Κατασκοπεύοντας τον… κατάσκοπο

Μέσα από τις επιστολές παρακολουθούμε μια ολόκληρη εποχή και γνωρίζουμε την προσωπικότητα ενός συγγραφέα που ξέραμε μόνο μέσα από τα γραπτά του.

Μόλις κυκλοφόρησαν στα ελληνικά οι επιστολές του Τζον λε Καρέ, που αποκαλύπτουν τις σκέψεις αλλά και τη σχέση με τον πατέρα του.

Για χρόνια ο Τζον λε Καρέ περνούσε τα βράδια του στο δωμάτιο των παιδιών του, στους τοίχους του οποίου είχε ζωγραφίσει φανταστικά πλάσματα. Το ταλέντο του να μιμείται φωνές τον έκανε ιδανικό αφηγητή παραμυθιών. Ετσι, οι τέσσερις γιοι του μεγάλωσαν με τις περιπέτειες των πειρατών της Καραϊβικής και τις ιστορίες μυστηρίου του Αρθουρ Κόναν Ντόιλ. Ο δικός του πατέρας όχι μόνο δεν τον ενθάρρυνε να διαβάζει, αλλά τον απέτρεπε λέγοντάς του πως η μόρφωση και η καλλιέργεια ήταν έννοιες περιττές και πως ο ίδιος απέκτησε τα αναγκαία εφόδια στο πανεπιστήμιο της ζωής.

Τα πάντα άλλαξαν για τον Ντέιβιντ Κόρνγουελ, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Τζον λε Καρέ, όταν σε ηλικία επτά χρόνων χρειάστηκε να κάνει μια επέμβαση στο στομάχι. Ηταν η στιγμή που η μετέπειτα σύζυγος του πατέρα του (η δεύτερη) του διάβασε τον «Ανεμο στις ιτιές». Ενας καινούργιος κόσμος ανοίχτηκε μπροστά στα μάτια του. Τότε ανακάλυψε ότι του άρεσε όχι μόνο να διαβάζει αλλά και να γράφει. Σταθμός στη μετέπειτα εξέλιξή του ήταν η επαφή του με τον γερμανικό πολιτισμό σε ηλικία 16 χρόνων. Μέσα από τη γερμανική γλώσσα, λογοτεχνία και φιλοσοφία επαναπροσδιόρισε τον εαυτό του. Οπως έλεγε, κάθε φορά που μιλούσε γερμανικά επιβεβαιωνόταν η αυτοπεποίθησή του, σαν να φορούσε φράκο.

Ενας ικανότατος επιστολογράφος

Ο,τι γνωρίζαμε μέχρι πρότινος για τη ζωή του Λε Καρέ προερχόταν κυρίως μέσα από την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Η σήραγγα των περιστεριών» (εκδ. Bell, μτφρ. Βεατρίκη Κάντζολα-Σαμπατάκου) καθώς και τις βιογραφίες «John le Carré» και «The secret life of John le Carré» του Ανταμ Σίσμαν. Μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα εξίσου σημαντικό βιβλίο, «Η ιδιωτική ζωή ενός κατασκόπου – Οι επιστολές του John le Carré», στο οποίο ο δημοσιογράφος Τιμ Κόρνγουελ και γιος του συγγραφέα συγκέντρωσε έπειτα από έρευνα δεκαετιών ένα μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας του. Οι επιστολές οι οποίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του Λε Καρέ, από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως τον θάνατό του, απευθύνονται σε φίλους, συγγραφείς, ηθοποιούς, κινηματογραφικούς παραγωγούς, πράκτορες, πολιτικούς και δημόσια πρόσωπα. Μεταξύ αυτών οι ηθοποιοί σερ Αλεκ Γκίνες και Στίβεν Φράι, ο θεατρικός συγγραφέας Σαμ Στόπαρντ, ο Γκράχαμ Γκριν, η Μάργκαρετ Θάτσερ, ο πρώην αρχηγός του σταθμού της Κα Γκε Μπε στο Λονδίνο, ο πρώην επικεφαλής της βρετανικής Υπηρεσίας Εξωτερικής Ασφάλειας Μ16.

Ο Λε Καρέ υπήρξε πολυγραφότατος επιστολογράφος – προτιμούσε να στέλνει χειρόγραφες επιστολές. Κάποιες από αυτές χάθηκαν. Πάρα πολλές κατέληξαν να γίνουν στάχτη στο τζάκι (ειδικά όσες αφορούσαν αλληλογραφία με κατασκόπους). Ωστόσο αρκετές κρατήθηκαν από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Μέσα από όσες κατάφερε να εντοπίσει ο γιος του σκιαγραφείται μια πνευματώδης προσωπικότητα που είχε τον τρόπο να βρίσκει λύσεις ακόμη και στα μεγάλα προβλήματα. Σε αυτές μαθαίνουμε για την αγάπη του για την Κορνουάλη, όπου κατέφευγε για να γράψει. Εκεί με μόνη συντροφιά του την καταιγίδα συνέγραψε το 1972, όπως περιγράφει σε επιστολή προς τη μητριά του, ένα βιβλίο για να σκοτώνει την ώρα του. Πρόκειται για το «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι».

