Η Mercedes G-Class γιορτάζει τα 40 χρόνια από το λανσάρισμά της

Το μακρινό 1969 ξεκίνησε η ιστορία της Mercedes-Benz G-Class, τότε που η Daimler-Benz AG και η Αυστριακή Steyr-Daimler-Puch AG κάθισαν στο τραπέζι για να συζητήσουν μια πιθανή συνεργασία.

Αμφότερες οι εταιρείες παρήγαγαν αυτοκίνητα με off-road ικανότητες, όπως τη Mercedes-Benz Unimog, αλλά και τα Puch Haflinger, Puch Pinzgauer. Το 1971, η ιδέα της από κοινού κατασκευής ενός οχήματος εκτός δρόμου αναπτύχθηκε για πρώτη φορά. Και αυτό έγινε για να συνδυάσει τις ακραίες off-road ικανότητες με τον καλό χειρισμό στον δρόμο.

Πιθανώς ήδη από το φθινόπωρο του 1972, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι Δρ. Γιοακίμ Ζαν (Daimler-Benz AG) και ο Δρ. Καρλ Ράμπους (Steyr-Daimler-Puch AG) κατέληξαν σε μια πρώτη πρόταση για την από κοινού ανάπτυξη του ελαφρού off-road οχήματος. Επικεφαλής της κατασκευαστικής ομάδας ήταν ο Έριχ Λεντβίνκα, αρχιμηχανικός του Steyr-Daimler-Puch.

Η εξέλιξη αυτή προχώρησε γρήγορα. Το πρώτο ξύλινο μοντέλο δημιουργήθηκε τον Απρίλιο του 1973. Το πρώτο οδικό μοντέλο δοκιμάστηκε ήδη το 1974. Οι φωτογραφίες της τεχνικής περιγραφής που δημοσιεύθηκαν μέσα στην εταιρεία το 1975, έδειξαν πόσο γρήγορα οι σχεδιαστές και οι μηχανικοί έφτασαν σε ένα σχέδιο που ήρθε πολύ κοντά στο τελικό design της G-Class.

Το τελικό σχέδιο με το σαφές προφίλ καθορίστηκε από τη Mercedes-Benz Design με επικεφαλής τον Μπρούνο Σάκο. Οι σχεδιαστές συνδύασαν τις μεγάλες, λεπτές επιφάνειες του αμαξώματος με τα τεχνικά καθορισμένα χαρακτηριστικά, όπως τις γωνίες προσέγγισης και διαφυγής, καθώς και το σχετικά μεγάλο ύψος του οχήματος με σχετικά μικρό συνολικό πλάτος.

Το μοντέλο G κατασκευάστηκε στο εργοστάσιο Πουχ στο Γκρατς-Τόντορφ από την αρχή. Σε αυτό το εργοστάσιο επίσης κατασκευάζεται η σειρά 463 από τον Μάιο του 2018. Η Mercedes-Benz προμηθεύει εξαρτήματα που περιλαμβάνουν κινητήρες, άξονες, συστήματα διεύθυνσης και μεγάλα εξαρτήματα από διάφορες τοποθεσίες από τη Γερμανία και το Γκρατς, από το 1979. Η παραγωγή άρχισε τον Φεβρουάριο του 1979, λίγο μετά την παγκόσμια πρεμιέρα του μοντέλου και η Gelandefahrzeug Gesellschaft (GfG), που ιδρύθηκε από τις δύο εταιρείες το 1977, ήταν υπεύθυνη για την όλη διαδικασία.

Η G-Class κυκλοφόρησε αρχικά στην αγορά ως μοντέλο 460: ένα αμιγώς off-road όχημα, με ένα συγκριτικά απλό εσωτερικό, αλλά πολύ μεγάλη προσοχή στο σύστημα μετάδοσης κίνησης. Το στάνταρ σύστημα 4κίνησης, όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο από τον χειριστή, με το μπλοκέ διαφορικό στον πίσω άξονα για 100% κίνηση από αυτόν και τα προαιρετικά μπλοκέ διαφορικά στους δύο άξονες, οι οποίοι αποτελούσαν τον βασικό εξοπλισμό από το 1985, εξασφάλιζαν βέλτιστα χαρακτηριστικά χειρισμού εκτός δρόμου.

