Ο Στίβεν Κινγκ και το κακό που καραδοκεί

Κάθε χρόνο στις 21 Σεπτεμβρίου οι απανταχού φαν του Στίβεν Κινγκ_x000D_
γιορτάζουν τα γενέθλιά του με αναγνώσεις βιβλίων του, εκδηλώσεις και χάπενινγκ_x000D_
εστιασμένα στους δαίμονες που απελευθερώνει στο συλλογικό ασυνείδητο εδώ και_x000D_
σχεδόν μισό αιώνα. 

Είναι περίεργη η σχέση που δημιουργούμε με τους συγγραφείς που αγαπάμε. Πρόκειται περί ιδιότυπης συγγένειας την οποία όταν προσπαθούμε να αναλύσουμε νιώθουμε αμήχανα… μάλλον. Γιατί είναι σαν να αποκτά ξαφνικά φωνή το εσωτερικό μας παιδί, το οποίο σε όλη τη δημόσια ενήλικη ζωή μας προσπαθούμε να κρατήσουμε σιωπηλό. Η σημερινή μας συνάντηση λοιπόν είναι αφιερωμένη στον βασιλιά του τρόμου.

Ο Στίβεν Κινγκ μεγάλωσε με τη μητέρα και τον αδερφό του. Όταν ήταν δύο χρόνων, ο πατέρας του έφυγε μια μέρα από το σπίτι και δεν επέστρεψε ποτέ. Ο ίδιος περιγράφει την παιδική του ηλικία στο «Περί συγγραφής» (Εκδόσεις Bell, μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος) ως «ένα καταχνιασμένο τοπίο απ’ όπου αναμνήσεις προβάλλουν κάπου κάπου, σαν ερημικά δέντρα… από κείνα που θαρρείς ότι θα μπορούσαν να σ’ αρπάξουν και να σε καταβροχθίσουν». Από πολύ μικρός έγραφε διηγήματα τρόμου τα οποία έστελνε προς δημοσίευση σε διάφορα περιοδικά. Ωστόσο ποτέ δεν πτοήθηκε από τις αρνητικές απαντήσεις, οι οποίες ήταν τόσες ώστε στην εφηβεία χρειάστηκε να βάλει και δεύτερο καρφί στον τοίχο για να τις κρεμάει.

Τον χειμώνα του 1973 όταν ξεκίνησε να γράφει την «Κάρι» ζούσε σε ένα τροχόσπιτο με απλήρωτους λογαριασμούς και κομμένο τηλέφωνο. Το βιβλίο το έγραψε σε ένα παιδικό γραφείο. Πάνω σε ένα από τα κλασικά μπλοκαρίσματα που παθαίνουν οι συγγραφείς αποφάσισε να πετάξει το χειρόγραφό του στα σκουπίδια. Οι φίλοι της λογοτεχνίας τρόμου θα ευγνωμονούν αιωνίως τη γυναίκα του Τάμπιθα η οποία έβγαλε το χειρόγραφο από το καλάθι. Τον βοήθησε να κατανοήσει καλύτερα κάποια στοιχεία της γυναικείας ψυχοσύνθεσης που χρειαζόταν για να χτίσει τον χαρακτήρα της Κάρι και αφού τον έπεισε να ολοκληρώσει το μυθιστόρημα, το ταχυδρόμησε στον εκδοτικό οίκο Doubleday.

