Η γλώσσα του Εικοσιένα

Το µοναδικό αυτόγραφο που σώζεται από τον Κολοκοτρώνη είναι το εξής: «γειφτο γηφτο εχεις να καµης µε σοη γηφτηκο κε στοχασου».
Υπήρχε κοινός γλωσσικός κώδικας στον ελλαδικό χώρο στις αρχές του 19ου αιώνα;

Ποια γλώσσα µιλούσαν οι αγωνιστές του Εικοσιένα; Μηχανή του χρόνου δεν έχουµε για να ταξιδέψουµε διακόσια χρόνια πίσω· θα χρειαστεί να βασιστούµε στα κείµενα. Ωστόσο, τα κείµενα πέρα από τον αναπόφευκτο ευπρεπισµό που φέρνει ο γραπτός λόγος συνήθως δεν γράφτηκαν από τους ίδιους τους αγωνιστές αλλά από γραµµατικούς. Ο Κολοκοτρώνης το 1827 είχε «εξ γραµµατικούς και έγραφαν ηµέρα νύκτα και δεν επρόφθαναν». Έτσι στο µεγαλύτερο µέρος τους τα κείµενα δεν είναι απολύτως αντιπροσωπευτικά του λαϊκού λόγου της εποχής.

Ως προς τα αποµνηµονεύµατα, ο Μακρυγιάννης, ο οποίος µας έχει δώσει το εκτενέστερο κείµενο που πιστεύουµε ότι απηχεί πιστότερα τον λόγο της εποχής, έµαθε να γράφει για να γράψει ο ίδιος τα «Αποµνηµονεύµατά» του. Ο Κολοκοτρώνης χρησιµοποίησε τον Τερτσέτη, που σίγουρα χτένισε τη γλώσσα της «∆ιήγησης» ευπρεπίζοντάς την ελαφρώς. Το µοναδικό αυτόγραφο που σώζεται από τον Κολοκοτρώνη είναι το εξής: «γειφτο γηφτο εχεις να καµης µε σοη γηφτηκο κε στοχασου».

Αποµνηµονεύµατα και ηµερολόγια έγραψαν και πολλοί που είχαν καλή µόρφωση για τα δεδοµένα της εποχής. Κάποιοι επέλεξαν τη βαριά καθαρεύουσα, όπως ο Χριστόφορος Περραιβός. Αλλοι γράφουν σε απλούστερη γλώσσα, όπως ο Νικόλαος Καρώρης ή ο Νικόλαος Κασοµούλης, αλλά και πάλι στο κείµενό τους φαίνεται καθαρά η προσπάθεια να ευπρεπίσουν τον λόγο τους αποφεύγοντας (ο Κασοµούλης κάποιες φορές σε υπερβολικό, σχεδόν κωµικό βαθµό) τις λαϊκές λέξεις. Πάντως ακόµη και όταν χρησιµοποιούν καθαρεύουσα ο λαϊκός λόγος ακούγεται να πάλλεται ζωντανός κάτω από το λόγιο επίστρωµα.

Σε πολλές επιστολές και αναφορές οπλαρχηγών ή απλών πολιτών ο λόγος είναι αµεσότερος, λαϊκότερος, λιγότερο ευπρεπισµένος. Αυτά τα κείµενα αξίζουν περαιτέρω µελέτη και ανθολόγηση. Το κύριο στοιχείο που αναδεικνύεται από τη µελέτη των κειµένων αυτών είναι ότι δεν υπάρχουν διαφορές ανάµεσα σε διαλέκτους, πέρα από ορισµένες διαλεκτικές λέξεις που είναι άλλες στον Μοριά και άλλες στη Ρούµελη, αλλά που πρέπει να ήταν αµοιβαία κατανοητές.

Είχε δηλαδή ήδη διαµορφωθεί µια κοινή γλωσσική ποικιλία, κάτι που έρχεται σε αντίθεση µε την εντύπωση που επικρατεί σε πολλούς ότι δήθεν επικρατούσε ασυνεννοησία µεταξύ των διαλέκτων της νέας ελληνικής και γι’ αυτό η καθαρεύουσα ήταν απαραίτητη. Η εντύπωση αυτή, που οφείλεται σε µεγάλο βαθµό στην κωµωδία «Βαβυλωνία» του ∆ηµήτριου Βυζάντιου, µικρή σχέση έχει µε την πραγµατικότητα. Ο Βυζάντιος, για να αυξήσει το κωµικό αποτέλεσµα, υπερτόνισε τις διαφορές.

