Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης γράφει για την πρόζα της Πάτι Σμιθ

Η άλλη πλευρά ενός μύθου, εκείνη που ξεπηδά μέσα από τις σελίδες των βιβλίων της και από τις λογοτεχνικές της επιρροές.

Η Πάτι Σµιθ γίνεται κατά καιρούς µια δαιµόνια µηχανή καταγραφής συµβάντων και αναµνήσεων ακριβείας. Γίνεται ένα µαγνητόφωνο και µια µονταζιέρα. Γίνεται ο χρονικογράφος της έκρηξης των sixties που τα θραύσµατά της µαταίως πασχίζουν να εξαφανίσουν όσοι µίσησαν το µεγάλο γλέντι του ροκ εν ρολ και της εξέγερσης µες στην καθηµερινή ζωή, την εποποιία της πραγµάτωσης της φιλοσοφίας και της τέχνης στο κάθε εικοσιτετράωρό µας. Ηδη από το «Πάτι και Ρόµπερτ» (µτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Κέδρος) αφηγείται κρίσιµες στιγµές αυτής της περιπέτειας της ποίησης, αυτής της ποίησης της περιπέτειας, παρέα µε τον Ρόµπερτ Μέιπλθορπ, just kids, παιδιά ακόµη, να αποκρυπτογραφούν τον Ζιντ και τον Ζενέ, να πειραµατίζονται ακατάπαυστα και ακατάσχετα µε σχεδόν όλες τις µορφές έκφρασης. Ψυχεδέλεια και Μαρσέλ Ντισάν, τέλη δεκαετίας του 1960, αρχές της δεκαετίας του 1970, η αναζήτηση στο κόκκινο, η πολύχρωµη σκιά του Αντι Γουόρχολ παντού, τα µαύρα αδιάβροχα που είναι µονοφόρι, ο Τζέιµς Τζόις και ο Μαρσέλ Προυστ που θα γίνουν και αυτοί ήρωες της φλεγόµενης νιότης.

Λίστες, µνήµες, εκκρεµότητες, σχέδια, υλοποιήσεις και η αδυσώπητη ροή του χρόνου (µαζί και οι τρόποι που επινοούµε για να την κάνουµε όχι µόνο υποφερτή αλλά και γόνιµη). «Αραγε ο χρόνος διαθέτει συνέχεια;» αναρωτιέται η ποιήτρια/µουσικός/φωτογράφος/συγγραφέας. «Μήπως µόνο το παρόν µπορεί να γίνει κατανοητό; Μήπως οι σκέψεις µας δεν είναι παρά περαστικά τρένα χωρίς σταθµούς, χωρίς διαστάσεις, που περνούν µπροστά από τεράστιες γιγαντοαφίσες µε επαναλαµβανόµενες εικόνες; Που συλλαµβάνουν µόνο ένα θραύσµα της πραγµατικότητας από µια θέση σε ένα παράθυρο, αλλά είναι απλώς άλλο ένα θραύσµα από το επόµενο, απαράλλαχτο καρέ; Οταν γράφω στο παρόν αλλά παρεκκλίνω στο παρελθόν παραµένω στον πραγµατικό χρόνο;».

 

Στο πολύπτυχο, συναρµολογούµενο βιβλίο της µε τίτλο «M train» (µτφρ. Αλέξης Καλοφωλιάς, εκδ. Κέδρος) η ιέρεια του πανκ προσφέρει αναµνήσεις, ηµερολογιακές καταγραφές, ταξιδιωτικές εµπειρίες, σκέψεις για τη µουσική και τη λογοτεχνία, εξοµολογήσεις, όλα µε ρυθµό που παρασύρει και ακρίβεια λεπιδοπτερολόγου. Περιπλανιέται από το Ρέικιαβικ ίσαµε την Ταγγέρη και από το Μίσιγκαν ίσαµε το Τόκιο, οπλισµένη µε την αγαπηµένη της φωτογραφική µηχανή, µια παλιά πολύτιµη Polaroid 250 Land Camera, και µε τις αισθήσεις όλες πάντα σε επιφυλακή ώστε να αντλήσει, να καταγράψει, να ταξινοµήσει και να αναλύσει κάθε συµβάν, κάθε συνάντηση, κάθε συγκίνηση. Καταρτίζει λίστες άοκνα: βιβλία, αντικείµενα, δίσκοι, ταινίες, αστυνοµικές τηλεοπτικές σκηνές, πρόσωπα, αλλά και µνήµες αγαπηµένων που χάθηκαν, το µπαστούνι της Βιρτζίνια Γουλφ και το «Κουρδιστό πουλί» του Χαρούκι Μουρακάµι, η ασθµατική αγωνία της αστυνοµικού Λίντεν στη σειρά «The killing» και ο αγγελιοφόρος σοφίας, ο «παππούς όλων µας», όπως τον έχει χαρακτηρίσει η Πάτι Σµιθ, Ουίλιαµ Σιούαρντ Μπάροουζ. Αλλά και ο Ζαν Ζενέ και το «Ταξίδι στην Ανατολή» του Ερµαν Εσε, ο Φρεντ Σόνικ Σµιθ και ο «Πρώτος άνθρωπος» του Αλµπέρ Καµύ, η ταφόπετρα της Σίλβια Πλαθ και οι πατερίτσες της Φρίντα Κάλο, το τραπέζι και η σκακιέρα της θρυλικής αναµέτρησης του Μπορίς Σπάσκι µε τον Ρόµπερτ Φίσερ και ένα µαύρο παλτό που χάθηκε αναπάντεχα, ένα φεγγάρι που µοιάζει να βουρκώνει και η κατοικία στο Κογιοακάν όπου φιλοξενήθηκε και δολοφονήθηκε ο Λέων Τρότσκι.

