Πέτρα Έλσνερ: Και καταντήσαμε αποικία (32 χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου)

Αποσπάσματα των επιστολών της Ανατολικογερμανίδας δημοσιογράφου και συγγραφέα Πέτρα Έλσνερ στη φωτογράφο φίλη της  Κατερίνα Μαυροκεφαλίδου το διάστημα της ενοποίησης των δύο Γερμανιών.

Τριάντα δύο χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου (9 Νοεμβρίου 1989) και τριάντα ένα μετά την ενοποίηση των δύο Γερμανιών (3 Οκτωβρίου 1990) δημοσιεύουμε αποσπάσματα των επιστολών που έστειλε η δημοσιογράφος και συγγραφέας Πέτρα Έλσνερ από τη Γερμανία στη φωτογράφο φίλη της Κατερίνα Μαυροκεφαλίδου στην Αθήνα τον καιρό της διάλυσης της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας και της απορρόφησής της από την Ομοσπονδιακή Γερμανία οι οποίες αντανακλούν την αγωνία και τη δυσφορία των πολιτών της ΓΛΔ μπροστά στην καταστροφή μιας χώρας και την επέλαση της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.

(© Κατερίνα Μαυροκεφαλίδου)

25.1.1991

To 1990 τελείωσε τόσο λαχανιασμένα όπως άρχισε, μόνο που ήταν πιο καταστρεπτικό. […] Εδώ στο Μπράντεμπουργκ τα έξοδα ενέργειας μαζί με τον ΦΠΑ έχουν τετραπλασιαστεί. Αυτό καταργεί σε μεγάλο βαθμό τις μικρές παραχωρήσεις που έγιναν στους μισθούς. Δεν μπορείς να φανταστείς για πόσο χαζούς μας περνούν: από τη μια μεριά ξεσηκώνονται οι Βέσις επειδή τόσο πολλοί από τους συμπατριώτες μου πηγαίνουν στη Δυτική Γερμανία και από την άλλη οι μισθοί εδώ και μετά την αύξηση μόλις φτάνουν το 60% των μισθών της Δυτικής Γερμανίας· για την ίδια απόδοση φυσικά. Δεν πρόκειται πια για ορισμένους εργαζόμενους που δεν έχουν δουλειά αλλά για κατηγορίες επαγγελμάτων (δημόσιοι υπάλληλοι, σκουπιδιάρηδες, ταχυδρομικοί κ.ά.) που με χειρότερους όρους εργασίας αποδίδουν τουλάχιστον το ίδιο με τους συναδέλφους τους στη Δυτική Γερμανία. […] Είναι φαύλος κύκλος: μεγαλύτεροι μισθοί σημαίνουν ακόμη περισσότερες απολύσεις, επειδή οι παλιές επιχειρήσεις της Γερμανικής Λαϊκής Δημοκρατίας δεν μπορούν να τους πληρώσουν και οι κοινότητες εδώ δεν παίρνουν αρκετούς φόρους γιατί τα κέρδη από τους καινούργιους Ανατολικούς επιχειρηματίες είναι ακόμη πολύ μικρά. Ετσι έχουν δυσκολίες να χρηματοδοτήσουν τους ανέργους, ενώ οι Βέσις κερδίζουν εδώ τα μαλλιοκέφαλά τους και αγοράζουν για ένα κομμάτι ψωμί καινούργιες επιχειρήσεις από την επιτροπή εκκαθάρισης.

Οταν πρόκειται για τα αποτελέσματα της κοινωνικής οικονομίας λένε πάντα: η οικονομία της Δυτικής Γερμανίας έχει κάνει φοβερές προόδους, της Ανατολικής κατρακυλάει όλο και πιο πολύ. Τις ξεχωρίζουν σαν να είναι δυο ανεξάρτητες χώρες – έτσι ξαφνικά. Και ξεχνούν ότι αυτή η άνθηση της οικονομίας μπόρεσε να γίνει μόνο από την Ανατολική Γερμανία. Η παραγωγή της Δυτικής Γερμανίας χρειάζεται «μόνο» να μπει μπροστά για να εφοδιάσει και την Ανατολική. Αλλά επειδή οι έδρες των πολυκαταστημάτων βρίσκονται στη Δυτική Γερμανία πηγαίνουν και οι φόροι εκεί. Οι επιχειρήσεις της ΓΛΔ που είναι ακόμη ζωντανές δεν έχουν καθόλου κεφάλαια, θα πρέπει να ξεκινήσουν από το μηδέν. Με ασαφείς όμως σχέσεις ιδιοκτησίας είναι σχεδόν αδύνατο να πάρουν δάνεια. Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να επενδύσουν στις νέες κατευθύνσεις της παραγωγής; Ετσι χάθηκαν όλα και η εξομοίωση και εξίσωση των κρατιδίων δεν αξίζει ούτε ένα μάρκο. Αναξιόπιστες δολοπλοκίες – και καταντήσαμε αποικία. Πολύχρωμη αποικία βέβαια, αλλά με μεγάλη ροπή στη δυστυχία. […]

