Παράνομο και επικίνδυνο το 50% των φυτοφαρμάκων

Χρυσές δουλειές φαίνεται ότι κάνουν τα οργανωμένα κυκλώματα λαθρεμπορίας και διακίνησης παράνομων φυτοφαρμάκων στη χώρα μας, καθώς σύμφωνα με μαρτυρίες το φαινόμενο έχει ενταθεί σε σχέση με το παρελθόν.

Χιλιάδες τόνοι επικίνδυνων φυτοφαρμάκων εισάγονται κάθε χρόνο παράνομα στη χώρα μας και χρησιμοποιούνται στις αγροτικές καλλιέργειες, με αποτέλεσμα να ελλοχεύουν σοβαροί κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία. Παράλληλα, οι απώλειες για τα κρατικά ταμεία λόγω μη καταβολής δασμών και φόρων ανέρχονται σε εκατομμύρια ευρώ.

Στις αρχές του περασμένου Αυγούστου, οι υπάλληλοι του τελωνείου Κήπων στον Εβρο κατέσχεσαν περισσότερα από 700 κιλά παράνομα φυτοφάρμακα τουρκικής προέλευσης. Αμέσως ενημερώθηκαν οι ελεγκτές της Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής της Περιφερειακής Ενότητας Εβρου, ενώ επιβλήθηκαν και τα σχετικά πρόστιμα από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης. Δεν ήταν η πρώτη φορά που οι ελληνικές αρχές εντόπισαν φυτοφάρμακα τέτοιου είδους. Μέχρι και τον Αύγουστο του 2017 είχαν εντοπιστεί άλλες 59 ανάλογες περιπτώσεις διακίνησης παράνομων φυτοφαρμάκων, ενώ έχουν επιβληθεί πρόστιμα που ξεπερνούν τις 200.000 ευρώ.

Η λαθρεμπορία και διακίνηση παράνομων φυτοφαρμάκων στην Ελλάδα δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Το 2012 το περιοδικό Hot Doc σε δημοσίευμά του είχε παραθέσει αναλυτικά στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα οργανωμένα κυκλώματα καθώς και για τις βλαβερές επιπτώσεις της χρήσης τους στην ανθρώπινη υγεία. Πέντε χρόνια μετά και παρά τις προσπάθειες της πολιτείας, το φαινόμενο όχι μόνο δεν έχει μειωθεί αλλά πλέον δείχνει να έχει καταστεί ανεξέλεγκτο.

Εισαγωγή και διακίνηση

Τα παράνομα φυτοφάρμακα παρασκευάζονται στο εξωτερικό, σε χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, το Μπανγκλαντές και τα τελευταία χρόνια και στην Τουρκία. Από εκεί μεταφέρονται στα Σκόπια και στη Βουλγαρία και στη συνέχεια εισάγονται παράνομα στη χώρα μας. Κύρια πύλη εισόδου θεωρούνταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια η Τουρκία. Πλέον όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει.

Η είσοδος της Βουλγαρίας στην ΕΕ κατέστησε τη χώρα αυτή κύρια πύλη εισόδου των παράνομων φυτοφαρμάκων στην Ελλάδα, καθώς οι έλεγχοι είναι πιο χαλαροί. Μετά την εισαγωγή τους σε ελληνικό έδαφος, εγχώριοι διακινητές αναλαμβάνουν να τα προωθήσουν στους παραγωγούς. Φορτηγά ξεφορτώνουν τσουβάλια με παράνομα φυτοφάρμακα σε διάφορες περιοχές της επικράτειας σε ανυποψίαστους παραγωγούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις η διακίνηση γίνεται και με πλοία.

Συνήθως τα παράνομα φυτοφάρμακα χρησιμοποιούνται σε μεγάλες καλλιέργειες, όπως για παράδειγμα στο σιτάρι, το βαμβάκι ή το καλαμπόκι. Δεν αφήνουν όμως αδιάφορο και τον μικρό παραγωγό καθώς το κόστος τους είναι σημαντικά χαμηλότερο σε σχέση με τα νόμιμα φυτοφάρμακα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα συγκεκριμένα σκευάσματα μπορεί να είναι έως και 50% φθηνότερα σε σύγκριση με τα νόμιμα, με τη διαφορά όμως ότι οι παραγωγοί δεν γνωρίζουν την επικινδυνότητα των προϊόντων που χρησιμοποιούν.

