Κριτική θεάτρου: «Οι Έμποροι της Βενετίας»

Κριτική θεάτρου: «Οι Έμποροι της Βενετίας»
Φωτογραφία: ΕΛΙΝΑ ΓΙΟΥΝΑΝΛΗ

Με αναρχικό χιούμορ και μεταβιομηχανική μελαγχολία παίζονται οι «Έμποροι της Βενετίας», με τον Βασίλη Μπισμπίκη ως Σάιλοκ.

Πράγματι εντυπωσιακή η μεταστέγαση του Cartel Τεχνοχώρος στους εργοστασιακούς χώρους του συγκροτήματος Μουζάκη στο Αιγάλεω, ανοίγει νέα προοπτική στον Βασίλη Μπισμπίκη και στους συνεργάτες του. Η έκταση στην οποία μπορεί να απλωθεί πλέον η θεατρική πράξη προικοδοτεί με δυνητικά απεριόριστες ευκαιρίες τη σκηνογραφική εφευρετικότητα και εξασφαλίζει σε χορογράφους αλλά και ηθοποιούς την απαραίτητη πολλές φορές άνεση κινήσεων.

Παράλληλα, επιτρέπει την αναδιάταξη της πλοκής ακόμα και ενός κλασικού έργου στο ευέλικτο πλαίσιο που θα φανεί κατάλληλο στον εκάστοτε σκηνοθέτη.

Δράση στα όρια της εποχής

Πρώτος διδάξας στον καινούργιο χώρο ο πολύ γνωστός και στο ελληνικό κοινό από παλιότερες δουλειές του Λιθουανός Τσέζαρις Γκραουζίνις, που δεν άφησε την πρόκληση να πάει χαμένη. Μέτρησε κάθε διάσταση του προσφερόμενου πρώην βιομηχανικού τοπίου και –σε συνεργασία με τον σκηνογράφο Κένι ΜακΛέλαν– έφερε στοιχεία από τη δράση της σαιξπηρικής κωμωδίας στα όρια και στις συντεταγμένες της εποχής μας, ήδη από την εισαγωγική σκηνή. Δύο αφανείς εργάτες (του παλιού εργοστασίου ή και της σύγχρονης τέχνης, θα το κρίνει ο θεατής) βάζουν μπροστά μια παλιά μηχανή και δίνουν κίνηση σε κυλίνδρους, στρόφαλους και πιστόνια.

Η μηχανή –κλείνει το μάτι στο κοινό ο Γκραουζίνις– έχει κιόλας στηθεί και παράγει όχι κάποιο από τα συνήθη καταναλωτικά προϊόντα, αλλά το γενικό ισοδύναμο της αξίας τους, δηλαδή το κατεξοχήν εμπόρευμα του καπιταλισμού, το παντοδύναμο χρήμα αυτό καθαυτό. Ο Σαίξπηρ γνωρίζει πως το τραπεζικό σύστημα γεννήθηκε στην Ιταλία και το ταπεινό μα προσοδοφόρο υποκατάστατό του, η παράπλευρη τοκογλυφία, έκανε πλούσια τη Βενετία. Οι Εβραίοι με τη διαρκή απειλή των διωγμών πάνω από το κεφάλι τους είναι φυσικό να επενδύουν σε κινητές αξίες, χρυσό, διαμαντικά και χρήμα και γι’ αυτό ο απεχθής κεντρικός ήρωας του έργου, ο Σάιλοκ, είναι Εβραίος.

Σε κόντρα ρόλο

Πιστός στη γενική συνθήκη του πρωτοτύπου, ο Γκραουζίνις απομακρύνεται από την αρχική πλοκή και αναπτύσσει τους ήρωές του σε ελεύθερη περιδίνηση όπου κυριαρχούν σε εναλλασσόμενο ρυθμό το αναρχικό χιούμορ και η (εδώ κυριολεκτικά!) σαρκοβόρα μελαγχολία. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης αναιρεί σε μεγάλο βαθμό την εναντίον του Σαίξπηρ κατηγορία του αντισημιτισμού, επιμένοντας σε μια πλευρά του Σάιλοκ που σχεδόν πάντα υποβαθμίζεται. Δείχνει δηλαδή ότι ο άπληστος τοκογλύφος στην κρίσιμη στιγμή περιφρονεί το χρήμα και, αντί να απαιτήσει από τον Αντόνιο υπέρογκο τόκο για την αθέτηση της πληρωμής, ζητά μία λίβρα κρέας από το σώμα του. Ο Γκραουζίνις τοποθετεί την εκδοχή του σε αορίστως μελλοντικό χρόνο. Η Βενετία δεν είναι πλέον ένα ξεχειλωμένο τουριστικό αξιοθέατο, αλλά μια εντελώς παρηκμασμένη πόλη, δυστοπικώς μεταβιομηχανική, με άδεια κανάλια και ρηχή συνείδηση. Κάτω από τους αιχμηρούς φωτισμούς της Ευσταθίας Δρακονταειδή και την ανησυχητικά υπόκωφη μουσική σύνθεση του Γιάννη Μαθέ, οι υπηρέτες αλλάζουν εύκολα πλευρές, η κόρη του Σάιλοκ εξαπατά τον πατέρα της και η περιζήτητη Πόρσια παρουσιάζεται ως τηλεπερσόνα που βγαίνει στο σφυρί για τον καλύτερο γαμπρό.