Θυμήσου το φθινόπωρο του ’89· πόσο δραστήριοι ήμασταν τότε. Σίγουρα φοβόμασταν, αλλά οι φόβοι μας ήταν εντελώς διαφορετικοί. Ηταν μια ξαφνική τρομάρα. Μόνο όταν εκφράστηκε η αλλαγή της αλλαγής άρχισε να μπαίνει ο φόβος στο κόκαλο. Αυτοί οι μήνες μας στοίχισαν άσπρα μαλλιά, σπασμένα νεύρα και χαμένη ταυτότητα. Ισως ύστερα από δυο τρία χρόνια να γελάμε με τους φόβους μας· δεν μπορώ όμως να το πιστέψω…

(© Κατερίνα Μαυροκεφαλίδου)

13.3.1991

[…] η ζωή ακριβαίνει σχεδόν κάθε μέρα (η τιμή του πετρελαίου και του ηλεκτρικού τετραπλασιάστηκε, το νερό, τα κάρβουνα, το ταχυδρομείο, το τηλέφωνο, τα εισιτήρια του τρένου, η αποκομιδή σκουπιδιών και αποβλήτων, το μεσημεριανό φαγητό στο εργοστάσιο, η ασφάλεια για τους ανέργους, η ιατρική περίθαλψη, τα τέλη αυτοκινήτων, ακόμη και τα τρόφιμα… όλα ακριβαίνουν καθημερινά) […].

Τα βγάζουμε πέρα με δυσκολία. Αλλά δεν σκέφτηκα ακόμη όλες τις επιβαρύνσεις που θα μας έρθουν αυτό τον χρόνο. Τα νοίκια και τα κάρβουνα θα ακριβύνουν ακόμη 16 μέχρι 20 μάρκα τον τόνο. Οι φόροι όλο και γίνονται μεγαλύτεροι. Δεν ξέρω αν αυτά είναι όλα. Σήμερα ο μισθός μου αυξήθηκε (παίρνω περίπου το 60% του Δυτικογερμανού συντάκτη της κατώτατης βαθμίδας). Ο Ούλι φέρνει στο σπίτι 1.000 μάρκα και ο γιος μας Γιαν, που είναι στο τελευταίο έτος μαθητείας, 200 μάρκα. Σου τα λέω όλα αυτά τόσο αναλυτικά για να δεις ότι ούτε μπορούμε να σκεφτούμε για διακοπές. Αν μας διώξουν από τη δουλειά (κρατάμε ακόμη με τα δόντια το περιοδικό, αλλά μπορεί κάθε στιγμή να αλλάξει χέρια – κανείς δεν ξέρει), θα μπούμε στο «χαρτονένιο» αμάξι μας και θα έρθουμε. Το ταξίδι θα κρατήσει αρκετές μέρες, το Τράμπι αγκομαχάει όταν φτάσει τα 80 χλμ. την ώρα, αλλά θα έχει περιπέτειες και ένταση…

27.4.1991

[…] Οι περισσότεροι στο περιοδικό μας δεν έχουν ούτε καταθέσεις ούτε άλλες ιδιοκτησίες για να μπορέσουν να πάρουν κάποιο δάνειο από την τράπεζα. Και αυτό είναι το σημείο που χτυπάνε στα νεύρα τα μεγάλα και παχιά λόγια των εξυπνάκηδων Βέσις για ατομική πρωτοβουλία. Ζούσαμε διαφορετικά και αυτοί δεν ξέρουν (και δεν θέλουν να μάθουν) πώς. Δεν μπορούν να καταλάβουν, δεν τους χωράει στο μυαλό ότι π.χ. ύστερα από 20 χρόνια εργασίας σε ένα αξιοπρεπές επάγγελμα είναι κανείς ακόμη (στα μάτια τους) φουκαράς, επί ξύλου κρεμάμενος, χωρίς παχύ λογαριασμό στην τράπεζα, χωρίς σπίτι και ιδιόκτητο διαμέρισμα και χωρίς το ανάλογο αυτοκίνητο. Αδιανόητο.

Ναι, και το βράδυ όταν όλα σου έρχονται στο μυαλό πονάς μια εδώ και μια εκεί. Δεν είναι περίεργο· όλα είναι καταστρεπτικά και αρρωσταίνουν τον άνθρωπο. Ολα είναι ένας εφιάλτης. […] Σκέφτομαι συχνά μια φράση που μου είχες γράψει σε κάποια κάρτα σου από τις διακοπές. Εγραφες κάπως έτσι: «Ολα είναι τόσο ήρεμα, τόσο ειρηνικά στη ΓΛΔ, έτσι ζουν οι άνθρωποι στον σοσιαλισμό»…

29.11.91

[…] Πλέον γίνεται όλο και πιο σίγουρο ότι δεν μας θέλουν όσο κι αν χτυπάμε χέρια και πόδια, όσο κι αν σκοτωνόμαστε στη δουλειά. Ο Δυτικογερμανός χρειάζεται τους ενόχους του για τα μεγάλα κρατικά χρέη, τους αναρριχώμενους φόρους, τη στεγαστική μιζέρια, το κλονιζόμενο συνδικαλιστικό δίκαιο. […]