Ο Γρηγόρης Νικολαΐδης είναι γεωπόνος και πρόεδρος του Γεωπονικού Συλλόγου Μακεδονίας-Θράκης. Με το θέμα της διακίνησης και λαθρεμπορίας παράνομων φυτοφαρμάκων ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια. Ο ίδιος σημειώνει στο Documento: «Αντί να μειωθεί το φαινόμενο της διακίνησης παράνομων φυτοφαρμάκων, έχει οξυνθεί σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι σε ετήσια βάση οι πωλήσεις των καταστημάτων γεωργικών εφοδίων που εμπορεύονται νόμιμα φυτοφάρμακα έχουν υποχωρήσει, ενώ οι μεγάλες καλλιέργειες δεν έχουν μειωθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 40% με 50% των αναγκών στις μεγάλες καλλιέργειες καλύπτεται με παράνομα φυτοφάρμακα, ενώ χρήση τους γίνεται και από τους μικρούς παραγωγούς».

Την αύξηση του φαινομένου όχι μόνο σε ελληνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο επιβεβαιώνει στο Documento και η γενική διευθύντρια του Ελληνικού Συνδέσμου Φυτοπροστασίας (ΕΣΥΦ) Φραντζέσκα Υδραίου. «Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το φαινόμενο έχει ενταθεί τα τελευταία χρόνια και η Europol έχει αναγνωρίσει ότι το συγκεκριμένο παραεμπόριο ελέγχεται από εγκληματικές οργανώσεις, οι οποίες στοχεύουν ιδιαίτερα σε χώρες της ΝΑ Ευρώπης. Στην Ελλάδα οι εκτιμήσεις δείχνουν συνεχή αύξηση του φαινομένου και γίνεται λόγος για 50% σε συγκεκριμένες περιοχές και καλλιέργειες» σημειώνει με νόημα η κ. Υδραίου.

Ενδεικτικό των διαστάσεων που έχει λάβει το φαινόμενο της παράνομης διακίνησης είναι και το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί δίκτυο συνεργασίας μεταξύ του ΕΣΥΦ και των βουλγαρικών και ρουμανικών αρχών (τελωνεία, αστυνομία, υπουργείο Γεωργίας) για την αποτελεσματικότερη πάταξή του.

Με… άγνωστο περιεχόμενο

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι περιέχουν αυτά τα παράνομα προϊόντα. Σε ορισμένες περιπτώσεις πρόκειται για σκευάσματα με δραστικές ουσίες των οποίων η χρήση έχει απαγορευτεί στην Ελλάδα και την ΕΕ ή ακόμη και για μείγματα από ληγμένα φυτοφάρμακα. Η χρήση τους είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη όχι μόνο για τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, αλλά και για τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών, καθώς οι βλαβερές ουσίες που περιέχουν περνούν και στα αγροτικά προϊόντα και στον υδροφόρο ορίζοντα.

«Πρόκειται για δηλητήρια πολύ τοξικά τα οποία, όπως έχουν δείξει διάφορες κλινικές μελέτες που γίνονται κατά καιρούς, έχουν πολύ σοβαρές επιπτώσεις στον ανθρώπινο οργανισμό. Ειδικά στις ευπαθείς ομάδες το τίμημα είναι βαρύ. Σε αγροτικές περιοχές, για παράδειγμα, έχουν διαπιστωθεί δυσανάλογοι θάνατοι μικρών παιδιών» τονίζει στο Documento ο κ. Νικολαΐδης.

