Ο Θωμάς Κοροβίνης γράφει για τις ∆ΕΘ των παιδικών του χρόνων

Όταν_x000D_
ήµουν παιδί δύο φτερά µε πήγαιναν στην «έκθεση»: η «έκθεση ιδεών», απ’ την_x000D_
οποία παρά την εκπαιδευτική και τις άλλες αξίες της δεινοπαθεί –δυστυχώς, ακόµη_x000D_
και σήµερα και για πολλούς λόγους, χωρίς να φταίει η ίδια η Εκθεση– σχεδόν_x000D_
σύµπασα η µαθητιώσα νεολαία, και η «Έκθεση».

Γράφει ο συγγραφέας Θωμάς Κοροβίνης

Η δεύτερη για τους Σαλονικιούς και τους περιχωρίτες ήταν καύχηµα και παράσηµο µέγα, σαν δεύτερη γιορτή της πόλης, µετά την 26η του Οκτώβρη· εξάλλου πολλοί την έχουν συνδέσει και τη θεωρούν νοερή συνέχεια των Ρωµαιοβυζαντινών ∆ηµητρίων.

Αποτελούσε πάντοτε τη µοναδική καθιερωµένη κατ’ έτος ευκαιρία να επιδείξουν µέσω κούφιων διακηρύξεων οι Αθήνησι κυβερνώντες το ενδιαφέρον τους για το πανελλήνιον – που όλο τον χρόνο φροντίζουν επιµελώς να λησµονούν. Και ιδίως να εκδηλώσουν φραστικά το λατρευτικό πάθος τους για την άλλοτε συµβασιλεύουσα, τη δεύτερη πόλη της επικράτειας, η οποία, ούτως ή άλλως, µε την ένταξή της στον κορµό του νεοελληνικού κράτους είχε εξόφθαλµα µισόν αιώνα πριν ιστορικά υποβαθµιστεί. Εταζαν κι έταζαν. Οµως ακόµη περιµένουµε φως! Μέχρι και ο γερο-Καραµανλής που κοκορευόταν τόσο για τη µακεδονική καταγωγή του δεν κληροδότησε στην πόλη µας ούτε µισό εργάκι της προκοπής.

Παράλληλα η Εκθεση ήταν ενιαύσια αναφορά και στόχος επίσκεψης γραβατωµένων ή και φρακοφόρων υπουργών, µετά των παρατρεχάµενων τζουτζέδων τους, αστυνόµων, χαφιέδων, µητροπολιτών, πισµάν καλόγερων, δηλαδή µετανιωµένων και άρα αποσχηµατισµένων µοναχών, πάσης κοινωνικής τάξεως νοικοκυραίων, εµπόρων, γεωργών και σοφέρηδων, πανηγυρτζήδων, τζογαδόρων, παπατζήδων, σαλτιµπάγκων, κορτάκηδων, µπανιστηρτζήδων, γυναικών ασπίλου ηθικής αλλά και ελευθερίων ηθών, κολοµπαράδων και πάει λέγοντας.

«∆ιεθνής Εκθεση Θεσσαλονίκης». Τι βαρύγδουπος και υποσχετικός τίτλος! Ξανασυνάντησα την ίδια φιέστα στην πολλαπλά συγγενεύουσα µε τη Θεσσαλονίκη πολιτεία της Σµύρνης, όπου και εκεί γίνεται κάθε φθινόπωρο «διεθνής έκθεση» µε τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά στο περίφηµο κεντρικό της πάρκο, όπου δεσπόζουν οι γρανιτένιες προτοµές των σουλτάνων.

Ο χώρος της Εκθεσης εξέπεµπε µια ιδιαίτερη µαγεία. Ο γύρος του θανάτου, το τρενάκι του τρόµου, το «κανονάκι» όπου συναγωνίζονταν τα πιο βαρβάτα αρσενικά για τη µέτρηση της δύναµής τους, το κορίτσι-λάστιχο, ξανθοί και µαύροι µάγοι, φακίρηδες µε σαρίκια σανιδωµένοι πάνω στον ταβά µε τις πρόκες, εξωτικά ζώα σε κλούβες, συγκρουόµενα, νούµερα σαλτιµπάγκων, µαύρη µπίρα σε κρίκετ, λουκάνικα –µετά συγχωρήσεως– κινγκ σάιζ Φρανκφούρτης, Καζαντζίδης και Αγγελόπουλος απ’ τη µια, τσα τσα και γιάνκα από την άλλη, όλα στο φουλ.