Από την αλληλογραφία του μαθαίνουμε αρκετά στοιχεία και για το βαθύ τραύμα που του είχε δημιουργήσει η σχέση με τον κακοποιητικό πατέρα του, η οποία τον ταλαιπώρησε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Ο Γκάρι Oλντμαν (αριστερά) υποδύθηκε τον πράκτορα Τζορτζ Σμάιλι στην ταινία «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» (2011) του Τόμας Αλφρεντσον που βασίστηκε στο ομότιτλο βιβλίο του Τζον λε Καρέ

Από κατάσκοπος, συγγραφέας

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ο Λε Καρέ είχε για τον έξω κόσμο την εικόνα του φιλήσυχου καθηγητή και κατώτερου διπλωμάτη. Στην πραγματικότητα υπηρετούσε στις μυστικές υπηρεσίες Μ15 και Μ16. Ενα από τα μεγάλα ταλέντα του ήταν να δημιουργεί σε σύντομο χρονικό διάστημα έντονες σχέσεις με τους γύρω του. Υπηρέτησε ως κατάσκοπος την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, τότε δηλαδή που οι μυστικές υπηρεσίες σημαδεύτηκαν από σκοτεινές προδοσίες, καθώς από το 1948 μέχρι το 1963 έγινε η δημόσια αποκάλυψη των κατασκόπων του υπουργείου Εξωτερικών Γκάι Μπέρτζες και Ντόναλντ Μακλίν και των διπλών κατασκόπων των Σοβιετικών Τζορτζ Μπλέικ και Κιμ Φίλμπι.

Η μεγάλη αλλαγή στη ζωή του ήρθε με την έκδοση του βιβλίου «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» (1963). Εν μια νυκτί έγινε παγκόσμιο είδωλο, κέρδισε πολλά χρήματα και βρέθηκε σε κοινωνικούς κύκλους που δεν είχε καν φανταστεί (έγινε φίλος με σημαντικούς συγγραφείς και ηθοποιούς του Χόλιγουντ όπως η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον). Ωστόσο η νέα κατάσταση τον δυσκόλεψε πολύ συναισθηματικά. «Ποτέ ως τότε δεν είχα λεφτά και ξαφνικά βρέθηκα να κολυμπάω στο χρήμα. Είχα ζήσει στην αφάνεια, κυριολεκτικά στη σκιά, και ξαφνικά έπεσε πάνω μου εκτυφλωτικό το φως των προβολέων, ασκώντας στον γάμο μου πιέσεις από τις οποίες δεν συνήλθε ποτέ… Ηταν μια αλλαγή τόσο ακραία από την ήσυχη αποτραβηγμένη ζωή που είχα ζήσει ως τότε, την αθόρυβη ζωή…» γράφει.

Μέχρι το τέλος της ζωής του έγραφε ακατάπαυστα επιστολές, τα τελευταία χρόνια εγκατέλειψε το φαξ (από το οποίο έστειλε μεγάλο μέρος της αλληλογραφίας του) και έμαθε να επικοινωνεί μέσω email. Μισούσε το Brexit, τον Τραμπ και την άνοδο του λευκού φασισμού. Εννέα μήνες προτού πεθάνει (12/12/2020) έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση στην κατοικία του Γερμανού πρέσβη στο Λονδίνο. Σε κλίμα συγκίνησης μίλησε σε 300 ακροατές από καρδιάς και καταχειροκροτήθηκε. «Η ζωή είναι μια πλοκή χωρίς τέλος για τους περισσότερους ανθρώπους των τεχνών και των γραμμάτων» είπε εκείνο το βράδυ ο Λε Καρέ. «Νομίζω ότι το σπουδαιότερο πράγμα είναι να πηγαίνεις στο όριο του ταλέντου σου κάθε φορά, να βλέπεις τι δεν υπάρχει πέρα από αυτό και μετά να προσπαθείς να πας λίγο παραπέρα. Απλώς θα ήθελα… Ακούγεται κλαψιάρικο, το ξέρω, αλλά θα ήθελα να πεθάνω μ’ ένα στιλό στο χέρι».

INFO
Το βιβλίο «Η ιδιωτική ζωή ενός κατασκόπου – Οι επιστολές του John le Carré» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell σε μετάφραση της Βεατρίκης Κάντζολα – Σαμπατάκου

Ετικέτες