«Συνήθως τα προϊόντα αυτά περιέχουν παλιές δραστικές ουσίες ή κακής ποιότητας διαλύτες, άγνωστες ή μη ελεγμένες τοξικές προσμείξεις. Κατά καιρούς κυκλοφορούν και πλαστά προϊόντα (συνήθως με ξένη ετικέτα), τα οποία είναι εντελώς άγνωστης προέλευσης και αμφιβόλου ποιότητας και αποτελεσματικότητας, ενώ πολλές φορές το συνολικό κόστος για τον παραγωγό, λόγω αναποτελεσματικότητας ή ακόμη και φυτοτοξικότητας, υπερβαίνει το κόστος αγοράς εγκεκριμένων φυτοφαρμάκων στην Ελλάδα» τονίζει η κ. Υδραίου και συμπληρώνει: «Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ενδέχεται να υπάρξουν σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία τόσο των καταναλωτών όσο και των καλλιεργητών/γεωργών, στα αγροτικά προϊόντα αλλά και στο περιβάλλον. Τα νομίμως εγκεκριμένα φυτοπροστατευτικά προϊόντα εξετάζονται ενδελεχώς για τις επιπτώσεις τους στον άνθρωπο και στο περιβάλλον και εγκρίνονται μόνο όταν διασφαλίζεται απόλυτα ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος» αναφέρει.

Σε παλαιότερη έρευνα του Εργαστηρίου Χημείας του ΑΠΘ είχαν διαπιστωθεί υπολείμματα από τουλάχιστον δώδεκα φυτοφάρμακα η χρήση των οποίων είχε απαγορευτεί στην Ελλάδα λόγω τοξικότητας. Μάλιστα σε φρούτα και λαχανικά είχαν εντοπιστεί υπολείμματα από απαγορευμένα φάρμακα όπως το παραθείο και το μεθυλαπαραθείο.

Μοιάζουν με αυθεντικά

«Τα λαθραία φυτοφάρμακα επιφέρουν κινδύνους για τον χρήστη που θα ψεκάσει με αυτά, με τη λογική ότι μπορεί να είναι αλλοιωμένα διότι δεν έχουν περάσει από μηχανισμούς ελέγχου καταλληλότητας» αναφέρει στο Documento ο Δημήτρης Πετράκης, παιδοχειρουργός και επίτιμο μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Τοξικολογίας, υποστηρίζοντας παράλληλα πως «στην Ελλάδα υπάρχει δίκτυο διανομής λαθραίων φυτοφαρμάκων».

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ευρήματα μελέτης της οργάνωσης Ευρωπαϊκή Προστασία Καλλιέργειας. Οπως αναφέρεται σε αυτήν, «τα “πλαστά” φυτοφάρμακα –η διακίνηση των οποίων στην Ευρώπη συνιστά οργανωμένο έγκλημα– συχνά τυποποιούνται ώστε να μοιάζουν με το αυθεντικό προϊόν» και μπορεί να περιέχουν «χημικά που είτε έχουν απαγορευθεί είτε κυκλοφορούν σε περιορισμένο βαθμό στην Ευρώπη λόγω των κινδύνων που μπορεί να εγκυμονούν για τον άνθρωπο και το περιβάλλον.

Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, «δεν είναι εξουσιοδοτημένα για πώληση από τις αρμόδιες αρχές, ενώ μπορεί να οδηγήσουν σε πλήρη απώλεια της σοδειάς ή στην καλλιέργεια προϊόντων με υπολείμματα χημικών που θα τα καταστήσουν ακατάλληλα για πώληση. Συχνά περιέχουν τοξικές και εν γένει επικίνδυνες ουσίες. Μπορεί να πλήξουν την ποιότητα του νερού, του εδάφους και την υγεία της βιοποικιλότητας». Η οργάνωση σχολιάζει επίσης πως «εάν οι παράνομοι διακινητές ήταν νόμιμη εταιρεία παραγωγής θα αποτελούσαν την τέταρτη μεγαλύτερη στον κόσμο» και αναφέρει πως τα παράνομα φυτοφάρμακα «μπαίνουν στην αγορά μέσω ψευδεπίγραφων ετικετών μάρκας, ετικετών σε ξένη γλώσσα, ακατάλληλων χημικών σκευασμάτων –με ή χωρίς ετικέτα– ή στη μαύρη αγορά από μη εξουσιοδοτημένους εμπόρους».

