Γιώργος Παλούμπης: Με θυμώνει η ευκολία να πονέσουμε έναν άνθρωπο, δεν ανέχομαι την αδικία

Πηγή φωτογραφίας: facebook

Όταν ανακοινώθηκε πως ο Γιώργος Παλούμπης θα σκηνοθετήσει τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά όσοι γράφουμε για θέατρο ξαφνιαστήκαμε ευχάριστα. Ένας από τους πιο επιδραστικούς και τολμηρούς σκηνοθέτες σε ένα μυθιστόρημα που έχει αγαπηθεί όσο λίγα. Μιλώντας μαζί του κατάλαβα πως δεν έχει σκοπό να κάνει την παραμικρή έκπτωση στις δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις του κειμένου αποκαλύπτοντας ένα έργο πολιτικό και επώδυνα επίκαιρο. Με μια δυνατή ομάδα ηθοποιών και διάθεση να ταρακουνήσει τα νερά ο Γιώργος Παλούμπης αρνείται οτιδήποτε ενέχει βία, ακόμα κι αν κρύβεται πίσω από «πατριωτικούς» χρωματιστούς μανδύες. Εξάλλου, η αδικία είναι κάτι που τον θυμώνει πολύ!

Ποια ήταν η πρώτη σου σκέψη όταν σου ζήτησαν να σκηνοθετήσεις τα «Ματωμένα Χώματα» της Διδώς Σωτηρίου;

Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα είναι πως μέσα από το λόγο της Διδώς Σωτηρίου θα μου δοθεί η ευκαιρία να μιλήσω για κάποια πολύ σημαντικά πράγματα. Τα «Ματωμένα Χώματα» είναι ένα έργο ανθρώπινο, ένα έργο που μας μιλάει για τα όρια που μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη φύση. Τι μπορεί να κάνει και να αντέξει ένας άνθρωπος σε σχέση με τον εαυτό του, αλλά και με τους άλλους. Έχουμε έναν πόλεμο, την πιο ακραία μορφή βίας και εκεί η φύση του ανθρώπου δοκιμάζεται σε μια συνθήκη που πολλές φορές τον ξεπερνά με έναν τρόπο που κι ο ίδιος αρνείται να κατανοήσει.

Παρακολουθώντας την μέχρι τώρα σκηνοθετική σου διαδρομή το συγκεκριμένο έργο δεν ανήκει στους δραματουργικούς άξονες στους οποίους κινείσαι. Αυτό, τουλάχιστον, ως πρώτη ανάγνωση. Το φοβήθηκες καθόλου αυτό; Ένιωσες έξω από τα νερά σου;

Θα σου πω, έχεις δίκιο σε αυτό. Ναι, μεν τα «Ματωμένα Χώματα» δεν είναι ένα σύγχρονο ελληνικό έργο όπως αυτά που δουλεύω τα τελευταία χρόνια, ωστόσο είναι ένα έργο που μιλάει για τη βία κι αυτός ήταν ο λόγος που μου ζητήθηκε να το σκηνοθετήσω. Δεν ήταν δική μου έμπνευση, υπήρξε ανάθεση από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, γιατί ακριβώς έχω οικειότητα στο πως διαχειρίζομαι τη βία πάνω στη σκηνή, μολονότι τη σιχαίνομαι και σαφώς την καταδικάζω. Αυτήν ήταν η βασική τους αφορμή όταν σκέφτηκαν εμένα και κάπως, έτσι σου φανερώνω και το πως προσέγγισα και ερμήνευσα το έργο. Η βία είναι μια περιοχή που με ελκύει παρόλο που την απεχθάνομαι. Δεν έχω τσακωθεί ποτέ στη ζωή μου, μόνο μια φορά στο δημοτικό θυμάμαι. Νιώθω αμήχανος απέναντι της, δεν την καταλαβαίνω, είτε την συναντώ στους άλλους είτε σε εμένα. Θα φανεί λίγο ως προσωπική ψυχανάλυση, αλλά επειδή ακριβώς, δεν μπορώ οτιδήποτε εμπεριέχει βία σκηνοθετώ έργα που μιλούν για βία και ίσως έτσι, μέσα από το θέατρο την ξορκίζω.