Μια μέρα τον πήραν τηλέφωνο από τον εκδοτικό οίκο και του είπαν το ποσό που θα έπαιρνε (400.000 δολάρια) για την έκδοση της «Κάρι» σε βιβλίο τσέπης. Με δυσκολία βρήκε έναν τοίχο να στηριχτεί για να μην πέσει λιπόθυμος. «Μου κόπηκαν τα γόνατα. Δε σωριάστηκα ακριβώς, αλλά γλίστρησα προς τα κάτω και βρέθηκα καθιστός εκεί, στην πόρτα». Μέχρι τότε εργαζόταν ως καθηγητής αγγλικών κι επειδή τα χρήματα δεν έφταναν για να συντηρήσει την οικογένειά του, δούλευε τα καλοκαίρια ως σιδερωτής σε πλυντήριο ρούχων. Στα 23 του έγινε εν μια νυκτί η ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου. Ένα φτωχόπαιδο από την κατώτατη μεσοαστική τάξη πετύχαινε στη ζωή με την αξία και το ταλέντο του. Πολύ σύντομα θα στραπατσάριζε με απίθανες ποσότητες αλκοόλ και ναρκωτικών (υπήρχε εποχή που έπινε μέχρι και διάλυμα για τα δόντια) την εικόνα του επιτυχημένου συγγραφέα και οικογενειάρχη, για να την ξαναχτίσει στην πορεία, αυτήν τη φορά συνειδητά.

Σαράντα έξι χρόνια μετά την έκδοση της «Κάρι» κρατάει το σκήπτρο του πιο παραγωγικού και εμπορικού Αμερικανού συγγραφέα. Και όσο διαρκούν οι συζητήσεις σχετικά με το αν είναι μπεστσελεράς ή συγγραφέας αξιώσεων, το Χόλιγουντ κλείνει χρυσά συμβόλαια για τα δικαιώματα των έργων του. Ποτέ πάντως δεν δέχτηκε τον τίτλο του συγγραφέα τρόμου. «Αυτό είναι κάτι που πιστεύουν οι άλλοι για μένα» λέει και δηλώνει ότι τα βιβλία του είναι πολιτικά. Και είναι! Ο τρόμος είναι το όχημα για να μιλήσει για την ξενοφοβία, τον ρατσισμό, τον κοινωνικό αποκλεισμό. Σε διαρκή διάλογο με την ποπ κουλτούρα, δημιουργεί ένα τρομακτικό σύμπαν για να μιλήσει για τους ανθρώπους στις γειτονιές, στα προάστια και στις μικρές πόλεις της χώρας του οι οποίοι συνθλίβονται κάτω από την πίεση της πραγματικότητας. Στα βιβλία του ο τρόμος αφορά συνηθισμένους ανθρώπους που βρίσκονται υπό την επήρεια ασυνήθιστων καταστάσεων. Το κακό καταλαμβάνει κατά βάση την ψυχή ή το σώμα των ηρώων ή καραδοκεί στους χώρους όπου κινούνται. Στα αμερικανικά προάστια και στην επαρχία τα λαμπερά χαμόγελα καλύπτουν τα μεγαλύτερα δράματα που παίζονται μέσα στα κουκλίστικα σπίτια.

Έξι από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του Στίβεν Κινγκ που άλλαξαν την ιστορία της λογοτεχνίας τρόμου και φαντασίας. 

Κάρι

(Εκδόσεις Κλειδάριθμος, μτφρ. Παλμύρα Ισμυρίδου)

«Ποτέ δε συμπάθησα την Κάρι Γουάιτ και ποτέ δεν εμπιστεύτηκα τα κίνητρα της Σου Σνελ όταν έστειλε το φίλο της με την Κάρι στο χορό του σχολείου, αλλά είχα κάτι εκεί πέρα. Μια ολόκληρη σταδιοδρομία» γράφει ο Κινγκ στο «Περί συγγραφής». Η «Κάρι» τον κούρασε (εξού και προσπάθησε να την ξεφορτωθεί) γιατί γράφοντάς την κατάλαβε ότι ήταν πολλά αυτά που δεν γνώριζε για τις συνήθειες και τις σκέψεις των έφηβων κοριτσιών. Αυτά που έγραφε του φαίνονταν ψεύτικα κι έτσι το κείμενο δεν κυλούσε. Όταν ξεμπλόκαρε και η πένα του άρχισε να τρέχει κατέγραψε την ιστορία του κοριτσιού το οποίο δέχεται μπούλινγκ στο σχολείο. «Σου έδινε την εντύπωση του εξιλαστήριου θύματος, του μαύρου πρόβατου, του κοριτσιού που γίνεται μονίμως στόχος πειραγμάτων και χλευασμού –κι αυτό ακριβώς ήταν».