Οση νεολαία της Μακεδονίας δεν την είχε ρουφήξει η βιοµηχανική δύναµη της αναστηµένης –µε τη βοήθεια των πρώην φανατικών, όσο ήταν χώρα ναζιστική, εχθρών της– Γερµανίας επεδείκνυε µε φυσικότητα στις τσάρκες µέσα στον χώρο της Εκθεσης τα λαµπρά της κάλλη: αντρικά κορµιά σµιλεµένα απ’ το µεροκάµατο –τσάπα και χαµαλίκι του γιαπιού–, εκατό φορές πιο σέξι και απ’ τα πιο καλοχτισµένα σώµατα των σύγχρονων γυµναστηρίων, απαράµιλλες γόησσες χωρίς ίχνος µπότοξ που φορώντας φούστα λίγο πάνω απ’ το γόνατο ελαφρώς σχιστή ταξίδευαν µε τη γυµνή τους γάµπα –και µε λίγο κραγιόν στα χείλη– τη φαντασίωση από την επαρχιακή στέρηση σε ονειρικά όργια. Νυφοπάζαρο και λογοδοσίµατα, ραντεβού πίσω από ιερά παρακείµενων εκκλησιών, σε –κατά τον Γιώργο Ιωάννου– ρωµαϊκές σαρκοφάγους και µέσα σε χαλάσµατα. «Ο έρωτας αξιοποιεί τα ερείπια», όπως λέει και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.

Από δίπλα κλείνονταν δουλειές από εργοστασιάρχες και µικροεµπόρους, παζαρεύονταν τρακτέρ και κοµπίνες, οι νοικοκυρές έτρωγαν µε την οκά πασατέµπο και η πιτσιρικαρία έγλειφε µε βουλιµία της γριάς το µαλλί και έσκαγε µπαλόνια. Στους Χορτατζήδες η φτωχολογιά σκαρφάλωνε σε φράχτες και τηλεγραφόξυλα να δει τον ήρωά της τον Στελάρα που τραγουδούσε στο οµώνυµο κέντρο µε τη Μάγια Μελάγια και τη Μαριάννα Χατζοπούλου (να δει, όχι να ακούσει, γιατί η ρώµη των µετάλλων του έστελνε τον ήχο µέχρι την Εκθεση). Στην Αρετσού ξεσπάθωναν τα µπουζούκια, ο Τσιτσάνης µε την Πόλυ Πάνου στο Καλαµάκι και ο Μητσάκης µε τη Χρυσάφη στην Καλαµίτσα.

∆ιανύαµε µια εποχή όπου η διαζευγµένη θεωρούνταν πρόστυχη, η µοιχαλίδα πιο ανήθικη και απ’ την πιο περπατηµένη πόρνη και δεκαοχτάρηδες που έκλεβαν το παγκάρι απ’ τον πρόναο µαρκάρονταν διά βίου διαποµπευόµενοι στα σοκάκια µε την ταµπέλα του τεντιµπόι. Στη Σαλόνικα τα βαµπίρια του παρακράτους σε αγαστή συνεργασία µε κέντρα εξουσίας έστρωναν τον βωµό για τη θυσία του Λαµπράκη.

Μ’ αυτά και µ’ αυτά περάσαµε απ’ το ανεξάντλητο –στα µάτια µας– σεργιάνι, την ποικιλία των θεαµάτων, τα άφθονα µπερεκέτια, τα ακροβατικά και τα κολλητήρια –µαζί βέβαια µε την ηθικοληψία και την τροµοκρατία του παντοκράτορος χωροφύλακα της εποχής– στα µελωµένα στραγάλια, στο εκθετήριο προκάτ κατασκευών και θερµαστρών και προπαντός στην κυριαρχία των κινέζικων νάιλον νεωτερισµών και ενδυµάτων που φέρνουν αλύπητη φαγούρα στο κορµί, το οποίο, έρµαιο και αυτό ενός διαδικτυακού, «παγκοσµιοποιηµένου», όµως ανελέητου για τον κυνηγηµένο άνθρωπο καιρού, µε τα «ντεκαβλέ» παρεπόµενά του και τη «σεξουαλική παρενόχληση» σε πρώτο πλάνο, στέκεται παραγκωνισµένο και παραπονεµένο ερωτικά, καταφεύγοντας νοσταλγικά τέτοιες µέρες στη γλυκόπικρη ανάµνηση εκείνου του πολιτικά κυνικού, όµως κοινωνικά και αισθησιακά σπάταλου καιρού µε το αυθεντικό, δωρεάν, λαϊκό του άρωµα.

Ο γύρος

του θανάτου,

το τρενάκι

του τρόμου,

το κορίτσι-λάστιχο, Καζαντζίδης και Αγγελόπουλος

απ’ τη μια, τσα τσα

και γιάνκα

από την άλλη,

όλα στο φουλ

Ετικέτες