«Αυτά τα εμπορικά σκευάσματα μπορεί να εγκυμονούν κινδύνους για τον αγρότη, το προϊόν και τον καταναλωτή επειδή δεν έχουν εγκριθεί από τη χώρα μας, δεν υπάρχουν οι σχετικές άδειες εισαγωγής και δεν έχει ελεγχθεί αν το περιεχόμενο που αναγράφεται στην ετικέτα είναι αυτό που εμπεριέχεται στη συσκευασία» σημειώνει στο Documento ο πρόεδρος της κοινοπραξίας συνεταιρισμών-ομάδων παραγωγής του νομού Ημαθίας Χρήστος Γιαννακάκης.

Απώλεια εκατομμυρίων

Κάθε χρόνο εισάγονται στην Ελλάδα χιλιάδες τόνοι παράνομων και επικίνδυνων φυτοφαρμάκων. Ο τζίρος για τα οργανωμένα κυκλώματα ανέρχεται σε εκατομμύρια ευρώ, ενώ σε εκατομμύρια ευρώ μετρώνται και οι απώλειες του ελληνικού δημοσίου λόγω μη απόδοσης δασμών και ΦΠΑ από τη διακίνηση των παράνομων φυτοφαρμάκων.

«Σύμφωνα με το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (EUIPO) και την αναφορά του από τον Φεβρουάριο του 2017 η Ελλάδα κατέχει στην ΕΕ το υψηλότερο ποσοστό (18,7%) σχετικών απωλειών σε πωλήσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων εξαιτίας του παραεμπόριου. Η οικονομική ζημία στην ελληνική οικονομία είναι σημαντική αφού οι λαθρέμποροι παρακάμπτουν ή παραπλανούν τις τελωνειακές αρχές και τις υπηρεσίες ελέγχου στα σύνορα, με αποτέλεσμα να μην εισπράττονται οι απαραίτητοι δασμοί κατά την εισαγωγή τους και να μην εισπράττεται ο ΦΠΑ κατά τη διακίνησή τους» τονίζει στο Documento η κ. Υδραίου.

«Η οικονομική ζημία για το ελληνικό κράτος είναι μεγάλη λόγω μη καταβολής δασμών και φόρων και ανέρχεται σε αρκετά εκατομμύρια ευρώ, ενώ τα χρήματα αυτά μεταφέρονται στο εξωτερικό» τονίζει ο κ. Νικολαΐδης.

Χωρίς υπαλλήλους

Μεγάλο αγκάθι στην πάταξη του φαινομένου αποτελεί η υποστελέχωση των οκτώ Περιφερειακών Κέντρων Προστασίας Φυτών και Ποιοτικού Ελέγχου σε ολόκληρη τη χώρα, τα οποία υπάγονται στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και είναι επιφορτισμένα με τους ελέγχους στον αγροτικό τομέα.

Τα τελευταία χρόνια εξαιτίας των δημοσιονομικών περικοπών έχει μειωθεί σημαντικά ο αριθμός των ελεγκτών, με αποτέλεσμα να έχουν μειωθεί οι έλεγχοι. Για παράδειγμα στο ΠΕΚ Καβάλας το οποίο εποπτεύει την Ανατολική Μακεδονία-Θράκη υπηρετούν μόλις οκτώ υπάλληλοι.

«Πρέπει οπωσδήποτε να αυξηθεί ο αριθμός των ελεγκτών για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας, καθώς της εθνικής οικονομίας, καθώς πρόκειται για φαινόμενο λαθρεμπορίου η πάταξη του οποίου θα επιφέρει θετικά αποτελέσματα στην εθνική οικονομία» αναφέρει στο Documento ο πρώην ελεγκτής του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και μέλος της διοικούσας επιτροπής του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας – Παράρτημα Κεντρικής Μακεδονίας Δημήτρης Βαφειάδης.

Σε κάθε περίπτωση, η πάταξη του φαινομένου από την ελληνική πολιτεία καθίσταται αναγκαία. Τόσο για οικονομικούς λόγους όσο και για το πρωτεύον θέμα της δημόσιας υγείας. 

Ετικέτες