Ο Ούλι είναι από τον Ιούνιο άνεργος. Τον Σεπτέμβριο άρχισε μετεκπαίδευση για τεχνικός στους υπολογιστές. Τα μαθήματα είναι όλη τη μέρα και θα διαρκέσουν μέχρι τον Ιούλιο του 1992. Εως τότε θα παίρνει 650 μάρκα τον μήνα. Επειδή όμως από καιρό μετακομίσαμε από το Τσόιτεν στο Βερολίνο, δηλαδή σε άλλο κρατίδιο, μπήκαν σε κίνηση τα γρανάζια της γραφειοκρατικής μηχανής. Προς το παρόν λοιπόν δεν παίρνει τίποτε. Αυτό δεν είναι σπάνιο εδώ. Συνταξιούχοι, άνεργοι, μετεκπαιδευόμενοι, πρόωροι συνταξιοδοτηθέντες περιμένουν τουλάχιστον δυο με τρεις μήνες μέχρι να τακτοποιηθούν τα χαρτιά τους, να πάνε από το ένα κρατίδιο στο άλλο και να εισπράξουν τις πρώτες απολαβές τους. […]

(© Κατερίνα Μαυροκεφαλίδου)

Στο τέλος του χρόνου η τηλεόραση και το ραδιόφωνο της ΓΛΔ θα κλείσουν. Θα γίνουν τοπικοί σταθμοί όπου ένα μέρος των δημοσιογράφων μας θα μπορεί να εργάζεται υποβαθμισμένα. Τη μερίδα του λέοντος στη δουλειά και όλες τις ευθύνες θα αναλάβουν οι Βέσις, οι οποίοι επιπλέον παίρνουν επιδοτήσεις (λόγω της «σκληρότητας» να πρέπει να κατοικούν και να δουλεύουν στο ανατολικό μέρος της χώρας καθώς και «να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της περιοχής» – οι κακόμοιροι!). Εδώ πολύ συχνά απλώνουν τα ποδάρια τους τρίτης κατηγορίας Δυτικογερμανοί δημοσιογράφοι: υπερόπτες, ανίδεοι αλλά «καθαροί». […]

Μερικές φορές μου φαίνεται σαν να είχαμε πόλεμο. Γύρω από την ορφανεμένη λαϊκή περιουσία τριγυρίζουν τα κοράκια ψάχνοντας τη λεία τους. Στη σκιά τους οι κάτοικοι των πόλεων και των χωριών μεταμορφώνονται σε ανθρώπινα σκουπίδια. Η οργή φουντώνει μέσα μας. […] Θα μπορούσε κανείς να είναι σχεδόν ευχαριστημένος που βρίσκεται σε αυτήν τη χορτάτη Γερμανία, έστω κι αν είναι «Γερμανός της προσχώρησης». Αλλά το μέλλον δεν κρύβει καθόλου όμορφα οράματα…

(© Κατερίνα Μαυροκεφαλίδου)

31.5.1992

[…] Οταν έρθεις ξανά δεν θα αναγνωρίσεις το Βερολίνο – σε ορισμένα σημεία μοιάζει με νεκρή πολιτεία. Οι κερδοσκόποι το κατέστρεψαν. Παντού άγχος, ανθρώπινη δυστυχία. Το βράδυ δεν τολμάει κανείς να βγει στους δρόμους, όπου κυριαρχεί ανασφάλεια. […]

Οι ταπεινώσεις κάνουν τους νεαρούς της Ανατολικής Γερμανίας να σφίγγουν τις γροθιές τους και οι δεξιοί αποκτούν πάρα πολλούς οπαδούς. Υποκατάστατο της περηφάνιας απέναντι στην απελπισία που τους σακατεύει. Είναι ένας γολγοθάς, Κατερίνα. Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για τα χειρότερα. Ο φιλελευθερισμός ποτέ δεν μπόρεσε να αντέξει σε τέτοιο βαθμό εξτρεμισμού. Τι να κάνουμε; Η ανοχή φέρνει τον διάλογο· να μάθουμε τη γνώμη του άλλου, τον τρόπο ζωής του. Αυτό όμως που ζω καθημερινά είναι άγνοια και από τις δυο πλευρές. […] Δεν υπάρχει καμιά λύση, γιατί αυτή θα μπορούσε να βρεθεί μόνο από ανθρώπους που αισθάνονται αλληλέγγυοι με άλλους ανθρώπους και αυτοί δεν έχουν πουθενά την εξουσία. Τα κινήματά τους, νησίδες απομονωμένες και κλεισμένες στον εαυτό τους, είναι όπως οι τελευταίοι πόθοι ενός καρκινοπαθούς.

INF0

Το βιβλίο «Σακατεμένη γενιά» της Πέτρα Έλσνερ σε μετάφραση της Κατερίνας Μαυροκεφαλίδου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δελφίνι