Η «Ταχυδρομική Άμαξα», που τράβηξε μπροστά τον κινηματογράφο

Ο Όρσον Γουέλς είχε πει κάποτε ότι η μοναδική προετοιμασία που έκανε για να γυρίσει τον «Πολίτη Κέιν», ήταν η παρακολούθηση της ταινίας «Η Ταχυδρομική Άμαξα» του Τζον Φορντ. Την είδε, όπως είπε ο ιδιοφυής σκηνοθέτης, πάνω από 40 φορές, ενώ όταν ρωτήθηκε για το ποιοι είναι οι τρεις αγαπημένοι του σκηνοθέτες απάντησε «Φορντ, Φορντ, Φορντ»!

«Η Ταχυδρομική Άμαξα», είναι μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών και συνάμα σίγουρα μία από αυτές που είχαν τεράστια επίδραση στον παγκόσμιο κινηματογράφο, καθώς η θέασή της αποτελεί ένα από τα βασικά και δωρεάν μαθήματα για όλους τους κινηματογραφιστές. Το εμβληματικό γουέστερν αποτελεί μνημείο κλασικής αφήγησης και σκηνοθετικής λιτότητας, ενώ ταυτόχρονα η τελειότητα των πλάνων, του ρυθμού και το υποδειγματικό μοντάζ σε συνδυασμό με την αρτιότητα του σεναρίου μετατρέπουν το καθαρά ψυχαγωγικό σινεμά σε μορφή μεγάλης τέχνης.

Παράλληλα, η ταινία, που συμπληρώνει φέτος 80 χρόνια από την πρώτη της προβολή, αποτελεί και την είσοδο του Τζον Γουέιν στη λεωφόρο της δόξας, αφήνοντας πίσω του το μονοπάτι με τα γουέστερν β΄ διαλογής, ενώ είναι και η πρώτη φορά που καταφέρνει να παίξει σαν ηθοποιός, πετώντας από πάνω του την καρικατούρα του καουμπόι, που μάσαγε τις λέξεις, κουνώντας ακανόνιστα και σχεδόν γραφικά το στόμα, αφού ο Φορντ του είπε το βασικό: «παιδί μου ο ηθοποιός παίζει με τα μάτια και όχι με το στόμα».

Αλλά ας δούμε καλύτερα γιατί αυτή η ταινία του Τζον Φορντ σημάδεψε το παγκόσμιο σινεμά, αποτελεί ακόμη και σήμερα θέμα μελέτης και ανάλυσης για τους επαγγελματίες του είδους και γιατί μετά από τόσες δεκαετίες συνεχίζει να συνεπαίρνει και να συγκινεί τους κινηματογραφόφιλους.

Η Δύναμη της Απλότητας

Το στόρι της ταινίας, που αναδεικνύει τη δύναμη της απλότητας, είναι άκρως γοητευτικό και δουλεμένο στην εντέλεια. Μια ομάδα ετερόκλητων επιβατών και ανάμεσά τους ο Ρίγκο (Τζον Γουέιν) που μόλις απέδρασε από τη φυλακή για να εκδικηθεί τη δολοφονία του πατέρα και αδελφού του, ξεκινά με μία άμαξα το μακρύ και δύσκολο ταξίδι της ενώ ταυτόχρονα οι Απάτσι έχουν μπει στο μονοπάτι του πολέμου και αποτελούν μια απειλή, αφού θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα αφήσουν την άμαξα να φτάσει αλώβητη στον τελικό της προορισμό.

Στην άμαξα ο Φορντ τοποθετεί ως επιβάτες της: Τη Λούσι, μία νεαρά κυρία της καλής κοινωνίας, έγκυο που έχει έρθει από μακριά για να βρει το σύζυγό της – έναν αξιωματικό του ιππικού. Τον δόκτορα Μπουν, έναν αλκοολικό γιατρό, αλλά καλόκαρδο και με αρχές, που τον διώχνει η υποκρισία της πόλης στην οποία ζούσε. Την Ντάλας, μία ελαφρών ηθών κοπέλα. Τον Σάμιουελ, έναν πωλητή ουίσκι και οικογενειάρχη, ένα ανθρωπάκι φοβισμένο, που νιώθει σαν ψάρι έξω από το νερό, στη μακρινή Δύση. Τον Χάρτφιλντ, έναν τυχοδιώκτη χαρτοπαίχτη, ευγενικής καταγωγής. 