Ολόκληρη η παράσταση στηρίζεται φυσικά στον Σάιλοκ, που ο Βασίλης Μπισμπίκης ενσαρκώνει με ολόγλυφα τα αντιφατικά του χαρακτηριστικά: βαρύς και αιχμηρά ειρωνικός, ευάλωτος και σκληρός, με θεό του το χρήμα και διάβολο την εκδίκηση. Απέναντί του ο Στέλιος Τυριακίδης εικονογραφεί εντατικά το πέρασμα του Αντόνιο από την υπεροψία στη συντριβή και ο Γιάννης Κατσιμίχας αποδίδει σε όλη τους την έκταση τα πάθη του πιστού Μπασάνιο. Η Ερρικα Μπίγιου κρατά με περιπαικτική άνεση τον δισυπόστατο ρόλο της Νερίσα/ Πόρσια και η Ελένη Γεωργακοπούλου σκιαγραφεί με χαριτωμένη αφέλεια τη φιγούρα της απείθαρχης Τζέσικα. Συγκροτημένοι και επαρκέστατοι εμφανίστηκαν και οι ηθοποιοί που αρτιώνουν το υποκριτικό επιτελείο της παράστασης: ο Αλέξανδρος Κουκιάς (Γκρατσιάνο), ο Αλέξανδρος Τσίτσος (Λορέντζο) Γιώργος Σιδέρης (Λάνσελοτ), ενώ θετικοί στους υποστηρικτικούς ρόλους τους είναι ο Γιανμάζ Ερντάλ και ο πρωτοεφανιζόμενος στη σκηνή Δαβίδ Σταμούλος.

Ευκαιρία ή ανέκδοτο

Η σχετικά πρόσφατη ιστορική μνήμη και η παραμόνιμη ποιητική της λειτουργία συνασπίζονται στο ντοκιμαντέρ του Θανάση Ρεντζή με τον ενδεικτικό τίτλο «Σιωπηλές μηχανές», αποτελώντας τον καλύτερο πλοηγό για τα άφθονα μνημεία της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Το υλικό της ταινίας το προσέφερε η ραγδαία αποβιομηχάνιση της χώρας μας τον τελευταίο μισό αιώνα, ενώ οι παραδομένες σε πλήρη εγκατάλειψη κτιριακές εγκαταστάσεις τής άλλοτε ανθηρής εργοστασιακής παραγωγής έθεσαν πιεστικά το ζήτημα της επαναχρήσεώς τους με καινούργιους όρους. Ετσι, το Λαύριο έγινε τεχνολογικό πάρκο, το Γκάζι χώρος ψυχαγωγίας (με ολίγον από τέχνη) και το Φεστιβάλ Αθηνών εγκατέστησε τη θεατρική του δραστηριότητα σε ένα αναλόγως μετασκευασμένο βιομηχανικό συγκρότημα. Παράλληλα, πολλές θεατρικές ομάδες έστησαν τη σκηνή τους σε πτωχευμένες βιοτεχνίες, βασίζοντας την αισθητική τους στις ιδιομορφίες του εκάστοτε χώρου.

Μια πρακτική που ενέχει ευκαιρίες αλλά και πολλούς κινδύνους, καθώς το αποτύπωμα των παλαιών χρήσεων ενδέχεται να είναι περιοριστικό για τις σκηνογραφικές επιλογές, τη σκηνοθετική γραμμή ή την επιλογή ρεπερτορίου. Το αποτέλεσμα λοιπόν της παραστασιακής λειτουργίας αυτών των χώρων διαφέρει: μπορεί να είναι ευτυχές ή να θυμίζει το ανέκδοτο με την κοστουμιά του σακάτη.

INF0
Cartel Τεχνοχώρος, Πέμπτη – Κυριακή έως 22 Ιουνίου

Documento Newsletter