Ο τρόπος της να αντιμετωπίσει την κατάσταση είναι να επιστρατεύσει το ιδιαίτερο χάρισμά της, την ικανότητά της να μετακινεί με τη δύναμη του μυαλού της αντικείμενα. Η πίεση που δέχεται τη βγάζει εκτός ελέγχου με αποτέλεσμα ένα από τα πιο εντυπωσιακά και τρομακτικά φινάλε στην ιστορία της λογοτεχνίας (και μετέπειτα του κινηματογράφου από τον Μπράιαν ντε Πάλμα). Όταν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 εκδόθηκε η «Κάρι» το μπούλινγκ θεωρούνταν αναγκαίο κακό στην καθημερινότητα του σχολείου. Σήμερα, την εποχή της συλλογικής ενηλικίωσης και συνειδητοποίησης, το βιβλίο παραμένει δραματικά επίκαιρο.

Σάλεμς Λοτ

(Εκδόσεις Κλειδάριθμος, μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος)

«Το Τζερούσαλεμς Λοτ είναι μια κωμόπολυ ανατολικά του Κάμπερλαντ και είκοσι μίλια βορείως του Πόρτλαντ. Δεν είναι η πρώτη πόλη στην αμερικανική ιστορία που απλώς μαραζώνει και χάνεται, και μάλλον δεν θα είναι η τελευταία, όμως είναι μία από τις πιο παράξενες. Οι πόλεις-φάντασμα είναι κάτι συνηθισμένο στα νοτιοδυτικά της Αμερικής, όπου διάφορες κοινότητες δημιουργήθηκαν από τη μια μέρα στην άλλη, γύρω από πλούσια κοιτάσματα χρυσού και ασημιού κι έπειτα εξαφανίστηκαν εξίσου γρήγορα, όταν οι φλέβες του μεταλλεύματος στέρεψαν, αφήνοντας άδεια μαγαζιά, ξενοδοχεία και σαλούν να σαπίζουν μέσα στην ερημιά και στη σιωπή».

Προτού ερημωθεί το Σάλεμς Λοτ ήταν μια ειδυλλιακή πόλη με άσπρα σπίτια και σωστά στοιχισμένες δεντροστοιχίες όπου ο Μπεν Μίαρς επέστρεψε για να ξορκίσει τους δαίμονές του. Μέχρι που συναντήθηκε με έναν πολύ πιο τρομακτικό από εκείνους. Ο Κινγκ, άξιο πνευματικό τέκνο του Μπραμ Στόκερ, μεταφέρει τον μύθο του βρικόλακα στη σύγχρονη εποχή και τον εξελίσσει μοιράζοντας ανατριχίλες. Το βιβλίο που εκδόθηκε το 1975 κυκλοφόρησε πρόσφατα από τον Κλειδάριθμο, σε μετάφραση του Μιχάλη Μακρόπουλου, σε έκδοση εμπλουτισμένη με περισσότερες από 150 σελίδες σπάνιου υλικού και εικονογράφηση.

Η λάμψη

(Εκδόσεις Κλειδάριθμος, μτφρ. Έφη Τσιρώνη)

