεν έχουν την ασφάλεια των χορηγών και εξαρτώνται από τις επιχορηγήσεις και τις συμμετοχές τους σε αγώνες.

Καταλαβαίνουμε φυσικά ότι πολλές από αυτές τις δυσκολίες είναι αντικειμενικές και αφορούν παγκοσμίως τον αθλητισμό και την κοινωνία. Εδώ στην Ελλάδα όμως γίνονται λάθη και αστοχίες που θα μπορούσαν να αποφευχθούν ώστε να μην οδηγηθεί ο κλασικός αθλητισμός σε ξαφνικό θάνατο. Ο περιορισμός στους αγώνες και στις προπονήσεις έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις σε εμάς τους αθλητές. Η καλή φυσική κατάσταση είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της προόδου. Η απραξία υπονομεύει την υπόστασή μας ως αθλητών.

Οι συχνότεροι τραυματισμοί είναι μια συνέπεια αυτής της κατάστασης, αλλά το κακό δεν σταματάει εκεί. Η αναγκαστική αποχή από την ενεργό δράση μάς ακυρώνει ως αθλητές. Είναι η απόλυτη ματαίωση για νέους ανθρώπους που έχουν επενδύσει τα περισσότερα χρόνια της ζωής τους για να φτάσουν σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο και θέλουν να αξιοποιήσουν κάθε στιγμή και ευκαιρία ώστε να χαρούν τη συμμετοχή και την επιτυχία. Η αναγκαστική αργία επιδρά καταλυτικά στον ψυχισμό του αθλητή, αυξάνει τα επίπεδα του στρες, τον εκθέτει σε καταστάσεις πρωτόγνωρες. Καλείται να τις διαχειριστεί αλλά δεν γνωρίζει τον τρόπο.

Φοβάμαι ότι η κατάσταση αυτή και η σπασμωδική διαχείρισή της έχουν δημιουργήσει ένα βαθύτερο ρήγμα, το οποίο δεν θα αργήσει να ενεργοποιηθεί. Μιας και βρισκόμαστε στο μέσο ολυμπιακής χρονιάς, που οι απαιτήσεις είναι πολύ μεγάλες, η κατάσταση επιδεινώνεται.

Η πολιτεία μας αντιμετωπίζει με αδιαφορία και στοχοποιεί τον αθλητισμό. Αυτό είναι ο κανόνας, αξίωμα θα έλεγα. Η διαρκής αδιαφορία εναλλάσσεται με το περιστασιακό και πλασματικό «ενδιαφέρον» όποτε διαφαίνεται π.χ. προοπτική διακρίσεων ή όταν προκύπτουν εκλογές οργάνων (όπως οι επερχόμενες στις αθλητικές ομοσπονδίες).

Όσα χρόνια κάνω αθλητισμό και πρωταθλητισμό η κατάσταση αυτή δεν έχει αλλάξει. Υπήρξαν κάποιες εξαιρέσεις, αλλά αυτός ήταν ο γενικός κανόνας. Και η δική μας προσπάθεια, των αθλητών, θα πρέπει να είναι ακριβώς αυτή: να αποφύγουμε τον κομματισμό στον αθλητισμό, να αποκτήσουμε τη δική μας συγκροτημένη φωνή και παρουσία και να διεκδικήσουμε τα αιτήματά μας. Δεν είμαστε απέναντι σε κυβερνήσεις και κόμματα ούτε όμως θέλουμε να συμμετέχουμε στα παιχνιδάκια τους. Γι’ αυτό πρέπει να προχωρήσει η δημιουργία δικού μας συλλόγου –και μιλάω ειδικά για τον στίβο που με αφορά–, ώστε να έχουμε αυτόφωτη παρέμβαση στα θέματα που μας αφορούν.

Θα πρέπει να διεκδικήσουμε την εκπροσώπησή μας και να την πετύχουμε χωρίς παρεμβάσεις και φατριασμούς. Για να θέτουμε εμείς τα ζητήματα των υποδομών, των διοργανώσεων, των δικαιωμάτων όλων των συναθλητών μας, της προαγωγής του αθλητικού προτύπου. Αλλιώς θα είμαστε πάντοτε έρμαια στις επιδιώξεις άλλων, κομμάτι ενός παιχνιδιού που δεν μας αφορά και δεν ωφελεί σε τίποτε τον αθλητισμό και εμάς τους ίδιους.

Είναι εξαιρετικά σημαντικό να βγαίνουν μπροστά οι γνωστοί αθλητές ώστε να δίνουν βήμα στους «μικρούς» και τους αγνώστους. Θα έλεγα ότι αποτελεί καθήκον. Όσοι κέρδισαν αναγνωρισιμότητα μέσα από τις επιτυχίες τους έχουν υποχρέωση να γίνουν η φωνή όλων των συναθλητών τους. Η διάκριση δεν είναι αυτοσκοπός στον αθλητισμό.

Kαταλήγει εκ των πραγμάτων να ξεχωρίζει κάποιους από τους αθλητές, δημιουργεί όμως και υποχρεώσεις. Ακριβώς γιατί δεν νοείται διάκριση χωρίς συναγωνισμό. Και στον συναγωνισμό μετέχουμε όλοι, άρα όλοι είμαστε μέρος του κοινού κόσμου του αθλητισμού. Κανείς δεν δικαιούται να το ξεχνά αυτό. Διακρινόμαστε ατομικά ή ομαδικά αλλά υπάρχουμε μόνο συλλογικά, ως συναθλητές. Αφού η φωνή του πρωταθλητή έχει την τύχη να ακούγεται δυνατότερα, μπορεί και πρέπει να εκφράσει τα αιτήματα και τις ανάγκες όλων μας.

Ετικέτες