Σέρτζιο Μπαράτο: Ζώντας στο Μιλάνο τον καιρό της καραντίνας

Το προσωπικό χρονικό μιας δύσκολης εποχής στο κέντρο της Λομβαρδίας

Το να ζεις στο Μιλάνο αυτούς τους µήνες είναι µια άσκηση αντίστασης. Αντίσταση στον φόβο, στο άγχος, στην οργή.

Ξυπνάω πολύ νωρίς το πρωί, µπαίνω στο αυτοκίνητο όταν ο ήλιος κρύβεται ακόµη πίσω από τα κτίρια. ∆ιασχίζω την όλο πιο άδεια, πιο έρηµη πόλη. Στη διαδροµή προσπαθώ να ξεχαστώ ακούγοντας λίγη µουσική. Αποφεύγω την ειδησεογραφία, αφού θα έχω όλη τη µέρα για να µε παρασύρει η συνεχής ροή ειδήσεων, αναλύσεων και συναγερµών, ο ασφυξιογόνος χείµαρρος δελτίων και διαγραµµάτων τα οποία όλοι µοιάζουν να καταλαβαίνουν εκτός από εµένα. Ακούω πράγµατα που µε καθησυχάζουν και µε πηγαίνουν µακριά, πράγµατα παλιά ή συνδεδεµένα µε περασµένες εποχές, όταν δεν είχα γένια ή το µουστάκι ήταν ακόµη µαύρο: την απολλώνια διαύγεια του δεύτερου κουιντέτου του Μάιλς Ντέιβις, το θορυβώδες θωρηκτό των Led Zeppelin, Νιλ Γιανγκ, προφανώς τους Pink Floyd.

Μπαίνω στην εταιρεία, απολυµαίνω τις παλάµες, τα δάχτυλα, βάζω τη µάσκα, κλείνοµαι στο δωµατιάκι όπου περιορίστηκα λόγω των οδηγιών για τις αποστάσεις ασφαλείας. Αν τα λάβουµε όλα υπόψη, τα αφεντικά συµπεριφέρθηκαν υπεύθυνα: έστειλαν όποιον µπορούσαν στο σπίτι να δουλέψει από µακριά. Στην έδρα µείναµε λίγοι, έχουµε περισσότερο χώρο, µερικές µάσκες, γάντια λάτεξ, λίγο αντισηπτικό τζελ. Τα υπόλοιπα είναι στα χέρια της µοίρας. Προσπαθώ να µένω µακριά από τους συναδέλφους, έστω και αν δεν είναι πάντα εύκολο. Καµιά φορά χρειάζεται να µιλήσουµε – όταν µάλιστα ο θόρυβος των µηχανηµάτων καλύπτει τις φωνές, τότε αναπόφευκτα πλησιάζουµε ο ένας τον άλλο. Ανήκοντας στη… χορεία των απειράριθµων εξαιρέσεων δεν κλείσαµε ποτέ, ούτε για µία µέρα. Ποιος ξέρει αν γι’ αυτό ο θεός τζίρος θα µας δείξει έλεος;

Μιας κι είµαι µόνος και πρέπει να εκτελώ χειρωνακτική δουλειά, έχω πολύ χρόνο για να σκεφτώ. Αυτή την περίοδο όµως οι σκέψεις τείνουν να γίνονται παρασιτικές. ∆ύσκολα ελέγχεις τη ροή τους. Υστερα από λίγο παίρνουν µελαγχολική κλίση ή εµποτίζονται µε µίσος: τι κάνουν οι πολιτικοί; Τι δεν κάνουν; Τι λένε οι βιοµήχανοι; Εχουν επίγνωση; Καταραµένοι όλοι τους. Θα πληρώσουν ακριβά, θα πληρώσουν για όλα; Οχι, φυσικά και δεν θα πληρώσουν. Και σε αυτό το σηµείο µε κυριεύει µια φρικτή αίσθηση αδυναµίας απέναντι στον ιό, απέναντι στην αποτυχία του συστήµατος, απέναντι στην ανικανότητα όποιου χρειάστηκε να αποφασίσει και δεν πέτυχε τίποτε.