Ο Κινγκ μεγάλωσε με μια μητέρα που παρά τις δυσκολίες δεν παραπονιόταν ποτέ. Αγαπούσε τα παιδιά της, δούλευε για να τους παρέχει ό,τι περισσότερο μπορούσε και ποτέ δεν τους μίλησε για τον πατέρα τους που τους εγκατέλειψε. Θεωρούσε ότι το να βγάζεις τα προσωπικά σου στη φόρα ήταν μεγάλη ντροπή. Το 1975 την εποχή που ο Κινγκ έγραφε τη «Λάμψη» (εκδόθηκε το 1977) ήδη είχε αρχίσει να συμβιβάζεται με την ιδέα ότι είχε σοβαρή εξάρτηση από το αλκοόλ. Το βιβλίο αυτό το βίωσε σαν προσωπική κραυγή για βοήθεια. Όταν έγραφε για τον Τζακ Τόρανς αναφερόταν στην ουσία στον εαυτό του. Ίσως γι’ αυτό όταν ο Κιούμπρικ μετέφερε τη «Λάμψη» στο σινεμά βάζοντας περισσότερες προσωπικές πινελιές απ’ όσο ο συγγραφέας μπορούσε να αντέξει το βίωσε (κι απ’ όσο λέει το βιώνει μέχρι σήμερα) δραματικά.

Η ιστορία του βιβλίου εξελίσσεται σε ένα ξενοδοχείο όπου ο συγγραφέας Τζακ Τόρανς αναλαμβάνει τη θέση του χειμερινού επιστάτη πιστεύοντας ότι παίρνοντας λίγο χρόνο από την καθημερινότητά του θα μπορούσε να βρει άκρη στα αδιέξοδά του. Σε αυτό τον παγωμένο παράδεισο όμως το κακό παραμονεύει για εκείνον και για την οικογένειά του, σε μια υπόθεση στην οποία θολώνουν συνεχώς τα όρια μεταξύ λογικής και παράνοιας.

Το κοράκι

(Εκδόσεις Κλειδάριθμος, μτφρ. Αντώνης Καλοκύρης)

Το μετα-αποκαλυπτικό μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ –εκδόθηκε το 1978– που ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα λόγω κορονοϊού αφορά την εξάπλωση μιας επιδημίας. Ένας άντρας το σκάει από μια μονάδα βιολογικών δοκιμών και μεταδίδει ένα μεταλλαγμένο στέλεχος της γρίπης. Ο ιός σχεδόν αποδεκατίζει τον παγκόσμιο πληθυσμό. Οι ελάχιστοι επιζώντες δημιουργούν μια κοινότητα η οποία έχει ανάγκη από ηγέτη. Υποψήφιοι είναι μια γυναίκα 108 χρόνων η οποία τους προτρέπει να ενωθούν και να παλέψουν μαζί και ένας μοχθηρός άντρας ο οποίος επιδιώκει να επιβάλει το χάος.

Κατά τη διάρκεια της συγγραφής ο Κινγκ σκέφτηκε πολλές φορές να εγκαταλείψει το «Κοράκι» το οποίο όσο έγραφε τόσο πιο πολύ περιπλεκόταν λόγω των πολλών ηρώων. Δεν μπορούσε όμως να πετάξει στα σκουπίδια πεντακόσιες σελίδες, δηλαδή εκατοντάδες εργατοώρες, σκέψεις, ιδέες. Η ιδανική λύση βρέθηκε κι έτσι ολοκλήρωσε ένα από τα σπουδαιότερα πολυεπίπεδα δυστοπικά μυθιστορήματα της λογοτεχνίας του φανταστικού. Η έκδοση του Κλειδάριθμου που κυκλοφόρησε πρόσφατα είναι χωρίς περικοπές, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας επιθυμούσε αρχικά να κυκλοφορήσει το έργο του προτού πέσει θύμα των λογιστών του Αμερικανού εκδότη.