Ο σχεδιασμός πλαισίου και οι άκαμπτοι άξονες με ελικοειδή ελατήρια είχαν ως στόχο την ευελιξία και τη σταθερότητα στον δρόμο. Τα μοντέλα 240 GD και 300 GD με πετρελαιοκινητήρα, καθώς και τα 230 G και 280 GE με βενζινοκινητήρα ήταν διαθέσιμα κατά την έναρξη της παραγωγής.

Υπήρχαν δύο διαφορετικά μεταξόνια (2.400mm και 2.850mm) καθώς και διαφορετικά στιλ αμαξώματος (ανοιχτό, κλειστό station wagon και van με κλειστά πλευρικά πάνελ). Εκτός από τη σειρά μοντέλων 460 με ενσωματωμένο ηλεκτρικό σύστημα 12 V, η Mercedes-Benz προσέφερε τη σειρά μοντέλων 461 με ηλεκτρικό σύστημα 24 V για πελάτες που το προόριζαν για στρατιωτική χρήση. Η έκδοση CKD (completely knocked down) χαρακτηρίστηκε ως σειρά μοντέλων 462.

Ιστορίες επιτυχίας

Μια διαδικασία συνεχούς προόδου για το μοντέλο G ξεκίνησε λίγο μετά την κυκλοφορία του στην αγορά, η οποία θα αποδειχθεί το κλειδί για τη διαρκή επιτυχία του. Σημαντικά βήματα περιλάμβαναν το υδραυλικό τιμόνι (πρώτα στις 280 GE και 300 GD, από το 1987 σε όλα τα μοντέλα) και τα μπλοκέ διαφορικά (1985), καθώς και η εισαγωγή ενός καταλύτη τριών δρόμων (από το 1986 αρχικά ως ειδικός εξοπλισμός στη 230 GE) και το σύστημα αντιμπλοκαρίσματος των τροχών κατά την πέδηση (ABS) στη σειρά μοντέλων 463 από το 1990.

Η βελτιστοποίηση της άνεσης και της ασφάλειας ενσωματώθηκε, μεταξύ άλλων, από τον συνήθη συνδυασμό των δυναμικών χαρακτηριστικών του οχήματος και τα συστήματα κίνησης όλων των τροχών που ξεκίνησε το 2001. Περιελάμβανε το ηλεκτρονικά ελεγχόμενο σύστημα πρόσφυσης 4ETS, το ηλεκτρονικό σύστημα ευστάθειας ESP και το σύστημα υποβοήθησης φρεναρίσματος BAS.

Οι μεγάλες ανανεώσεις ειδικότερα, αντιπροσώπευαν σημαντικά αναπτυξιακά άλματα για την τεχνολογία της G. Για παράδειγμα, η σειρά μοντέλων 463 ξεκίνησε το 1990 εξοπλισμένη με 4κίνηση στον βασικό εξοπλισμό και όχι στον προαιρετικό. Στη συνέχεια, οι 8κύλινδροι και ακόμα και οι 12κύλινδροι κινητήρες χρησιμοποιήθηκαν στην ισχυρή και πολυτελή G-Class. Την ίδια στιγμή, η Mercedes-Benz καλλιέργησε την παράδοση της G ως ένα ευέλικτο όχημα. Το 1990, ο ρόλος αυτός ξεκίνησε αρχικά από τη σειρά μοντέλων 460, προτού συνεχιστεί στη σειρά μοντέλων 461 που ξεκίνησε το 1992.

Η παράδοση του αποκλειστικού εξοπλισμού στην ιστορία της G-Class ξεκίνησε με εκλεπτυσμένες λεπτομέρειες όπως καθίσματα Recaro για οδηγό και συνοδηγό, τα οποία ήταν διαθέσιμα ως ειδικός εξοπλισμός ήδη από το 1981. Το εσωτερικό αυτό ήταν στάνταρ από το 1982. Το 1990, η σειρά μοντέλων 463 έφερε εφαρμογές λεπτού ξύλου στο κλασικό off-road που ήταν μόλις 11 χρόνων τότε. Αυτή η συνεχής αλλαγή επέτρεψε στην G-Class να αποκτήσει νέους, ιδιώτες πελάτες. Εκτίμησαν ιδιαίτερα τις αποκλειστικές και ισχυρές παραλλαγές της G.

