Νένα Μεντή: Θέλω να καταλάβω απολύτως τον απαξιωμένο άνθρωπο

Η ηθοποιός μιλάει στο Documento με αφορμή την παράσταση «Ξένες πόρτες» που παρουσιάζεται στο Φεστιβάλ Αθηνών

Οι «Ξένες πόρτες» είναι ένα αδηµοσίευτο κείµενο που ηχογράφησε και αποµαγνητοφώνησε ο Μάνος Ελευθερίου και πέντε χρόνια προτού φύγει από τη ζωή το εµπιστεύτηκε στη Νένα Μεντή. Πρόκειται για ένα οδοιπορικό στη Σύρο στις αρχές του 20ού αιώνα µέσα από τη διήγηση της γιαγιάς του Ευαγγελίας ∆ιγενή. Μια ιδιαίτερη µαρτυρία που παρουσιάζει γλαφυρά τη σκληρότητα της ελληνικής επαρχίας, τη φτώχεια και την κοινωνική αδικία. Η Νένα Μεντή µιλάει στο Documento για τις ιστορίες που κρατάνε ζωντανή τη συλλογική µνήµη, τη σκληρή εποχή που αποτυπώνει αυτή η µαρτυρία και τον διαρκή αγώνα του ανθρώπου για αξιοπρέπεια.

Ποιες κοινωνικές συνθήκες και θεµατικές έρχονται στην επιφάνεια µε τη διήγηση της γιαγιάς του Μάνου Ελευθερίου;

Πρώτα απ’ όλα θέλω να ξεκαθαρίσω ότι δεν πρόκειται για κείµενο του Μάνου Ελευθερίου. Είναι µια διήγηση, µια αφήγηση προφορικού λόγου της γιαγιάς του. Ο Μάνος το αποµαγνητοφώνησε πριν από πολλά χρόνια και κάποια στιγµή µου το έδωσε µε τη σκέψη πως θα µπορούσα να κάνω κάτι στο θέατρο. Είναι η αυθεντική αφήγηση της γιαγιάς στον εγγονό της. Ο ίδιος δεν έχει κάνει παρεµβάσεις στο κείµενο, δεν έχει γράψει τίποτε δικό του. Η µαρτυρία διατρέχει τα πρώτα χρόνια της ζωής αυτής της γυναίκας στη Σύρο στις αρχές του 20ού αιώνα. Πρόκειται για µια ιστορία φτώχειας, κοινωνικής αδικίας, πόνου, κακοποίησης και παιδικής εργασίας. Περιγράφει την πολύ δύσκολη ζωή ενός κοριτσιού που στα 18 του χρόνια ήδη είχε παντρευτεί και αποκτήσει παιδί. Τις υπόλοιπες πλευρές της ιστορίας έχει ενδιαφέρον να τις γνωρίσει ο θεατής µέσα από την ίδια την παράσταση.

Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο σε αυτό το αδηµοσίευτο κείµενο που έφτασε στα χέρια σας;

Οι κοινωνικές συνθήκες. Η φτώχεια, η µιζέρια και η δυστυχία του ανθρώπου. Αυτή η γυναίκα δεν πήγε ποτέ στο σχολείο γιατί δούλευε από τα έξι της χρόνια. Στη σηµερινή εποχή δεν µπορούµε καν να συλλάβουµε τέτοιες καταστάσεις. ∆εν υπάρχει περίπτωση ένα παιδί να µην πάει σχολείο. H παιδεία είναι υποχρεωτική για όλους. Τότε όµως δεν ήταν έτσι τα πράγµατα. Οι οικογένειες έπρεπε να επιβιώσουν και για να τα καταφέρουν έστελναν τα παιδιά τους για δουλειά. ∆εν υπάρχει πιο σκληρή εµπειρία.