Η κοινή αυτή γλωσσική ποικιλία λίγο διαφέρει από τη σηµερινή νεοελληνική. Ασφαλώς οι αγωνιστές χρησιµοποιούσαν πολύ περισσότερα τουρκικά δάνεια, ιδίως στο θεσµικό λεξιλόγιο αλλά και σε αφηρηµένες σηµασίες. Στα δάνεια δεν έδιναν προθεσµία εξόφλησης αλλά βαντέ· όταν νουθετούσαν κάποιον του έδιναν νιζάµι· την αδιαθεσία την έλεγαν ζαϊφλίκι και την υποψία σουµπεγιέ. Ξενικές ήταν και οι θεσµικές λέξεις, αλλά µετά την εγκαθίδρυση του ελληνικού κράτους ο «υπουργός» αντικατέστησε µάλλον εύκολα τον µινίστρο, ο «αξιωµατικός» τον οφικιάλο ή το «τελωνείο» την ντογάνα.

Όµως κατά τα άλλα η γλώσσα που χρησιµοποιούσαν οι αγωνιστές πολύ λίγο διέφερε από τη σηµερινή. Για να το δούµε αυτό θα παραθέσω ένα απόσπασµα από µια τυχαία επιστολή, του αγωνιστή Βαγγέλη Νικότση που ήταν άνθρωπος του Κωλέττη. Εδώ του παραπονιέται (για τι άλλο;) για καθυστερούµενους µισθούς. Αν εξαιρέσουµε δυο τρεις ιδιωµατικές λέξεις, το κείµενο είναι απόλυτα κατανοητό.

«Προς τον Εξοχώτατον κύριον Ιωάννην Κωλέττην

Ταπεινώς προσκυνώ

Με το ταπεινόν µου σε φανερώνω ό,τι σας έχω δυο-τρεις βολές φανερώσει διά την στενοχωρίαν µου οπού τραβάγω, οπού δεν µου απόµεινε τίποτας· οι ανθρώποι µας µε σφίγγουν διά ουλεφέδες, ξέχωρα διά τα γεµεκλίκια. Εµένα κανένας παράς δεν µε απόµεινε, διά να τους οικονοµήσω, οπού να µην βαρύνω την ευγενίαν σας. Στοχάσου, κυρ Κωλέττη, όπου ένας άνθρωπος –τώρα τέσσερις µήνες– οπού τρώγω από το πουγγί µου, δίχως να µου δώσουν τίποτας. Εδώ οι κύριοι Εφοροι τους λέγω και αυτοί κάνουν κουφά αυτιά.

Οµοίως περικαλώ σε να κάµεις ένα έλεος, ότι το έχω σε µεγάλον παράπονο να βρίσκοµαι τόσον καταδικασµένος τώρα, να γένοµαι ρεζίλης, να µην έχω κάνα µπαρά, να χρωστώ στ’ αργαστήρια. Ακόµα διά τα πεντακόσια γρόσια οπού τους έδωσα και πήραν αλεύρι του ίδιου κυρ ∆εσποτόπουλου δεν µου φανερώσατε το πούθε θα τα λάβω.

Αυτού έρχεται ο εδικός µου Πάτροκλος και σου τα λέγει όλα στοµατικώς τα εδώ τρέχοντα και περικαλώ σε να ηθέλετε να µε οικονοµήσει τίποτις και µε τον ίδιον Πάτροκλον το ογληγορότερον.

Ταύτα και µένω εις τους ορισµούς σας.

1824 Μαγίου 28, φρούριον Μονεµβασίας»

Ουλεφέδες ή λουφέδες είναι οι µισθοί· σήµερα η λέξη είναι κακόσηµη αλλά τότε ήταν απαλλαγµένη από κάθε µειωτική χροιά – λουφέ ζητούσαν και έπαιρναν όλοι οι µαχητές του άτακτου στρατού. Γεµεκλίκι είναι το σιτηρέσιο, τα έξοδα διατροφής. Αλλά όπως τώρα έτσι και τότε, κανείς δεν θέλει να «γένεται ρεζίλης» χωρίς να φταίει.

Ο Νίκος Σαραντάκος είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Το πρόσφατο βιβλίο του «Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.