Αλλιώς ξανασκέφτοµαι τους αγαπηµένους µου λόφους και τα βουνά, τα µονοπάτια εκείνου του απόµερου, παραµεληµένου τόπου στα Απέννινα που µε τα χρόνια έγινε η δεύτερη µικρή πατρίδα µου, το µοναδικό µέρος, πλην του Τιτσίνο, όπου νιώθω σαν στο σπίτι µου, και καταλήγω να αναρωτιέµαι ανήσυχος πότε θα µπορέσω να επιστρέψω στην κορυφογραµµή και να ξεχαστώ, καταϊδρωµένος, ξαναγυρνώντας έστω για λίγο σε µια κατάσταση ζωώδους, στοιχειώδους, αυστραλοπιθηκίσιας αγνότητας.

Στη γειτονιά πλανιέται µια απέραντη σιωπή που τη διακόπτει σχεδόν µόνο ο ήχος των σειρήνων. Κάθε τόσο φτάνουν ίχνη τηλεφωνικών συζητήσεων από τα ανοιχτά παράθυρα των διπλανών πολυκατοικιών

Γυρίζω στο σπίτι. Οι δρόµοι είναι πάντα έρηµοι. Καθώς ανεβαίνω τις σκάλες διατρέχω τις ειδήσεις στο smartphone και ανακαλύπτω ποιος είναι ο αποδιοποµπαίος τράγος της ηµέρας: ο µοναχικός δροµέας, ο ηλικιωµένος που ήθελε να κάνει τα ψώνια, ο ανώνυµος πολίτης που δεν έµεινε σπίτι, το παιδί που παίζει βόλεϊ στην αυλή. Ποτέ το αφεντικό, ποτέ το µέλος της δηµαρχιακής επιτροπής, ποτέ ο επιχειρηµατίας. Κάθοµαι µπροστά στον υπολογιστή. Εδώ και µερικές µέρες άρχισα να βάζω σε τάξη τα ποιήµατα που έγραψα τα προηγούµενα πέντε χρόνια. Τα είχα παρατήσει πριν από µήνες αφότου τα ξαναδιάβασα και θεώρησα ότι έχουν µια εκθαµβωτική ασχήµια και αποφάσισα τελικά να µη γράψω άλλα. Αντιθέτως τώρα τα ξανάπιασα, µε συνένοχους την καραντίνα και την τροµερή αφασία που µπλόκαρε κάθε απόπειρα να γράψω πρόζα. Στο µεταξύ δεν καλυτέρεψαν, άλλαξε όµως ο τρόπος που τα βλέπω. Τώρα νιώθω σαν εκείνους τους ερασιτέχνες ζωγράφους που κάνουν άλλη δουλειά µα µόλις βρουν µια κόγχη χρόνου, µύχια κι εντελώς προσωπική, εκφράζονται πραγµατικά όταν ζωγραφίζουν κάποια αντικειµενικά φρικτά και υποκειµενικά τέλεια «πασαλείµµατα», διότι µόνο έτσι δικαιολογείται και λυτρώνεται όλος ο χρόνος που αποµένει δικός τους.

