Ο Γιάννης Ευθυμιάδης φέρνει το ποίημά του «Αλκίνοος» στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά [Συνέντευξη]

Ο ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης σκηνοθετεί το σκηνικό ποίημα «Αλκίνοος», που ανεβαίνει από 21 έως 25 Σεπτεμβρίου στη σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά με πρωταγωνιστή τον Βαγγέλη Παπαδάκη.

Μια παράσταση που, διατηρώντας την ποιητικότητα του λόγου, επιχειρεί να αποδώσει με ρεαλιστικό τρόπο τις εικόνες της σύγκρουσης, της αέναης πάλης, του ερωτικού παραληρήματος αλλά και της μεταφυσικής αποχώρησης. Κυρίαρχη δύναμη για το ξεδίπλωμα της ιστορίας, τόσο στο ποίημα όσο και στη δραματοποίησή του, είναι η «δύναμη του νου», το φοβερό παιχνίδι που παίζει σε βάρος μας το μυαλό αλλά και η σωτήρια παρέμβασή του. Έτσι που καθένας μας να γίνεται «τέλειο θύμα-θύτης».   

Ο ήρωας στο ποιητικό κείμενο «Αλκίνοος» του Γιάννη Ευθυμιάδη, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νεφέλη (2021), είναι εγκλωβισμένος σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, αναζητά τον βαθύτερο εαυτό του, την καθαρότητα της αλήθειας του. Και φαντάζεται πως αντίκρυ του κείτεται κάποιος άλλος, μια νεότερη, φωτεινή εκδοχή του εαυτού του, η νεαρή του υπόσταση.

Ο Γιάννης Ευθυμιάδης σε μια συνέντευξη στο documentonews. gr μιλάει για τον δικό του “Αλκίνοο”

 

Ο «Αλκίνοός» σας θέτει στο επίκεντρό του τον έρωτα. Ποια είναι η δύναμή του πάνω στον άνθρωπο;

Ο έρωτας είναι η δύναμη που γεννά. Δημιουργεί τους ανθρώπους, γεννά τα αισθήματα και τις αισθήσεις τους. Αποτελεί την κινητήρια δύναμη στη ζωή μας. Καθετί που κάνουμε έχει μέσα του μικρά, έστω, ψήγματα έρωτα. Η τέχνη η ίδια είναι μια ερωτική πράξη. Και ως γένεση και ως δράση ή απόλαυση του καλλιτεχνικού έργου. Εμπεριέχει μια ηδονή ασύλληπτη. Τόσο για τον καλλιτέχνη όσο και για τον αποδέκτη του έργου του. Ο “Αλκίνοος” είναι το αποτύπωμα ενός τέτοιου έρωτα, θέτοντας το ίδιο το ερωτικό συναίσθημα στο επίκεντρο του ποιητικού οικοδομήματος. Ο ήρωας του έργου έχει τόση ανάγκη να ερωτευτεί, δηλαδή να μοιραστεί, να νιώσει, να δημιουργήσει, που φτάνει να γεννήσει με τη φαντασία του ένα άλλο πρόσωπο.

Αυτό είναι ήδη μια πράξη ερωτική. Προχωράει όμως παραπέρα. Στήνει απέναντί του αυτό το άλλο πρόσωπο για να συγκρουστεί μαζί του, να το αγαπήσει, να το μισήσει, να το σπαράξει και να σπαραχθεί απ’ αυτό. Ενώνεται μαζί του ερωτικά στη μεταφορά αλλά και στην κυριολεξία της πράξης. Οδηγείται σε μια παραφορά που μόνο ο έρωτας μπορεί να οδηγήσει. Κι εκεί, στο όριο ανάμεσα στο είναι και το μη είναι, εκεί που ο καθένας μας κινδυνεύει να χάσει τον εαυτό του ή να τον βρεί, ο ήρωας συναντιέται για πρώτη φορά με τη βαθύτερη αλήθεια του. Μέσα απ’ την παραζάλη του έρωτα ξαναγεννιέται. Κι αυτή τη φορά αναβαπτισμένος, εξαγνισμένος, ακέραιος.