Νεκρωταφίο ζώων

(Εκδόσεις Κλειδάριθμος, μτφρ. Έφη Τσιρώνη)

«Όταν με ρωτούν (όπως συμβαίνει συχνά) ποιο θεωρώ ότι είναι το τρομακτικότερο βιβλίο που έχω γράψει, η απάντηση μου έρχεται εύκολα και χωρίς δισταγμό: το Νεκρωταφίο Ζώων» γράφει ο Κινγκ στην εισαγωγή του βιβλίου. Όταν έγραψε αυτό το μυθιστόρημα το καταχώνιασε στο συρτάρι του πιστεύοντας ότι είχε πλέον ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια της αντοχής και ανοχής του κοινού. Ο θάνατος ενός μικρού παιδιού, ένα από τα θέματα-ταμπού της λογοτεχνίας, και η επαναφορά στη ζωή από τον κόσμο των νεκρών είναι ζητήματα που δεν είναι εύκολο –πόσο μάλλον σε συνδυασμό– να αγγίξει κανείς. Εδώ ο γοτθικός τρόμος εντάσσεται με μεγάλη μαεστρία σε έναν οικισμό της αμερικανικής επαρχίας με πυκνή βλάστηση, όπου τα πάντα υπενθυμίζουν με τον πιο μακάβριο τρόπο το έγκλημα των λευκών αποικιοκρατών κατά των αυτοχθόνων.

Η ιστορία αφορά τον Λούις Κριντ και την οικογένειά του οι οποίοι μετακομίζουν σε ένα παλιό σπίτι στην εξοχή του Μέιν και δείχνουν ευτυχισμένοι μέχρι που η ζωή τους ανατρέπεται. Ο Κινγκ έγραψε το βιβλίο (εκδόθηκε το 1983) έπειτα από μια προσωπική εμπειρία κατά την οποία παραλίγο να χάσει τον δίχρονο γιο του. Με το «Νεκρωταφίο ζώων» συμβαίνει κάτι περίεργο. Τρομάζεις όχι μόνο όταν το διαβάζεις αλλά κυρίως όταν σου σκάει για μήνες στο μυαλό σε ανύποπτο χρόνο.

Το Αυτό

(Εκδόσεις Κλειδάριθμος, μτφρ. Έφη Τσιρώνη)

Μια φθινοπωρινή μέρα του 1957 στη μικρή πόλη του Ντέρι ένα εξάχρονο αγόρι που παίζει στη βροχή με ένα χάρτινο καραβάκι αντικρίζει για πρώτη φορά σε ένα ρείθρο το Αυτό, μια οντότητα χωρίς συγκεκριμένη μορφή που φωλιάζει στα πιο σκοτεινά και υγρά σημεία της ύπαρξης. Το Αυτό μεταμορφώνεται κάθε φορά στον χειρότερο εφιάλτη όσων το αντικρίζουν και σκορπάει τον θάνατο με φριχτό τρόπο. Τα χρόνια περνούν και τα παιδιά φεύγουν από τη μικρή πόλη. Είκοσι χρόνια μετά, η επιστροφή τους στην πόλη ξυπνά το σκοτεινό παρελθόν.

Στο κλασικό πλέον βιβλίο, που άνοιξε γόνιμο διάλογο με την ποπ κουλτούρα και καθόρισε τις επόμενες γενιές συγγραφέων του είδους, ο Στίβεν Κινγκ χρησιμοποιεί ως όχημα τον τρόμο για να μιλήσει για τη μετα-Γουοτεργκέιτ εποχή, τότε που το αμερικανικό όνειρο κυλούσε σαν χάρτινο καραβάκι στη βροχή μέσα στους υπονόμους του Λευκού Οίκου. Το «Αυτό», πέρα από σπουδή πάνω στους φόβους της παιδικής ηλικίας, αποτελεί μωσαϊκό της αμερικανικής κοινωνίας των 70s, ένα βαθύ και εύστοχο σχόλιο για τους ανθρώπους των μικρών πόλεων. Εκεί όπου όλα, σύμφωνα με το καταναλωτικό ιδεώδες, θα έπρεπε να λειτουργούν στη μέχρι βαρεμάρας εντέλεια, όμως στην πραγματικότητα η ζωή μοιάζει περισσότερο με μια χύτρα που σιγοβράζει με ολέθρια αποτελέσματα όταν ο ατμός πετάξει το καπάκι. 

Ετικέτες