Το να ζεις στο Μιλάνο αυτούς τους µήνες είναι επώδυνο. Μου λείπουν οι µικρές, ελάχιστα εντυπωσιακές αστικές µου συνήθειες. Εδώ και χρόνια γυρνάω σχεδόν αποκλειστικά µε τα πόδια ή µε ποδήλατο όταν έχει καλό καιρό. Είχα αναπτύξει µια ολόκληρη σειρά διαδροµών, σαν δίκτυο µονοπατιών. Μου λείπουν όλα. Οι βόλτες στη συνοικία Corvetto, οι περίπατοι ως την Chiaravalle, να φλυαρώ µες στην οµίχλη της Porta Romana. Να πηγαίνω στο Libraccio της λεωφόρου Romolo, στην Εκθεση Βιβλίου, στο Massive Music Store. Το πάρκο Βιβλιοθήκη των ∆έντρων µετά το ηλιοβασίλεµα µια οποιαδήποτε µέρα και κάτω από τη βροχή, η Loggia dei Mercanti αργά το βράδυ, η Rotonda della Besana κατά το σούρουπο. ∆εν ήµουν ποτέ λάτρης της λαµπερής ζωής, αλλά µε πονάει να σκέφτοµαι ότι η πανδηµία διέβρωσε και ξεθώριασε ανεπανόρθωτα µεγάλο µέρος εκείνης της λάµψης. Οτι δεν ήταν όλα ψεύτικα, όλα σκάρτα.

Ούτε ήταν όλα χρυσός, αυτό είναι σίγουρο. Πραγµατικά δεν είναι δυνατόν να διαβάζεις κάποια ξεπουληµένα σκουπίδια ως βαθύ στοχασµό ή λαµπρό επικήδειο. «Το Μιλάνο τιµωρήθηκε για την ύβρη του». Λες και ολόκληρο το Μιλάνο ήταν µονάχα εκείνο το αστραφτερό δέλεαρ για κορυδαλλούς της µεταβιοµηχανικής αστικής τάξης, για την οποία ακούγαµε να µας διηγούνται –λόγω επαγγέλµατος (δηµοσιογράφοι, πολιτικοί αναλυτές κ.ά.) ή από φθόνο– µε περιφρόνηση ή µαταιοδοξία. Το να λέει κανείς ότι το Μιλάνο τιµωρήθηκε για την ύβρη του είναι φτηνή ρητορεία. Είναι κοινότοπο. Είναι χαιρεκακία ευτελούς ποιότητας. Μα για ποιο Μιλάνο µιλάς, παρά για µια απλοποίηση καλή ώστε να σου πουν «µπράβο, είσαι διαβασµένος»; Η κλασική παιδεία µπορεί να κάνει χοντρές ζηµιές. Κι οι απλοποιήσεις είναι πάντα παραποιήσεις. Θα µπορούσες καλύτερα να πεις (εντούτοις κι αυτό θα ήταν κοινότοπο) ότι υπάρχουν αναρίθµητες πόλεις µέσα στην πόλη. Ή ότι οι Μιλανέζοι δεν είναι µια µονοσήµαντη κατηγορία, ότι τα αραβόφωνα αγοράκια που παίζουν στο γηπεδάκι µε το καταµαδηµένο γρασίδι στη via Ravenna πλάι στο ερείπιο του Corvaccio είναι Μιλανέζοι ακριβώς όπως οι ξενύχτηδες της via Vetere, οι απόφοιτοι του Bocconi στο social club Santeria, οι radical chic στον πολυχώρο (πρώην φάρµα) Cuccagna. Και ότι το ίδιο ισχύει για την ξεγοφιασµένη γριούλα που σέρνεται µε το καρότσι της στην αγορά της via Crema ή για τον τριαντάχρονο νεαρό από τη Σαρδηνία που δουλεύει γκαρσόνι σε κάποιο εστιατόριο-πιτσαρία στη µοδάτη πλατεία San Babila, ζει σε ενοικιαζόµενο δωµάτιο στη συνοικία Barona, µετακόµισε εδώ σχεδόν πριν από έναν χρόνο και άστραφταν τα µάτια του κάθε φορά που διέσχιζε την Chinatown της Paolo Sarpi κατά το ηλιοβασίλεµα, ανάµεσα στα φαναράκια και τις µυρωδιές των αδιάγνωστων κινεζικών φαγητών.