Τι είναι βία για εσένα Γιώργο;

Η επιβολή ενός ανθρώπου πάνω σε έναν άλλον. Η υποχρεωτικότητα, η επιβολή πόνου. Κάτι που κάνει ένας άνθρωπος σε έναν άλλον άνθρωπο χωρίς να το θέλει. Όταν προδίδουμε έναν άνθρωπο είναι βία. Όταν πονάμε έναν άνθρωπο. Με εκπλήσσει και με θυμώνει η ευκολία να πονέσουμε έναν άνθρωπο. Δεν καταλαβαίνω γιατί υπάρχει γύρω μας, πως μπορεί ένας άνθρωπος να πληγώσει έναν άλλον. Δεν θέλω να πω τίποτα άλλο.

Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες που αντιμετωπίσατε στη διαδικασία της διασκευής μαζί με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο;

Είναι ένα μυθιστόρημα που έχει τη βασική δυσκολία ότι είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, μιλάει ο Αξιώτης και αφηγείται τη ζωή του. Δεύτερον έχουμε να κάνουμε με ένα οδοιπορικό, μια μαρτυρία. Θυμάται όλα τα πρόσωπα που πέρασαν από μπροστά του, έστω και για μια στιγμή, άρα έχουμε να κάνουμε με ένα πολυπρόσωπο έργο και επειδή ξέρεις από θέατρο καταλαβαίνεις Ειρήνη πως δεν είναι εύκολο να εστιάσουμε σε τέσσερα πέντε
πρόσωπα που θα εξυπηρετήσουν -θεατρικά, πάντα- συναισθήματα και συγκρούσεις. Οπότε, όταν το πήραμε με τον Αντώνη αυτό που είπαμε είναι πως δεν έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό θεατρικό έργο. Αυτό που βλέπαμε είναι ο βασικός άξονας με τις μνήμες ενός ανθρώπου ή ανθρώπων που βρίσκονται στην αδιανόητη για εμάς συνθήκη ενός πολέμου. Είναι στην ουσία ένα ψηφιδωτό πάρα πολλών εικόνων, οπότε ξεχωρίσαμε τον βασικό χαρακτήρα και σταχυολογήσαμε τα σημαντικότερα γεγονότα του βιβλίου βάση του θεματικού άξονα που έχουμε αποφασίσει να κινηθούμε.

Ο οποίος ποιος είναι; Το μυθιστόρημα είναι αρθρωμένο σε τέσσερα μέρη. Τι θα δούμε στη σκηνή;

Δεν ξέρω αν πρέπει να το γράψουμε τώρα αυτό, αλλά μου αρέσει αυτή η αλήθεια που βγαίνει από την κουβέντα μας. Θα μπορούσε το έργο κάποιος να το αντιμετωπίσει ως κουμμουνιστικό μανιφέστο. Υπάρχει έντονο αυτό το στοιχείο στο κείμενο. Έχει τις πρώτες αθώες και καθαρές απόψεις του κουμμουνισμού, προτού ανατραπεί.

Έχουμε να κάνουμε με μια πολιτική παράσταση; Αυτό θα δούμε; Ένα αντιιμπεριαλιστικό έργο που εκθέτει τον μεγαλοϊδεατισμό και τους ισχυρούς, ενώ στον αντίποδα έχουμε λαούς, διχασμό και πρόσφυγες;

Αυτό ακριβώς. Όπως το περιέγραψες, εκεί θα κινηθούμε. Και όλη αυτή η αλήθεια θα αναδειχθεί από απλούς ανθρώπους, τον λαό, όχι απαραίτητα Σμυρνιούς. Ο Μανώλης Αξιώτης, ήταν ένα αθώος άνθρωπος, ένας χωριάτης από το Κίρκιντζε που κάποια στιγμή συναντάει μπροστά του τον Νικήτα Δροσάκη και τον μυεί στην ιδέα της επανάστασης και του ξεσηκωμού, σε μια δικαιότερη κοινωνία.