Πάντα επιστρέφει στο αγαπηµένο της στέκι, στο καφέ ’Ino, όπου την περιµένει η γωνιά της, ένα µικρό τραπέζι µε µαντεµένια βάση και µια ξύλινη λιτή καρέκλα. Εκεί ανασυγκροτείται, εκεί εργάζεται, εκεί ξαποσταίνει, εκεί συλλογίζεται, εκεί αναθυµάται άλλα στέκια, το µπαρ Kettle of Fish όπου σύχναζε ο Τζακ Κέρουακ και το καφέ Dante στην οδό Μακντούγκαλ όπου έβλεπες τον Ερνεστ Χέµινγουεϊ και την Αναΐς Νιν, τον Ρόµπερτ Μέιπλθορπ και τον Μποµπ Ντίλαν. Εκεί, στο απάγκιο του καφέ ’Ino, ονειρεύεται η Πάτι Σµιθ να ανοίξει το δικό της στέκι, το καφέ Nerval, ένα «µικρό καταφύγιο, όπου οι ποιητές και οι ταξιδευτές θα µπορούσαν να βρουν την απλότητα του ασύλου».

Και µέσα σε όλα, να και η καρέκλα του Ροµπέρτο Μπολάνιο, ποιητή και συγγραφέα που λατρεύει και τιµά η Πάτι Σµιθ. Του Μπολάνιο του «2666» και του «Φυλαχτού» και των «Αγριων ντετέκτιβ». «Οι ποιητές του χθες είναι οι ντετέκτιβ του σήµερα» γράφει η Πάτι. «Περνούν µια ζωή προσπαθώντας να βρουν τον εκατοστό στίχο, κλείνουν µια υπόθεση και µετά χάνονται µε κουρασµένα βήµατα στο δειλινό».

O Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης είναι συγραφέας.

INFO

«Jesus died for somebody’s sins, but not mine» τραγουδούσε η Πάτι Σμιθ στο πρώτο τραγούδι του άλμπουμ της «Horses» το 1975. Και το έκανε –αυτή η ιέρεια του πανκ που υποστηρίζει πως ο πιο πανκ μουσικός ήταν ο Μότσαρτ– παραβιάζοντας κάθε μουσικό κανόνα του είδους. Αφήνοντας στην άκρη τις τρίλεπτες καταγγελίες και την απλοϊκότητα του πρώιμου πανκ, η Σμιθ κατέληγε σε ένα δεκάλεπτο κρεσέντο αφιερωμένο στον πρωταγωνιστή των «Αγριων αγοριών» του Μπάροουζ. Αυτός είναι μόλις ένας από τους πάμπολλους λόγους που αγαπάμε να ακούμε την Πάτι Σμιθ, λόγοι που είναι σίγουρο ότι θα πολλαπλασιαστούν στη συναυλία που δίνει στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στις 25 Ιουνίου στις 21.00 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου. Ενσωματώνοντας την τέχνη, την ποίηση, την υλική αλλά και την υπερβατική διάσταση του έρωτα στο σώμα του ροκ εν ρολ, η Πάτι Σμιθ θα ανανεώνει στο διηνεκές την πίστη μας στην εξέγερση και την επανάσταση όταν πιάνει πάνω στη σκηνή το μικρόφωνο για να τραγουδήσει «I believe everything we dream/ Can come to pass through our union/ We can turn the world around/ We can turn the earth’s revolution/ We have the power/ People have the power».