Πες µου λοιπόν ποιος είναι αυτός που θέλησαν να τιµωρήσουν οι θεοί σου. Ο δήµαρχος της Expo, εκείνος µε τις ριγέ πολύχρωµες κάλτσες; Οι σταρ αρχιτέκτονες; Οι superchef; Οι φιλενάδες των ποδοσφαιριστών που είναι εγκατεστηµένες στο Bosco Verticale, το «κάθετο δάσος»; Οι ράπερ µε τα Rolex; Οι influencers µε σπίτια στην υπερσύγχρονη συνοικία City Life; Μόνο αυτό είναι το Μιλάνο σου, τα Σόδοµά σου;

Το να ζεις στο Μιλάνο αυτούς τους µήνες σηµαίνει ότι πρέπει καθηµερινά να αναχαιτίζεις την αίσθηση της απελπισίας. Σηµαίνει να εξασκείς έναν διαρκή, συνειδητό περιορισµό του φόβου µην αρρωστήσεις, όχι µέσα από τελετουργικά ξόρκια αλλά µε την προσκόλληση σε ένα προσωπικό πρωτόκολλο αβέβαιης ασφάλειας. Να µην παίρνεις το ασανσέρ. Να περιορίζεις τις προµήθειες. Να µειώνεις στο ελάχιστο τα έξοδα. Να στερεώνεις µε συρραπτικό τη µάσκα όταν κόβεται το λάστιχο. Φτάνει η ώρα του δείπνου. Ζω σε ένα διαµέρισµα που έχει µόνο ένα µικρό µπαλκόνι. Αν βγουν οι γλάστρες µε τα λουλούδια και τους κάκτους, αποµένει χώρος µόλις για δύο καρέκλες. Καθόµαστε µε τη σειρά, τρώµε ένα γλυκό, φλυαρούµε. Σιγοπίνω ένα δυο ποτήρια µπέρµπον: έχω αναπτύξει ένα υπερβολικό –φοβάµαι– πάθος για εκείνα από σίκαλη.

Σιγά σιγά ο ουρανός σκουραίνει. Είναι ωραίες ανοιξιάτικες µέρες, ήπιες, φωτεινές. Στη γειτονιά πλανιέται µια απέραντη σιωπή που τη διακόπτει σχεδόν µόνο ο ήχος των σειρήνων. Κάθε τόσο φτάνουν ίχνη τηλεφωνικών συζητήσεων από τα ανοιχτά παράθυρα των διπλανών πολυκατοικιών. Προσπαθούµε να τις αποκρυπτογραφήσουµε, βγάζουµε συµπεράσµατα για το θέµα, για τον τύπο που µιλάει και για τον άλλο που ακούει… ποιος ξέρει από πού. Το προηγούµενο βράδυ κάποιος ούρλιαζε µε έντονη λοµβαρδική προφορά: «Μαρτσέλο, άκου µε, όχι, δεν είµαι τσαντισµένος, γαµώτο, µε ακούς; Μιλάω για την Golden Power, κατάλαβες; Για την Golden Power». Ηταν πολύ αστείο.

Οταν σκοτεινιάζει, η απέναντι πολυτελής πολυκατοικία φωταγωγείται. Τα κίτρινα τετράγωνα των παραθύρων αστράφτουν µέσα από τα κλαδιά των δέντρων που χρησιµεύουν ως τείχος ανάµεσα σ’ εµάς κι αυτά.

Αύριο το πρωί θα ελπίσουµε πάλι ενάντια σε καθετί προφανές, απλώς για να φτάσει το βράδυ και να απελπιστούµε µε εγκράτεια, µε τον µιλανέζικο τρόπο. 

Το κείµενο δηµοσιεύτηκε αρχικά στο «Il Primo Amore» (18/4/2020), www.ilprimoamore.com, και τη µετάφραση για το Documento έκανε η Μαρία Φραγκούλη 

Ετικέτες