Έφυγε ο Κώστας Καζάκος και εμείς πιο φτωχοί δεν πρέπει να ξεχάσουμε το χρέος μας στον άνθρωπο

Την πρώτη φορά που είδα τον Κώστα Καζάκο ήταν στην «Όπερα της Πεντάρας» σε σκηνοθεσία του Ζυλ Ντασέν στο ιστορικό Αθήναιον, που χρόνια πριν είχε φιλοξενήσει «Το μεγάλο μας τσίρκο».

Καλοκαίρι του 1993 κι εγώ μαθήτρια δημοτικού άκουγα έξω από το θέατρο, στην συμβολή των οδών Πατησίων και Μάρνης, απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, τον κόσμο να φωνάζει «Μπράβο στον Καζάκο». Αργότερα, μου εξήγησε ο πατέρας μου πως ο Καζάκος έκανε πάντα συμφωνία με τους θεατρικούς επιχειρηματίες να δίνουν την πρώτη εβδομάδα κάθε μήνα δωρεάν εισιτήρια για το λαό. Και μην φανταστείτε στα πίσω καθίσματα. Όχι! Μπροστά, μαζί με τους επισήμους και τους πολύ καλά ντυμένους.

Γεννήθηκε το 1935 στο χωριό Κοπανίτσα της Μεσσηνίας. Όταν μιλούσε για τα παιδικά του χρόνια αυτό που θυμόταν ήταν πως στο σπίτι τους υπήρχε πάντα κόσμος. Ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής και συχνά έκρυβαν αντάρτες και ΕΑΜίτες. Στην Αθήνα αναγκάστηκε να έρθει μαζί με τη μητέρα και τα αδέρφια του πολύ μικρός. Μετά την απελευθέρωση του ’45 ο πατέρας του απολύθηκε από τη Νομαρχία και αφού τον έστειλαν στον Άη-Στράτη κατέληξε στην Μακρόνησο. Στην πρωτεύουσα σε κάθε τους προσπάθεια να βρουν σπίτι πήγαινε η ασφάλεια και έλεγε να τους διώξουν. Έχαναν τη μια δουλειά μετά την άλλη και είχαν κάνει 52 μετακομίσεις.

Σε ηλικία 13 ετών δούλευε για να στηρίξει την οικογένεια. Παράλληλα πήγαινε σε νυχτερινό στο Παγκράτι. Το 1952 τελειώνοντας το σχολείο επέστρεψε και ο πατέρας του. Δεν γόγγυσε ποτέ. «Αυτή η ζωή μου έτυχε και αυτή έζησα. Σκληρά χρόνια αλλά περήφανα» θα μου πει αργότερα σε συνέντευξη. Τον κοιτούσα και δεν μιλούσα. Αν μπορούσαν τα μάτια μου να ακούσουν θα το έκανα κι αυτό.

Το όνειρο του ήταν να γίνει δάσκαλος και η αλήθεια είναι πως κατάφερε να περάσει στο πανεπιστήμιο, όμως δεν γράφτηκε ποτέ. Ο λόγος; Του έλειπε ένα χαρτί. Ήταν δυνατός μαθητής, είχε συγκεντρώσει όλα τα δικαιολογητικά αλλά του έλειπε ένα χαρτί που μόνο η ασφάλεια μπορούσε να του το δώσει. Για να τον γράψουν στο πανεπιστήμιο του ζήτησαν χαρτί Κοινωνικών Φρονημάτων. Ο Κώστας Καζάκος δεν υπέγραψε ποτέ.

Λίγο μετά ήρθε το θέατρο και ο μαγικός κόσμος του Κάρολου Κουν. Για 6 χρόνια κουβαλούσε μπάζα στο Υπόγειο του Ορφέα και παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα. Ένα θέατρο που όπως το αποκαλούσε ήταν «περβόλι αγοριών και κοριτσιών με όνειρα και ψυχή». Και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα για τον σπουδαίο θεατράνθρωπο.

Δεκαετίες του  ‘60, του ’70, του ’80 και πάλι διώξεις, κυνηγητό και ξύλο. Οργανωμένος και ενταγμένος πια κουμουνιστής είχε μπει στο στόχαστρο. Μιλάει για τα μαρτύρια του λαού και πονάει. Του λένε να κάτσει ήσυχος αλλά τα χρόνια της επταετίας συλλαμβάνεται. Είναι από τους καλλιτέχνες που λογοκρίνονται. Ξέρει πως η ελευθερία και η γνώση είναι δύναμη και για αυτό η εξουσία τις φοβάται. Εκτός, ότι είναι ανίκανη να κατανοήσει αυτές τις έννοιες ξέρει πως η γνώση στα χέρια του λαού μπορεί να γίνει επικίνδυνο όπλο.

Πρώτη αυλαία το 1957 με την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης «Η Αυλή των Θαυμάτων» του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στο «Ο Κύκλος με την Κιμωλία» του Μπρεχτ και στο «Ψηλά από τη Γέφυρα» του Άρθουρ Μίλερ. Σειρά είχε ο θίασος Ελεύθερο Θέατρο» που δημιούργησε μαζί με άλλους αποφοίτους του Κουν. Είχε παίξει σε Επίδαυρο και Λονδίνο. Το 1968 παντρεύεται με την Τζένη Καρέζη και φτιάχνουν τον θίασο «Καρέζη – Καζάκος».

Το «Μεγάλο μας Τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη σε μουσική Σταύρου Ξαρχάκου υπήρξε φάρος αντίστασης σε πολύ δύσκολα χρόνια. Το απόγευμα έπαιζαν και το βράδυ τους τραβούσαν στο τμήμα. Κάθε βράδυ.

Τιμήθηκε με τον «Χρυσό Απόλλωνα», βραβείο ηθοποιού Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών το 1967, και το 1973 με Α΄ Χρυσό Βραβείο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για την παράσταση («Λυσιστράτη»). Τιμήθηκε και με το Βραβείο της Ένωσης Θεατρικών Συγγραφέων και Κριτικών για το σύνολο της προσφοράς του.

Ήταν φίλος με τον Μίκη Θεοδωράκη. Έλεγε «δείξτε μου έναν άνθρωπο που κατάφερε να αλλάξει την ιστορία; Ε, ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ένας από αυτούς».

Στις εκλογές του 2007 και του 2009 εξελέγη βουλευτής, ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΚΚΕ.

Μπορεί ο Κώστας Καζάκος να πέθανε αλλά ποτέ δεν θα φύγει από κοντά μας. Κι αν κάτι οφείλουμε να κρατήσουμε από εκείνον είναι η βαθιά και ακλόνητη πίστη του πως όσο ακόμα έχουμε λίγη ψυχή μέσα μας είναι χρέος και καθήκον μας να παλεύουμε για έναν δικαιότερο κόσμο, για μια ζωή που θα αξίζει να πεθάνεις για αυτήν.

Ετικέτες