Τον Γκέιτγουντ, έναν τραπεζίτη και μέλος του αφρού της κοινωνίας, που, όμως, έχει κλέψει τα χρήματα της μισθοδοσίας των εργατών που διαχειρίζεται η τράπεζά του και φυσικά τον Ρίγκο, ένα «ζωηρό» παλικάρι, ο οποίος έχει χάσει το χτυπημένο άλογό του και βρίσκεται ανάμεσά τους, ως κρατούμενος του σερίφη που συνοδεύει την άμαξα. Μαζί τους ο σερίφης Γουίλκοξ, που συμβολίζει την εντιμότητα, τη συνείδηση της ταινίας και φυσικά ο αξιολάτρευτος φωνακλάς αλλά και φοβισμένος από τους ινδιάνους, αμαξάς, ο Μπακ. 

Κατά τη διάρκεια του επικίνδυνου και δύσκολου ταξιδιού και πάντα κάτω από την απειλή των Απάτσι, οι εννιά αυτοί επιβάτες θα οικοδομήσουν απρόσμενα σχέσεις αλληλοεκτίμησης και σεβασμού, θα δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο και τελικά ο μόνος που θα μείνει με το χαρακτηρισμό του μιάσματος είναι ο τραπεζίτης. Είναι τέτοια η απέχθεια του Φορντ για τους παραδόπιστους, τους ανθρώπους που έκαναν θεό τους το δολάριο, που είναι και ο μόνος χαρακτήρας της ταινίας για τον οποίο δεν δίνει ούτε μια στάλα συμπάθειας ή δικαιολογίας για την κλοπή που είχε κάνει.

Η Βίβλος του Γουέστερν

«Η Ταχυδρομική Άμαξα» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και η Βίβλος των γουέστερν, ενώ σε αφηγηματικό, καλλιτεχνικό και τεχνικό επίπεδο τουλάχιστον υπόδειγμα αν και το αριστούργημα του Φορντ είναι το μεταγενέστερο φιλμ, «Η Αιχμάλωτη της Ερήμου».

Τα υποβλητικά πλάνα των ανοιχτών τοπίων, με τα οποία η φύση κυριαρχεί έναντι των ανθρώπων, τα κοντινά κάδρα στα πρόσωπα των ηθοποιών που συνωθούνται στο κλειστό χώρο της άμαξας αιχμαλωτίζουν το θεατή. Και βεβαίως τα πλάνα στους κλειστούς χώρους έξω από την άμαξα, όπου ο Φορντ τοποθετεί την κινηματογραφική του μηχανή χαμηλά για να δώσει άλλη διάσταση στους ήρωές του, κάτι που κάνει και ο Όρσον Γουέλς στον «Πολίτη Κέιν» ή σεκάνς με τις φιγούρες των ηρώων του κόντρα στο φως να βγαίνουν από το σκοτάδι είναι μόνο μερικές στιγμές κινηματογραφικού μεγαλείου, που θα αντιγράφονται για χρόνια, ακόμη και όταν θα συμπληρώνονται 180 χρόνια από την προβολή της ταινίας.

