Σκιά και φως στο έργο του Τσαρούχη [Ρεπορτάζ]

Μια συζήτηση με την ανιψιά του Γιάννη Τσαρούχη και πρόεδρο του Ιδρύματος, Νίκη Γρυπάρη, σχετικά με την έκθεση «Ερριμμένες σκιές» φιλοξενείται στο ίδρυμα του μεγάλου ζωγράφου στο Μαρούσι.

 

Το αρχοντικό σπίτι με τον όμορφο κήπο σε έναν ήσυχο δρόμο στο Μαρούσι ήταν ο χώρος όπου έζησε και δημιούργησε ο Γιάννης Τσαρούχης από το 1965 έως το 1989. Εκεί συνάντησα την ανιψιά του και πρόεδρο του Ιδρύματος Γιάννη Τσαρούχη, Νίκη Γρυπάρη. Με ξενάγησε στην έκθεση «Ερριμμένες σκιές» την οποία έχει επιμεληθεί (όπως άλλωστε όλες όσες πραγματοποιήθηκαν στον χώρο όταν πλέον ο ζωγράφος δεν ζούσε για να τις επιμεληθεί ο ίδιος). Η έκθεση, που θα διαρκέσει έως τις 15 Μαρτίου, περιλαμβάνει γνωστά και λιγότερο γνωστά έργα του Τσαρούχη.

Οι πίνακες δίνουν μια σφαιρική εικόνα για τη σχέση του με το φως –ειδικά με τις ερριμμένες σκιές, με τις οποίες άρχισε να ασχολείται τη δεκαετία του ’50 δουλεύοντας τη σειρά έργων με τα καφενεία– και βέβαια τη συνολικότερη θεώρησή του πάνω στη ζωγραφική: τη σύζευξη του κοσμοπολίτικου πνεύματός του με την παράδοση, τη σύνθεση δυτικών στοιχείων με αρχαιοελληνικά μοτίβα, την αγάπη του για τη λαϊκή τέχνη και τη μεταρσίωσή της.

Παρά το αστικό περιβάλλον του Πειραιά στο οποίο μεγάλωσε, ο Τσαρούχης «είχε την τύχη να έχει γονείς με ελεύθερο πνεύμα» εξηγεί η Ν. Γρυπάρη. «Σκεφτείτε στον Πειραιά το 1917-18 ένα παιδάκι να παίρνει το μεγάφωνο του θείου του, να βάζει την “Αΐντα” και να κάνει παρέλαση με τα κοριτσάκια της γειτονιάς. Το βρίσκω πολύ προοδευτικό». Οι λαϊκές συνοικίες του Πειραιά τον επηρέασαν και τον διαμόρφωσαν καλλιτεχνικά. «Εμαθα πολλά από πολλούς, όμως θα ήμουν ένα τίποτε αν δεν είχα δει μικρό παιδί το εξαίσιο φως του Πειραιώς» συνήθιζε να λέει.

Nίκη Γρυπάρη Γιάννης Τσαρούχης
H Nίκη Γρυπάρη (Φωτογραφία: EUROKINISSI)

 

Από τις «Εποχές» στο πάρκινγκ στην Καπλανών

Ο πρώτος όροφος, το μεγάλο ατελιέ του, φιλοξενεί γνωστά του έργα όπως τις «Εποχές» με μοντέλα τους Γάλλους Αλέν, Ρολάν και Ντομινίκ, τα καφενεία «Νέον» και «Μαυροκέφαλου», τον «Ναύτη στον ήλιο», τον «Αγιο Σεβαστιανό» καθώς και τα δύο ταμπλό «Ο χορός στη ζωή και στο θέατρο» και «Το κολύμπι και η εξάσκηση στο σχέδιο» –προορίζονταν για το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι–, τα οποία ξεκίνησε το 1966 και τελείωσε το 1968 ύστερα από πολλές περιπέτειες στο Παρίσι αλλά τελικά παρέμειναν στη συλλογή του Τσαρούχη. Στην κορυφή του σπιτιού βρίσκεται το υπέροχο δώμα με τους δύο φεγγίτες του, μέρος στο οποίο ο Τσαρούχης φιλοτέχνησε πολλά από τα γνωστά έργα του όπου φωτογράφιζε τα μοντέλα του υπό φυσικό φως.