Ένα πρώτο ξεκίνημα ήταν η Mercedes-Benz 500 GE V8, που κατασκευάστηκε σε μικρές σειρές παραγωγής ξεκινώντας το 1993. Από το 1998, η G 500 έγινε τότε το βασικό μοντέλο της Mercedes-Benz G-Class, καθώς η οικογένεια των οχημάτων εκτός δρόμου είναι γνωστή από το 1993. Η ονοματολογία G ακολουθεί επομένως το σύστημα που δημιουργήθηκε για την άλλη σειρά μοντέλων επιβατικών αυτοκινήτων Mercedes-Benz, ένα γράμμα που προηγείται του τριψήφιου αριθμού ή ενός συνδυασμού γραμμάτων που προσδιορίζει την κλάση στην οποία ανήκει το όχημα.

Ένα ιδιαίτερα επιτυχημένο κεφάλαιο στην ιστορία της G ξεκίνησε το 1999: εκείνο το έτος η G 55 AMG έγινε το νέο κορυφαίο μοντέλο της σειράς μοντέλων 463. Δημιούργησε τη βάση για τη διαρκή επιτυχία της G-Class, υψηλής απόδοσης οχημάτων της Mercedes-AMG. Νέα πρότυπα από εκεί και πέρα, έθεσαν οι G 55 AMG Compressor (2004), G 63 AMG, G 65 AMG (αμφότερες το 2012), G 63 AMG 6×6 (2013) και τέλος η Mercedes-AMG G 63 της νέας G-Class που παρουσιάστηκε τον Φεβρουάριο του 2018.

Το γεγονός ότι η G συνεχίζει να αντιμετωπίζει επιτυχώς όλες τις προκλήσεις στην τέταρτη δεκαετία της, φαίνεται επίσης από άλλα μοντέλα, όπως τη G 500 4×4 (2015) και τη Mercedes-Maybach G 650 Landaulet (2017), εκ των οποίων παρήχθησαν μόνο 99 μονάδες. Και οι δύο παραλλαγές του off-road οχήματος άνοιξαν νέους δρόμους για την G-Class: η G 500 4×4 είχε ακόμα πιο βελτιωμένες δυνατότητες off-road χάρη στους υπερυψωμένους άξονες και η Mercedes-Maybach G 650 Landaulet, αποτελεί το πιο πολυτελές off-road όχημα.

Η νέα γενιά της σειράς μοντέλων 463 γιόρτασε το παγκόσμιο ντεμπούτο της στο Διεθνές Σαλόνι Αυτοκινήτου της Βόρειας Αμερικής (NAIAS) στο Ντιτρόιτ τον Ιανουάριο του 2018. Το πρώτο μοντέλο που παρήχθη, είναι η Mercedes-Benz G 500, ακολουθούμενη λίγο αργότερα από τη Mercedes-AMG G 63. Τον Δεκέμβριο του 2018, η G 350 d ντεμπούταρε, έχοντας τον OM 656 κινητήρα diesel.

Για άλλη μια φορά, η G-Class εστίασε στις σημαντικές τεχνικές λεπτομέρειες της νέας σειράς μοντέλων 463 G-Class: για παράδειγμα, με το πλαίσιο που αναπτύχθηκε από κοινού από τη Mercedes-Benz και τη Mercedes-AMG, διαθέτει έναν παραδοσιακό άκαμπτο πίσω άξονα και έναν εμπρός με διπλά ψαλίδια και ανεξάρτητη ανάρτηση.

Αυτό που δεν έχει αλλάξει, είναι οι εξαιρετικές δυνατότητες off-road της νέας G-Class, που ξεπερνά τον προκάτοχό της σε πολλούς τομείς. Και στο εξωτερικό, η βασική φιλοσοφία είναι: τα γονίδια της G, που από το 1979 είναι και θα είναι εμφανή σε οποιαδήποτε G-Class με την πρώτη ματιά.

Πηγή: Mercedes-Benz

Ετικέτες