Επιπλέον, ο Φορντ έχει βάλει όλη του τη μαστοριά στους χαρακτήρες της ιστορίας του, καθώς αυτοί διαρκώς εξελίσσονται κατά τη διάρκεια του ταξιδιού με τις συναρπαστικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους. Τι να πεις για την άψογη αίσθηση του ρυθμού, που κρύβει μια υπόγεια ένταση, αλλά και την αναμονή της απειλής, που θα κορυφωθεί με την επίθεση των Απάτσι, λίγο πριν την κατάληξη της ιστορίας, που έχει ένα διπλό τέλος, καθώς ο Ρίγκο, μετά την άφιξη της άμαξας στον προορισμό της, θα καθαρίσει την τιμή της οικογένειάς του, σκοτώνοντας σε μία μονομαχία τους φονιάδες του πατέρα και αδελφού του αποδίδοντας δικαιοσύνη. Μία πράξη δικαιοσύνης αλλά και τήρηση των άγραφων ηθικών νόμων, που επιβραβεύει ο σερίφης, αφήνοντάς τον ελεύθερο να ζήσει τον έρωτά του με τη Λούσι, η οποία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού απέδειξε ότι δεν ήταν «ελαφρών ηθών», αλλά μάλλον το πρότυπο του χαμένου ήθους της Αμερικής.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στο φιλμ του Φορντ, αντιστρέφει τα στερεοτυπικά αμερικανικά πρότυπα και οι περιθωριακοί εξυμνούνται, μέσα από πράξεις μεγαλείου. Ο γιατρός που ξεπερνά το πάθος του για το ποτό και ξεγεννά τη Λούσι, σε ένα σταθμό στη μέση του πουθενά, η Ντάλας που φροντίζει μητέρα και παιδί σαν η μεγάλη της αδελφή, ο Ρίγκο που ενώ μπορεί να δραπετεύσει κάθεται για να βοηθήσει τους συνεπιβάτες του στην επικείμενη επίθεση των Απάτσι, ακόμη και ο χαρτοπαίχτης Χάρτφιλντ, που συναρπασμένος από την εύθραυστη ευγένεια της Λούσι, απογειώνει τον πλατωνικό έρωτα, δίνοντας τη ζωή του, είναι μερικές μόνο στιγμές ανθρωπιάς και μεγαλείου των ανθρώπων που η αμερικανική υποκρισία και ο κυνισμός τους είχε κατατάξει στους απόβλητους. 

Μοναδική ένσταση η μονοδιάστατη απεικόνιση των ινδιάνων, που στο φιλμ είναι χρήσιμοι μόνο ως απειλή. Αντιθέτως, η ταινία επιφυλάσσει ένα άσχημο τέλος στον τραπεζίτη, ο οποίος κατά διαστήματα κηρύσσει την άτεγκτη συμπεριφορά απέναντι στους υπολοίπους, με έντονη αντικρατικιστική ρητορία, αποτυπώνοντας και μια τάση στο λαϊκό σινεμά της εποχής, που εξακολουθούσε να υπάρχει δέκα χρόνια μετά το τέλος της Μεγάλης Ύφεσης του ’29, αλλά που συνέχιζε να στοιχειώνει τον αμερικανικό λαό. Δεν είναι τυχαίο ότι η τελευταία φράση που ακούγεται στην ταινία και τη λέει ο σερίφης διώχνοντας προς την ελευθερία τον Ρίγκο και την Ντάλας είναι: «Αυτοί σώθηκαν από την ευλογία του πολιτισμού»…

Πινακοθήκη Χαρακτήρων

Εκτός από τον Τζον Γουέιν, που πραγματοποιεί την πρώτη του σημαντική εμφάνιση (παρότι είχε μια οκταετία πολλών γουέστερν στην πλάτη του) και μπαίνει επάξια στο κάδρο των μεγάλων κινηματογραφικών ηρώων της Αμερικής, όλοι οι πρωταγωνιστές δίνουν το προσωπικό τους στίγμα σε αυτή την μελετημένη πινακοθήκη χαρακτήρων, υπό τη στιβαρή διεύθυνση του Φορντ. Ο Τόμας Μίτσελ (δόκτορ Μπουν), που κέρδισε επάξια το Όσκαρ β ανδρικού ρόλου και που με τεράστια οξυδέρκεια, μεταμορφώνει μια απλώς ευχάριστη φιγούρα ενός μεθύστακα σε μια πολυδιάστατη προσωπικότητα. Ο Άντι Ντιβάιν (αμαξάς) δίνει τις κωμικές και ανάλαφρες ανάσες ανάμεσα στους χαρακτήρες, ο Τζον Καραντάιν (Χάρτφιλντ) ολιγόλογος μοιάζει να ενώνει το σινεμά του βωβού με εκείνο της νέας εποχής, μοναδικά, ενώ πολύ καλοί είναι και οι Τζον Μπάνκροφτ (σερίφης), Ντόναλντ Μικ (Σάμουελ). Οι δυο πρωταγωνίστριες Κλερ Τρέβορ (Ντάλας) και Λουίζ Πλατ (Λούσι) χτίζουν θαυμάσια τους ρόλους τους, ενώ η αλληλεξάρτησή τους κορυφώνεται και απογειώνεται στο τέλος.

