Ενας επικίνδυνος πρωθυπουργός

Το να έχει μια χώρα πρωθυπουργό είναι αυτονόητο. Το προβλέπουν το σύνταγμα και οι νόμοι. Το να έχει μια χώρα καλό πρωθυπουργό είναι πιο σπάνιο. Οι περισσότεροι τα καταφέρνουν μάλλον μέτρια και παραδίδουν στον επόμενο την εξουσία όταν οι πολίτες επιλέξουν στην κάλπη μια διάδοχη κατάσταση. Το να έχει μια χώρα κακό πρωθυπουργό είναι καταστροφικό. Για τη χώρα και τον λαό. Αυτό ζούμε σήμερα στην Ελλάδα.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε δημοκρατικά τις εκλογές πριν από τρία χρόνια. Ανέλαβε την πρωθυπουργία με πολλές εντυπωσιακές υποσχέσεις αλλά κι ένα κρυφό σχέδιο επιβολής παράλληλων κρατικών δομών. Αυτός είναι ο κλασικός ορισμός του παρακράτους.

Η αποκάλυψη στοχευμένων παρακολουθήσεων –προφανώς βρίσκονταν στην καρδιά αυτού του παρακρατικού σχεδίου, με στόχο τη διατήρηση της εξουσίας– έχουν γίνει βρόχος γύρω από τον λαιμό του σημερινού πρωθυπουργού. Στην αρχή ο ίδιος αρνήθηκε τα πάντα. Μετά παραδέχτηκε ότι κάτι γινόταν αλλά ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος δεν ήξερε. Καθώς ο κλοιός γύρω του έσφιγγε αρνήθηκε κι εξακολουθεί να αρνείται να κάνει αυτό που κάθε άλλος πρωθυπουργός σε ευρωπαϊκή χώρα θα είχε κάνει – να παραιτηθεί. Αντίθετα, σφιχταγκάλιασε την εξουσία και δεν κάνει το αυτονόητο: να ανοίξει τον δρόμο για εκλογές, απελευθερώνοντας χώρα και λαό από την ένοχη παρουσία του.

Με την παρακολούθηση (τουλάχιστον) 15.000 Ελλήνων πολιτών για δήθεν λόγους εθνικής ασφαλείας ο Μητσοτάκης δηλητηρίασε τη λειτουργία της δημοκρατίας στο εσωτερικό της χώρας.

Αλλά τις τελευταίες δέκα μέρες ζούμε ως Ελληνες πρωτόγνωρες καταστάσεις, τις οποίες δεν έχουμε ξαναδεί τα 48 χρόνια από την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ο Μητσοτάκης, πιο ανασφαλής από ποτέ άλλοτε, επιτίθεται, μέσω του κυβερνητικού εκπροσώπου και των οργάνων που έχει εξαγοράσει με τη λίστα Πέτσα, στα μεγαλύτερα διεθνή μέσα ενημέρωσης που ασχολούνται –όπως είναι φυσικό– με την υπόθεση των υποκλοπών.

Στην αρχή βάλανε στο στόχαστρό τους ανταποκριτές ελληνικής υπηκοότητας ή ιθαγένειας. Μετά υποστήριξαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ καθοδηγούσε μια διεθνή καμπάνια δυσφήμησης της χώρας. Λίγο αργότερα διέδιδαν απίθανες ιστορίες για ένα δημοσιογράφο που έγραψε ένα άρθρο γνώμης για τους «New York Times», οι οποίοι όχι μόνο το ανάρτησαν στην online έκδοσή τους αλλά το δημοσίευσαν και στο πρωτοσέλιδο της διεθνούς τους έκδοσης.

Κι ήρθε το κερασάκι στην τούρτα: με μια πρωτοφανή σε οξύτητα επίθεση ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έβαλε στο στόχαστρο την ανταποκρίτρια του Politico Νεκταρία Σταμούλη – κατά σύμπτωση είναι και πρόεδρος της Ενωσης Ανταποκριτών Ξένου Τύπου (ΕΑΞΤ)– για επιβαρυντικές αποκαλύψεις σχετικά με τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης σε αιτιάσεις των Βρυξελλών στο θέμα των παρακολουθήσεων. Η ΕΑΞΤ με μακροσκελή αυστηρή ανακοίνωσή της κατακεραύνωσε την κυβέρνηση και κατήγγειλε τον εκπρόσωπο. Ο δε διευθυντής του Politico με δημόσια δήλωσή του στήριξε απόλυτα την ανταποκρίτρια. Και η κυβέρνηση κατάπιε τη γλώσσα της.

Για πολλά πράγματα είμαι περήφανος στη ζωή μου. Ειδικότερα στη δημοσιογραφική μου διαδρομή, που κράτησε 32 χρόνια. Η μεγαλύτερη τιμή που μου έγινε ωστόσο στο πέρασμά μου από τη ζωή είναι ότι οι συνάδελφοί μου στην ΕΑΞΤ, της οποίας είμαι μέλος, επίτιμο πια, από το 1976, με εξέλεξαν για έντεκα συναπτά χρόνια (1993-2004) ως τον μακροβιότερο πρόεδρο αυτού του ιστορικού σωματείου.

Σε όλα τα χρόνια της δημοσιογραφικής και πολιτικής μου διαδρομής δεν θυμάμαι άλλη ελληνική κυβέρνηση που να επιτίθεται με τόση μανία στα διεθνή ΜΜΕ. Ούτε στη χούντα δεν χρησιμοποιήθηκε καλά καλά τέτοια φρασεολογία. Μια φορά στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια της υπόθεσης Οτσαλάν, ο τότε υπουργός Εξωτερικών έκανε μια αδιανόητη φραστική επίθεση στην τότε ανταποκρίτρια του Γαλλικού Πρακτορείου. Με δική μου έντονη παρέμβαση η κυβέρνηση Σημίτη τον ανακάλεσε στην τάξη.

Οι επιθέσεις στον Τύπο είναι ένδειξη πανικού, ανασφάλειας και ουσιαστικής ομολογίας ότι μια κυβέρνηση έχει χάσει το παιχνίδι. Προδίδουν δε την αυταρχική –θα έλεγα φασιστική– αντίληψη εξουσίας που έχει. Και –το σημαντικότερο– όσοι την ασκούν δεν νοιάζονται που παίζουν ένα τελευταίο χαρτί σε μια απελπισμένη προσπάθεια πολιτικής επιβίωσης με τεράστιο κόστος. Παίζουν στα ζάρια τη διεθνή εικόνα της χώρας. Μία εικόνα που χτίζεται αργά αργά και με μεγάλη προσπάθεια αλλά γκρεμίζεται εύκολα σε μια νύχτα.

Αυτό το εγκληματικά επικίνδυνο παιχνίδι για τη χώρα παίζει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Τυφλωμένος από την επερχόμενη απώλεια της εξουσίας, την οποία δεν μπόρεσε να διατηρήσει ούτε με μεθόδους παρακράτους, δεν διστάζει πια μπροστά σε τίποτε.

Γι’ αυτό δεν είναι απλώς κακός πρωθυπουργός – κατά τη γνώμη μου μάλιστα ο χειρότερος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης. Είναι ένας επικίνδυνος πρωθυπουργός. Ανήκει σε μια σπάνια κατηγορία. Κι όταν αργά ή γρήγορα τα μαζέψει και φύγει, με όποιον τρόπο κι αν γίνει αυτό, θα έχει αφήσει πίσω του συντρίμμια. Και εδώ και στο εξωτερικό.

Ο Ευάγγελος Αντώναρος είναι πρώην βουλευτής