Γιάννης Ευθυμιάδης

Πόσο εύκολη είναι η μεταφορά ενός ποιήματος στη σκηνή; Ποιες οι προκλήσεις που αντιμετωπίσατε;

Η ίδια η μεταφορά του έργου στη σκηνή είναι μια πρόκληση. Είναι αλήθεια πως από την πρώτη στιγμή που έγραφα τον “Αλκίνοο” είχα στο νου πως πρόκειται για σκηνικό ποίημα, πως προοριζόταν για δραματοποίηση. Όμως οι δυσκολίες ως την πραγματοποίηση αυτής της επιθυμίας ήταν πολλές και μεγάλες. Και πρώτα η επιλογή του προσώπου που θα ενσάρκωνε τον παράδοξο, αλλόκοτο, πολυδιάστατο αυτόν ήρωα. Πρόκειται για μια προσωπικότητα που φέρει μέσα της πολύ σκοτάδι και πολύ φως, που εμφορείται από τον εαυτό του μα και από τον άλλο, τον κάθε άλλο, τελικά γίνεται ένα αρχετυπικό σύμβολο του ανθρώπου.
Από την άλλη το έργο προϋποθέτει μια ιδιόμορφη σκηνική δράση που ισορροπεί ανάμεσα στο όνειρο και την ωμή ρεαλιστική δράση. Απαιτεί από το ρόλο σωματικότητα και εγκεφαλική προσέγγιση ταυτόχρονα. Καλεί τον ηθοποιό να συνδυάσει μια διαισθητική προσέγγιση, ελέγχοντας την ίδια στιγμή απόλυτα τα εκφραστικά του μέσα. Δυσκολεύτηκα πολύ αναζητώντας το πρόσωπο που θα αναλάμβανε αυτόν τον ερμηνευτικό, επιτρέψτε μου να πω, άθλο για αρκετούς μήνες.
Τελικά στάθηκα τυχερός, να συναντηθώ με τον Βαγγέλη Παπαδάκη που θα ερμηνεύσει ιδανικά τον “Αλκίνοο”. Όσο ολοκληρώνονται οι πρόβες, τόσο περισσότερο έχω την αίσθηση, που όλο και πιο πολύ γίνεται πεποίθηση, πως το έργο γράφτηκε για να ερμηνευτεί από τον Βαγγέλη. Έπειτα υπήρχε το θέμα του χώρου που θα φιλοξενούσε την παράσταση. Και στο σημείο αυτό στάθηκα τυχερός, να έχω τη συμπαράσταση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, του Λευτέρη Γιοβανίδη, που τόσο φιλόξενα μας άνοιξε τη Σκηνή Ω, έναν χώρο ιδανικό για την ατμόσφαιρα της παράστασης.
Τέλος, το πιο ακανθώδες, ίσως, ζήτημα ήταν ποιος θα σκηνοθετήσει το έργο. Δεν σας κρύβω ότι με πολύ μεγάλη δυσκολία πήρα την απόφαση να το σκηνοθετήσω ο ίδιος. Όμως, ευθύς αμέσως κατάλαβα πως η πιο έντιμη προσέγγιση του έργου θα ήταν η πιο ειλικρινής, η πιο ανεπιτήδευτη. Σκηνοθέτησα τον “Αλκίνοο” με τη χαρά της ανακάλυψης και την αθωότητα ενός μικρού παιδιού.
Τι θα παρακολουθήσουν τελικά οι θεατές στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά;
Ο θεατής θα γίνει κοινωνός μιας μυσταγωγίας. Ο ήρωας του έργου άλλοτε ως ιερουργός, άλλοτε ως μύστης ή ως σφάγιο συμμετέχει στο πανανθρωπινο δράμα. Το έργο δεν είναι παρά η αποτύπωση του κύκλου της ζωής, η καταγραφή των μεγάλων ζητημάτων που αιώνες τώρα μας απασχολούν. Ο θεατής θα δει έναν άνθρωπο να παραδέρνει ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα, ανάμεσα στο όνειρο και τον σκληρό ρεαλισμό και να αναμετριέται με τις πιο μεγάλες, με τις βαθύτερες και ουσιαστικότερες δυνάμεις που κρύβουμε μέσα μας. Θα τον δει να οδηγείται σε αδιέξοδα, σε ιλιγγιώδεις γκρεμούς, να βυθίζεται σε πνιγηρά σκοτάδια κι όμως να αναλήπτεται, να βγαίνει νικητής.
Θα δει έναν άντρα να ξεκινά την περιπέτεια αυτή φορτωμένος με όλα τα βαρίδια που μας έχουν φορτώσει οι καιροί που ζούμε, με όλες τις υποχρεώσεις και τις δεσμεύσεις που μας έχουν επιβάλει οι άλλοι μα και ο εαυτός μας ο ίδιος, και σιγά σιγά, καθώς το έργο εξελίσσεται, να απελευθερώνεται, ώσπου στο τέλος “ολόγυμνος” να φτάσει να αγγίξει την αλήθεια, να λουστεί το φως.
Όλη η παράσταση έχει στηθεί ως έκφραση της ανάγκης μας να επικοινωνήσουμε, πρώτα με τον εαυτό μας κι έπειτα με τους άλλους. Κι είναι η ανάγκη αυτή που τελικά μας ξεχωρίζει, που δικαιώνει την ανθρώπινή μας υπόσταση. Είναι ένα άπλωμα του χεριού, πρώτα απ’ τον ήρωα προς τον εαυτό του κι έπειτα προς τον θεατή. Στο τέλος του έργου η επιδίωξή μας είναι να έχει γίνει η Σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά μια κοινωνία ανθρώπων, σφιχτά δεμένων με το ατόφιο, ειλικρινές τους συναίσθημα.
Εάν σας έλεγα να ξεχωρίσετε κάποιους στίχους από το έργο σας που να συμπυκνώνουν την ουσία του, ποιοι θα ήταν αυτοί;
Νομίζω κάποιοι στίχοι που αποτυπώνουν την ψυχή και την ουσία του έργου είναι αυτοί:

“Κάποιες στιγμές νομίζω ανασαίνεις, έχω την αίσθηση σαν να σκιρτά το στήθος σου

Κι αναταράζεται η καρδιά μου, λέω θα σηκωθείς, θα ’ρθεις εσύ κοντά μου να μ’ αγγίξεις

Όπως στα πιο βαθιά όνειρά μου νύχτες Αυγούστου που πλαντάζει ωραία ο ουρανός

Σαν άγγελος θαρρώ πως κατεβαίνεις άυλος, τέλεια σκοτεινός, χύνεσαι πάνω μου σκιά διπλή

Απλώνεσαι επάνω στο κορμί μου, γίνεσαι οσμή μου, δέρμα μου, πάλλεσαι μες στις φλέβες

Και με φιλάς τόσο βαθιά, όπως θα με φιλούσα εγώ ο ίδιος, αν το μπορούσα μια φορά

Ενώνονται οι ανάσες, εισπνέω εκπνέοντας κι εσύ ρουφάς την εκπνοή μου σε όνειρο

Πρωτόγνωρος ανασασμός, σαν δίνη μες στ’ αστέρια, λάμπουν τα μάτια σου καυτά

Μέσα στα δυο μου μάτια, ορμάνε να τα κάψουνε σαν φλογισμένες λάμες χωρίς φωτιά

Φωτιά η επιθυμία να φτάσουνε τα σπλάχνα μου αγέρωχα μες στα δικά σου σπλάχνα”

Είναι τόση η χαρά μου, καθώς οδεύουμε προς την ολοκλήρωση αυτού του γοητευτικού ταξιδιού, που θα μπορούσα να επικαλεστώ έναν ακόμη στίχο από το έργο, για να την εκφράσω:

“Δεν ξέρω αν όλ’ αυτά στ’ αλήθεια τα ’ζησα, εάν τα ζω, αν έστω ελπίζω να τα ζήσω…”