Θα δούμε τον Αξιώτη σε μεγάλη ηλικία να θυμάται, να επανέρχεται και να ζωντανεύουν οι μνήμες του. Με ποιο τρόπο θα καλύψεις τα αφηγηματικά άλματα του κειμένου; Θα ακολουθήσεις μη γραμμική αφήγηση στο έργο;

Υπάρχουν στιγμές και μη γραμμικής αφήγησης, ακριβώς, για να διευκολυνθεί και η πλοκή. Ο Μανώλης Αξιώτης ανακαλεί τις μνήμες του και θυμάται γεγονότα που τα αναπαριστά στο τώρα ο νεαρός Αξιώτης. Το βιβλίο δίνει την πρώτη ύλη που θα δουλέψεις, αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με μια θεατρική παράσταση που είναι κάτι άλλο. Το κείμενο μένει στα καμαρίνια και με αφορμή το έργο πάνω στη σκηνή «ζυμώνεται» ένα καινούριο υλικό, έχουμε να κάνουμε με θεατρική γλώσσα.

Εγώ βλέπω, σύμφωνα, με αυτά που λέμε και κινηματογραφική γλώσσα. Κομμάτια που ενώνονται και παραπέμπουν σκηνοθετικά και σεναριακά σε ταινία τεκμηρίωσης;

Έως και πολύ κινηματογραφική γλώσσα θα έλεγα. Χαίρομαι που το είδες αυτό. Ναι, υπάρχουν δεδομένα, γιατί συνδέουμε γεγονότα, σκέψου ένα μοντάζ με ιστορικά στοιχεία που βέβαια, έχουν μεταφερθεί και προσαρμοστεί.

Παράλληλα, με τις πρόβες ξέσπασε και ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ο Μανώλης Αξιώτης, ως σύμβολο είναι Έλληνας, Τούρκος, Ουκρανός, Ρώσος, Σύριος; Θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε από εμάς;

Ναι, ξεκάθαρα ναι. Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είναι. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το να αγαπάς την πατρίδα σου σημαίνει να μην αναγνωρίζεις την πατρίδα του άλλου. Όλον αυτό τον εθνικισμό, τον ρατσισμό εγώ δεν τον καταλαβαίνω. Κάπου είδα γραμμένο ότι «ρατσιστής είναι αυτός που μισεί κάτι που τυχαία δεν είναι». Τυχαία δεν είσαι μαύρος και μισείς τον μαύρο. Τυχαία δεν είσαι πακιστανός και μισείς τον Πακιστανό. Νομίζω πως οι άνθρωποι έχουμε μια σκοτεινή περιοχή μέσα μας που μας οδηγεί σε αυτό που σου έλεγα και πριν, στη βία. Μισώ κάποιον για να ανήκω κάπου αλλού και αυτό νομίζω πως μου δίνει ασφάλεια κι έτσι μπορείς να γίνεις εθνικιστής, χρυσαυγίτης, οτιδήποτε. Είναι όλο λάθος, δεν μπορώ να το καταλάβω.

Γιώργο τι θα σε κάνει να βγεις στο δρόμο;

Η αδικία, οποιαδήποτε μορφή αδικίας. Δεν μπορώ να βλέπω να αδικούνται άνθρωποι. Με πονάει αυτό. Δεν το ανέχομαι, βλέπουμε καλούς ανθρώπους να τους φέρονται άσχημα, να τους αδικούν, γιατί πρέπει να φερθείς άσχημα σε έναν άνθρωπο;

Επόμενα σχέδια; Τον χειμώνα που θα βρίσκεσαι;

Αν και είναι νωρίς, να το πούμε κι αυτό. Θα σκηνοθετήσω δύο νέα έργα. Το ένα του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου με τίτλο «Κολόκαιρος», στη Φρυνίχου, μάλλον, μαζί με μια πολύ ωραία ομάδα, που έχει ήδη κλείσει. Και το δεύτερο του Γιώργη Τσουρή, που ακόμα δεν θα δώσουμε τον τίτλο.

Κλείνοντας, πες μου κάτι όμορφο για εσένα

Έχω μια πολύ ωραία οικογένεια. Έχω έναν γιο ο οποίος είναι 9,5 ετών και μια γυναίκα που είμαστε μαζί δεκαπέντε χρόνια και είμαστε πάρα πολύ καλά. Οι καθημερινές στιγμές μαζί τους, με τον γιο και τη γυναίκα μου είναι δύναμη για εμένα. Είναι σημαντικό να βρεις τον άνθρωπο σου και σου εύχομαι να το νιώσεις. Αυτή τη στιγμή το θέατρο και η οικογένεια μου είναι η ζωή μου όλη.