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί η σπουδαία συμβολή του Ντάντλεϊ Νίκολς, που έγραψε ένα υποδειγματικό σενάριο, του μάστορα Μπερτ Γκλένον, που παραδίδει μαθήματα με την κοφτερή ασπρόμαυρη φωτογραφία του, του Ρίτσαρντ Χέιγκμαν, με την υποβλητική μουσική του, αλλά και των Ότο Λόβερινγκ και Ντόροθι Σπένσερ στο μοντάζ.

Ο Πρωτοπόρος Τζον Φορντ

Ο Τζον Φορντ Ford (1894 – 1973), με το ιρλανδικό αίμα στις φλέβες του να βράζει, υπήρξε από τους πρωτοπόρους του αμερικανικού σινεμά και ο μοναδικός σκηνοθέτης που έχει κερδίσει τέσσερις φορές το Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Βρέθηκε στο Χόλiγουντ από αμούστακο παιδί. Ήταν κομπάρσος στη φημισμένη ταινία «Γέννηση Ενός Έθνους» (1915) του Γκρίφιθ, αλλά και παιδί για όλες τις δουλειές σε κινηματογραφικές παραγωγές, τότε που ξεκινούσε η πιο λαμπρή περίοδος του κινηματογράφου. Υπήρξε πριν τα 23 του χρόνια, τεχνικός, βοηθός καμεραμάν, μοντέρ, βοηθός σκηνοθέτη και έκανε πάνω από 60 ταινίες στην εποχή του βωβού κινηματογράφου (μέσα σε δέκα χρόνια), απ’ τις οποίες, δυστυχώς, ελάχιστες έχουν διασωθεί.\

Ο Φορντ αποτελεί έναν από τους πέντε δέκα σκηνοθέτες – δάσκαλους για τις επόμενες γενιές. Ήταν ένας σκηνοθέτης που σπανίως κουνούσε την κινηματογραφική μηχανή, θα γράψει ιστορία για τα γενικά και μεσαία πλάνα του, το καδράρισμά του, τις ανθρώπινες φιγούρες σε σχέση με τα τοπία, ενώ όταν αποφάσισε να τοποθετήσει την κάμερα σε ράγες, αλλάζοντας ταχύτητα στα γουέστερν του, έδωσε τη δική του απάντηση στο τι σημαίνει κινηματογραφικός ρυθμός.

Το Ρεκόρ των Όσκαρ

Σε ιδιαιτέρως νεαρή ηλικία, τη δεκαετία του ’20 υπήρξε πρόεδρος της Ένωσης των Σκηνοθετών, ενώ το πρώτο του από τα τέσσερα Όσκαρ, ήταν για την ταινία του 1935 «Ο Καταδότης», με τον υπέροχο Μακ Λάγκλεν. Ένα εξπρεσιονιστικό αριστούργημα και σίγουρα την καλύτερη προπολεμική του ταινία. Το δεύτερο Όσκαρ το πήρε το 1940 για τα «Σταφύλια της Οργής» (τι περίεργο, μια ταινία που είναι επίκαιρη ακόμη και σήμερα) με έναν συγκλονιστικό Χένρι Φόντα, ενώ το τρίτο Όσκαρ σκηνοθεσίας το έλαβε το 1941 για το αθάνατο επικό δράμα «Η Κοιλάδα της Κατάρας». Το τελευταίο Όσκαρ το πήρε το 1942 με το λυρικό δράμα «Ένας Ήσυχος Άνθρωπος», μια νοσταλγική ταινία για την πατρίδα του την Ιρλανδία, με τον Τζον Γουέιν, σε έναν διαφορετικό ρόλο.

Ο Φορντ, που ήταν φοβερά ιδιόρρυθμος, σκληρός, καβγατζής, πότης, προληπτικός, που αν άκουγε κάποιον να βωμολοχεί τον πέταγε έξω από τα πλατό, που δεν προσχεδίαζε ποτέ τα πλάνα του, εν αντιθέσει με πολλούς άλλους μεγάλους του κινηματογράφου, εμπιστευόμενος πάντα το ένστικτό του, γύρισε συνολικά πάνω από 120 ταινίες, οι περισσότερες αναγνωρίσιμες από τα πρώτα λεπτά ότι είναι δικές του, ενώ πολύ δύσκολα θα βρεις μία αποτυχία, ένα φιλμ που θα σε αφήσει αδιάφορο.