Παρά τις σηµαντικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί από τότε, ακόµη και σήµερα δεν βλέπουµε παιδιά προσφύγων να παλεύουν για την επιβίωσή τους σε απερίγραπτες συνθήκες;

Φυσικά. Εκατοµµύρια µετανάστες και άνθρωποι ξεριζωµένοι από τον τόπο τους ζουν µέσα στην εξαθλίωση. Ποια παιδεία και ποια σχολεία υπάρχουν γι’ αυτούς; Εγώ όµως αναφέροµαι στην «κανονική» ζωή και όχι στη ζωή του πρόσφυγα ή τη φρίκη της εµπόλεµης ζώνης. Μιλάω για τη ζωή που ζει ένας άνθρωπος σε συνθήκες ειρήνης. Η µεγάλη, ασύλληπτη φτώχεια ήταν το πρόβληµα του κόσµου την εποχή στην οποία αναφέρεται το κείµενο. Οι αστοί και οι µεγαλοαστοί είχαν πάντοτε οικονοµική άνεση. Οι προλετάριοι όµως δεν είχαν τρόπο να ζήσουν. Πρόκειται για µια κατάσταση που δεν µπορούµε να διανοηθούµε σήµερα, παρόλο που εξακολουθούν να υπάρχουν φτωχοί άνθρωποι. Επιπλέον, εκείνη την εποχή είχαν επικρατήσει βίαια ήθη. Εγώ που είµαι πιο µεγάλη θυµάµαι ότι στα σχολεία οι δάσκαλοι έδερναν τους µαθητές τους. Πιο παλιά αυτό συνέβαινε και µέσα στα σπίτια. Οι γονείς χτυπούσαν τα παιδιά τους. Οι άντρες τις γυναίκες τους. Το ξύλο ήταν µια µορφή εκτόνωσης. Και αυτό που συνέβαινε ήταν µια µεγάλη απαξίωση της αξιοπρέπειας του ανθρώπου.

Τι αγαπήσατε περισσότερο στον Μάνο Ελευθερίου;

Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν φίλος µου. Ενας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος, γλυκός, ξεχωριστός και τρυφερός. Νοιαζόταν για τον συνάνθρωπό του, ακόµη και για τον άγνωστο. Βοηθούσε µε όποιον τρόπο µπορούσε και ήθελε να προσφέρει σε όλους και όχι µόνο στους δικούς του ανθρώπους. ∆εν γινόταν να µην τον αγαπήσεις. Είχε κάποιες φορές τα δύσκολα, τα περίεργα, τα ειρωνικά και τα ξινά του, αλλά στην ουσία του έβγαζε µια υπέροχη ανθρωπιά.

Πόσα έχουν αλλάξει από την εποχή που κάθισε κοντά στη γιαγιά του για να ακούσει την ιστορία της; Ποιο είναι το νήµα που συνδέει αυτήν τη διήγηση µε το σήµερα;

Εχουν αλλάξει πολλά πράγµατα και ιδιαίτερα στη θέση της γυναίκας. Η γυναίκα ήταν τότε αντικείµενο, ένα άψυχο πράγµα που ζούσε σαν δούλα µέσα στο σπίτι και στα χωράφια. Αυτό συνέβαινε πιο έντονα µακριά από τις πόλεις, σε ένα νησί όπως ήταν η Σύρος. Οι άνθρωποι σήµερα έχουν κατακτήσει πολλά δικαιώµατα. Το νήµα µε τη σηµερινή εποχή βρίσκεται στο γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες µας. Υπάρχουν µέσα µας. Είναι οι ανθρώπινες ρίζες που δεν µπορούν να σπάσουν. Με το πέρασµα του χρόνου και τη συµβολή των κοινωνικών αγώνων που δόθηκαν εγώ έχω κατακτήσει στη δουλειά µου και την προσωπική µου ζωή µια ελευθερία και µια συνθήκη αξιοπρέπειας. Θέλω όµως να καταλάβω απολύτως τον απαξιωµένο άνθρωπο της εποχής εκείνης. Απολύτως. Πιστεύω ότι όλα τα πράγµατα από µια κλωστή κρέµονται. Οταν σήµερα ζούµε και έχουµε στο µυαλό µας τις εικόνες από τους πρόσφυγες της Συρίας που πνίγονται στο Αιγαίο, τι µπορούµε να πούµε; ∆εν υπάρχουν λέξεις. Το ζούµε τώρα. Και αυτοί είναι άνθρωποι όπως κι εµείς που έχουν φύγει από τους τόπους τους µε τις οικογένειες και τα παιδιά τους για µια καλύτερη ζωή και τους πνίγουν. Τους αφήνουν να πνιγούν. Εποµένως είναι πολύ κοντινό σ’ εµάς το νήµα.

Από τα λόγια σας δείχνετε να έχετε απογοητευτεί αρκετά από την εποχή µας.

