Ινσταγκραμικές ιστορίες καραντίνας – 11 και 12 Ιουνίου στο TAG Project Space

Το Σαββατοκύριακο 11 και 12 Ιουνίου, οι Χρήστος Μπάκας και Αντώνης Μπατζιάς εκθέτουν τα έργα τους στο TAG Project Space, Βορέου 10, Αθήνα, από τις 17:00 έως τις 21:00.

Το πιο ευφυές ον του πλανήτη κουβαλά σαν Σταυρό τα παιδικά του τραύματα. Τα τραύματα της ενηλικίωσης. Τα τραύματα των διαπροσωπικών σχέσεων. Τα τραύματα του εργασιακού του βίου. Με αυτά πορευόταν και φόντο, τον ίδιο, βαρετό και γκρίζο: Μία κάποια, ευρύτερη κρίση: Οικονομική, διπλωματική, πολεμική κ.ο.κ.

Η φθηνώς εξαγοράσιμη σιωπή του γιγαντώθηκε από τη δυστοπία του κορωνοϊού: Τότε που η μοναχικότητα μετετράπη αυτομάτως σε μοναξιά. Στην αρχή με αργούς ρυθμούς και έπειτα καταιγιστικά. Πέρασαν δύο χρόνια και η Τέχνη μιλά περισσότερο σε σχέση με το παρελθόν. Το πιο ευφυές ον του πλανήτη «φωτίζει» τις νέες του πληγές.

Με αυτό κατά νου, και την ελπίδα να κερδίσει επιτέλους το «carpe diem» των Λατίνων, ο Χρήστος Μπάκας και ο Αντώνης Μπατζιάς παρουσιάζουν ένα δέσιμο εικόνων και κειμένων, εμπνευσμένο από τη νεκρική σιγή του COVID-19, καθώς και των lockdown.

Το Σαββατοκύριακο 11 και 12 Ιουνίου, ο ταλαντούχος φωτογράφος και ο κειμενογράφος που συνομιλεί που και που με αυτό που λέμε «έμπνευση», εκθέτουν τα έργα τους στο TAG Project Space, Βορέου 10, Αθήνα, από τις 17:00 έως τις 21:00.

Η είσοδος είναι ελεύθερη, με τους καλλιτέχνες να δηλώνουν ελαφρώς πιο χαρούμενοι από τα έργα τους.

11-12 Ιουνίου

TAG Project Space

Ώρες λειτουργίας: 17:00-19:00, Είσοδος ελεύθερη

 

Ινσταγκραμικές ιστορίες καραντίνας

Αγχώθηκαν.

Φοβήθηκαν.

Κλείστηκαν μέσα.

Έβαλαν μάσκες.

Γάντια.

Διπλές μάσκες.

Λουζόντουσαν με αντισηπτικό.

Μετακινήθηκαν με όρια.

Με 6 νούμερα.

Με χαρτιά.

Με SMS.

Έμαθαν κάθε τετραγωνικό χιλιοστό του σπιτιού τους.

Είδαν σειρέσ που δεν ήξεραν ότι υπήρχαν.

Και ταινίες.

Με το διάβασμα δεν τα πήγαν το ίδιο καλά.

Εμβολιάστηκαν.

Κυνηγούσαν έναν αόρατο εχθρό. Υπαρκτό, αόρατο, μα όχι ανίκητο.

Στην ουσία κυνηγούσαν τον ίσκιο τους. Και μόλις κόντευαν να τον

πιάσουν ξημέρωνε. Και τρόμαζαν.

Το είχαν ξεχάσει το φως της ημέρας. Ήταν όμως εξοικειωμένοι με άλλου

είδους φώτα, αυτά που είχαν οι οθόνες τους. Μόνο που αυτά δεν

εμφάνιζαν τον ίσκιο τους.

Ήταν σα να έπαιρναν και οι σκιές ρεπό και μαζευόντουσαν κάπου και

χορεύανε μόνες τους.

Μπορεί και να ερωτοτροπούσανε. Σίγουρα τους κοροϊδεύανε.

Μαζευόντουσαν πολλές μαζί και σχηματίζανε παράξενες μορφές, έπαιρναν

τη μορφή μικροβίων-αυτά ήταν στη μόδα τώρα- κι άλλων μικροοργανισμών

και τους κυνηγούσανε.

“Φοβούνται και τον ίσκιο τους ” λέγανε μεταξύ τους οι σκιές και

γελούσαν. Με γέλιο θλιβερό, που όσο προσπαθούσανε να το κάνουν

τρομακτικό, τόσο πιο θλιβερό ακουγότανε.

Κι όμως, οι σκιές ήταν καλές, αλλά ήτανε μόνες. Κι αυτοί μόνοι τους

είχαν καταλήξει…

Γι’ αυτό και οι σκιές χορεύανε μόνες τους κι ας ήθελαν παρτενέρ.

Έναν παρτενέρ ν’ αγκαλιάζονται, να χορεύουν, να μακραίνουν και να

μεγαλώνουν μαζί σε κάποιο ηλιοβασίλεμα και να πεθαίνουν παρέα κάθε

πρωί με την ανατολή, χωρίς να φοβούνται το φως του ήλιου.

Θα ξαναγεννιόντουσαν το επόμενο ηλιοβασίλεμα και θα φτιάχνανε

ζωγραφιές στους τοίχους κάποιου σπιτιού, με τη βοήθεια των κεριών.

Μα και στα σπίτια, μία-μία κυκλοφορούσαν.

Η άλλη καθόταν απέναντι και φωτογράφιζε, αφού πλέον μόνο έτσι

κρατούσαν τις αναμνήσεις.

Δεν ήταν κακές οι σκιές. Μόνες ήτανε.

Και ξέρανε πως δεν θέλανε να είναι πια μόνες.

Αυτοί;

Τι θέλανε;

Κι αυτό που θέλανε, άξιζε;