Ακέραιος Χαρακτήρας

Υπήρξε ακέραιος χαρακτήρας, πιστεύοντας στην ανδρική φιλία και σε αρχές, όπως η πίστη στον άνθρωπο, ο σεβασμός στη φύση, η συντροφικότητα, το μεγαλείο της θυσίας, η χριστιανική ηθική και όχι η υποκριτική ηθικολογία και ο δογματισμός, ήταν αξίες που είδε να γκρεμίζονται από μία νέα τάξη πραγμάτων, όταν βρισκόταν στην κινηματογραφική του ακμή. Έτσι μέσα από τις ταινίες του έβρισκε πάντα την ευκαιρία να στηλιτεύσει με δριμύτητα την «ιδεολογία» του πλουτισμού πάση θυσία, την εκμετάλλευση του ανθρώπου, τον καιροσκοπισμό, τον αμοραλισμό, αλλά και την επιθετική μανία κατά της φύσης, που τόσο αγάπησε και ανέδειξε με τα μοναδικά του πλάνα.

Δεν ήταν αριστερός, μάλλον το αντίθετο, αλλά στάθηκε απέναντι ακόμη και στον Μακαρθισμό. Χαρακτηριστική ήταν η στάση του στην εκλογή προέδρου της Ένωσης Σκηνοθετών, όταν έστειλε στον αγύριστο την κυρίαρχη αντικομουνιστική υστερία και την ανθρωποφαγία της εποχής, συμπαραστεκόμενος στον Τζόζεφ Μανκίεβιτς που είχε πάνω του το στίγμα του «φιλοκομμουνιστή». Η ωραία και αληθινή ιστορία έχει ως εξής: Σε συνεδρίαση του Σωματείου Αμερικανών Σκηνοθετών, τη δεκαετία του ’50, που ήταν σε εξέλιξη, ο Φορντ κάθεται κάπου προς τα πίσω, φορώντας τη γνωστή τραγιάσκα του, κάπνιζε την πίπα του και άκουγε με όση υπομονή είχε το παραλήρημα του υπερσυντηρητικού Σεσίλ Ντε Μιλ για ώρα. Σε ένα χάσμα της ομιλίας του Ντε Μιλ πήρε το λόγο και είπε «είμαι ο Τζον Φορντ και κάνω γουέστερν. Σεσίλ άκουσα προσεκτικά ότι είπες και δεν μου άρεσε καθόλου. Κάτσε κάτω τώρα, να ψηφίσουμε τον Μάνκιεβιτς και να πάμε στα σπίτια μας». Έτσι κι έγινε.

Αυτός ήταν ο θρυλικός Τζον Φορντ, ο οποίος τίμησε την εποχή στην οποία ανδρώθηκε, την κληρονομιά που άφησαν πίσω τους οι άνθρωποι της ερήμου, που αποθέωσε τον ανδρισμό, αλλά έκανε και τα λάθη του, ιδίως με τις ταινίες που έδειχνε τους ινδιάνους ως την απειλή ενός πολιτισμού, που γνώριζε ότι έκανε μεγάλο κακό. Αυτό προσπάθησε να το αλλάξει από ένα σημείο και μετά («Το Δειλινό της Μεγάλης Σφαγής», «Η Αιχμάλωτη της Ερήμου») κάνοντας την αυτοκριτική του και αναδεικνύοντας το άσχημο και απάνθρωπο παιχνίδι που έπαιξαν μαζί τους οι λευκοί, κυρίως οι στρατοκράτες και οι πολιτικοί. Φυσικά, πέρα από τα καλλιτεχνικά του επιτεύγματα, είναι και ο σκηνοθέτης που έκανε τον Τζον Γουέιν ηθοποιό, ένα μύθο για την Αμερική, παρότι θα ήθελε πολλές φορές να του σπάσει τα μούτρα, για τα υπερσυντηρητικά, στα όρια της υστερίας, πιστεύω του. Πέρασαν, όμως, πολλά μαζί και ήταν φίλος του. Αυτός όμως ήταν και ο χαρακτήρας του Τζον Φορντ, ο άνθρωπος που έκανε γουέστερν και η συμβολή του ήταν τεράστια στο να ενταχθεί το σινεμά στις τέχνες.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