Είναι πολύ άσχηµη εποχή. Εχουµε κατακτήσει µια υποτιθέµενη ευµάρεια τα τελευταία χρόνια –ασχέτως της οικονοµικής κρίσης– µε ένα λάιφσταϊλ και ένα προφίλ ζωής που περιλαµβάνει αυτοκίνητα, σκάφη και διακοπές. Αυτό όµως δεν σηµαίνει τίποτε. Γιατί υπάρχει δίπλα µας και ένας άλλος κόσµος ο οποίος ζει άθλια. Και δεν είναι µόνο οι πρόσφυγες. Είναι και αρκετοί από τον τόπο µας, από την Αθήνα. Μένω σε µια υποβαθµισµένη γειτονιά της πόλης και βλέπω πολλά κάθε µέρα. Τίποτε δεν έχει αλλάξει, παρά µόνο για λίγους. Πάλι για τους λίγους.

Για να επιστρέψουµε στις «Ξένες πόρτες», µε ποιον τρόπο προσεγγίζετε θεατρικά αυτό το κείµενο;

Μια αµόρφωτη γυναίκα αφηγήθηκε στον εγγονό της κάποια χρόνια της ζωής της. Εγώ προσπαθώ ως ηθοποιός να ζωντανέψω αυτά τα λόγια και να τα κάνω τέχνη µέσω της αφήγησης. Το ίδιο το κείµενο δεν είναι καλλιτέχνηµα, είναι αυθεντικό. Ενα πολύτιµο κοµµάτι της ζωής και της συλλογικής µνήµης. Αυτές οι ιστορίες έχουν µεγάλη δύναµη όταν γίνονται θέατρο. Την πιο µεγάλη. Είναι ένα κείµενο σπαρταριστό που σχεδόν ξεπερνάει τα όρια της τέχνης. Αφηγείται κάτι που έχει σχέση µόνο µε την αλήθεια της ζωής. ∆εν µπορώ να το περιγράψω µε λόγια και να το αναλύσω. ∆εν αναλύεται. Εξάλλου δεν µιλάµε για ένα θεατρικό έργο όπως ήταν ο µονόλογος της Λούλας Αναγνωστάκη που έκανα πέρυσι ή η παράσταση για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Μέσω ενός έργου ανακαλείς κάποια πράγµατα και πλάθεις έναν ρόλο. Σε αυτή την περίπτωση δεν πλάθω ρόλο. Αφηγούµαι µια ιστορία αληθινή. ∆εν ξέρω πώς να το εξηγήσω ούτε εγώ. Πρώτη φορά το κάνω.

Πιστεύετε ότι το θέατρο σήµερα έχει αντέξει τους κλυδωνισµούς και τις αντιφάσεις της εποχής;

∆εν θέλω να µιλήσω για το θέατρο σήµερα. Εκφράζω απαισιόδοξες σκέψεις και έχω ξαναπεί αυτά τα πράγµατα πολλές φορές. Αυτή την περίοδο προετοιµάζω µια παράσταση και δεν θέλω να «µαυρίσω» αυτούς που θα διαβάσουν τη συνέντευξη γιατί δεν είµαι καθόλου αισιόδοξη.

Και τι σας κρατάει πάνω στη σκηνή;

Το θέατρο είναι η δουλειά µου. Μου δίνει ενέργεια και κουράγιο για να ζω. Ενας καλλιτέχνης συνεχίζει το έργο του, όσο απαισιόδοξος κι αν είναι. Και µάλιστα µε ακόµη µεγαλύτερη λύσσα.

Συντελεστές:

Δραματουργική επεξεργασία – σκηνοθεσία: Μάνος Καρατζογιάννης

Δραματουργική συνεργασία: Θανάσης Νιάρχος – Χριστιάνα Μαντζουράνη

Μουσική: Γιώργος Ανδρέου

Σκηνικά: Γιάννης Αρβανίτης

Κοστούμια: Βασιλική Σύρμα

Φωτισμοί: Αλέξανδρος Αλεξάνδρου

Ερμηνεία: Νένα Μεντή

Διεύθυνση παραγωγής: Μαρία Κωνσταντάκη

INFO:

11-15/7, 21.00

Πειραιώς 260 – Χώρος Ε

*Φωτογραφία Μαρίζα Δαλεζίου

Ετικέτες