Η πρώτη μεγάλη έκθεση του Γιάννη Τσαρούχη στην Αμερική

Οι λουσμένοι με φως «Ανθρωποι με φτερά πεταλούδας» εκτίθενται εδώ, όπως και τα πορτρέτα με μοντέλο τον Ηπειρώτη εργάτη, έναν από αυτούς που έχτισαν το σπίτι του ζωγράφου στο Μαρούσι. Τα μοντέλα του Τσαρούχη ήταν κυρίως άνθρωποι καθημερινοί, απλοί, λαϊκοί, όμως είχε την ικανότητα να τους ανάγει σε ιδεατές μορφές. Η κ. Γρυπάρη σε ηλικία 21 χρόνων είχε ποζάρει από κοινού με τον Ντομινίκ για τον πίνακα «Το γράμμα». «Η διαδικασία τού να ποζάρεις για τον Τσαρούχη ήταν διασκεδαστική. Σου έλεγε ιστορίες αλλά μετά σοβάρευε: “Πάψε να γελάς τώρα, κάνω το πρόσωπό σου”» θυμάται. Και για τον όμορφο Ντομινίκ: «Ηταν σίγουρα εμφανίσιμος αλλά αυτό που βλέπετε στον πίνακα ήταν κάτι το μαγικό που κατάφερνε να βγάζει από τα μοντέλα του. Μάλιστα ήταν αυστηρός και πίστευε ότι όσο πιο όμορφο ήταν το μοντέλο τόσο πιο πολύ έπρεπε να προσέχει να μη βγει γλυκανάλατο».

Η ζωγράφος Μαρία Φιλοπούλου στο Docville: Εμπειρία αυτογνωσίας με το νερό κυρίαρχο

Εκτός από τις προσωπογραφίες και τα τοπία τα οποία εκτίθενται στην έκθεση, σημαντική θέση έχουν και οι σκηνογραφίες του. «Πιστεύω ότι αυτό το οποίο τον βοήθησε, εκτός από τις μελέτες του, είναι το θέατρο, μιας και παρατηρούσε πώς έπεφτε το φως πάνω στους ηθοποιούς στη σκηνή. Οταν σκηνοθέτησε τις “Τρωάδες” του Ευριπίδη το 1977 στο υπαίθριο πάρκινγκ της οδού Καπλανών όλος ο φωτισμός γινόταν από δύο ανάποδους κουβάδες πάνω από τη σκηνή. Μάλιστα οι κουβάδες αυτοί σήμερα φωτίζουν τον κήπο του σπιτιού» λέει η κ. Γρυπάρη. Στη «Φαίδρα» του Γιάννη Ρίτσου (1987), σε σκηνοθεσία Δημήτρη Κωτσή, κατάφερε να κάνει το φως όλης της μέρας που μπαίνει από δύο παράθυρα αριστερά μόνο με μία σειρά από λαμπτήρες πυράκτωσης. Από το κείμενο στο πρόγραμμα της παράστασης προέρχεται και ο τίτλος της έκθεσης: «…τόσα χρόνια έχω μάθει ότι το φως πρέπει να έρχεται και στους πίνακες και στη σκηνογραφία από αριστερά για να πέφτει η σκιά του χεριού στο χαρτί απ’ τη μεριά που δεν έχει γίνει ακόμη τίποτε και να μην εμποδίζει έτσι το προχώρημα της εικόνας. Με τέτοια μικροπράγματα, όπως θα έλεγαν μερικοί ικανότατοι ζωγράφοι, η εικόνα γίνεται παράξενα γοητευτική. Η ερριμμένη σκιά που ξεκινά απ’ το σαγόνι της Υπεραγίας Θεοτόκου φτάνει έως τα εδάφη αυτωνών που πιστεύουν στη γοητεία».

Αναφορικά δε με τη σχέση που διατηρούσε η Νίκη Γρυπάρη με τον Γιάννη Τσαρούχη, η ίδια αναφέρει: «Δεν είχαμε την κλασική σχέση θείου – ανιψιάς, αλλά σχέση φιλίας και εμπιστοσύνης. Ημουν δίπλα του από μικρή και μετέπειτα πήγα και τον βρήκα στο Παρίσι. Προσωπικά φοίτησα στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού ενώ εκείνος ήταν εναντίον των διπλωμάτων. Η αλήθεια είναι ότι πολύ περισσότερα έμαθα δουλεύοντας μαζί του».

Το ίδρυμα και η σχέση του με το κοινό

Το Ιδρυμα Γιάννη Τσαρούχη δημιουργήθηκε από τον ίδιο το 1981, στο οποίο προήδρευε μέχρι τον θάνατό του το 1989. «Εκανα ένα μουσείο σκεπτόμενος ότι ποτέ κανένα μουσείο δεν θα εκθέσει αξιοπρεπώς και πρεπόντως τα έργα μου, ίσως και καθόλου». Είχε την πεποίθηση ότι το έργο του δεν αναγνωριζόταν; «Λίγοι το εκτιμούσαν, είναι η αλήθεια. Εάν άλλαζε κάτι στο ύφος του, άρχιζαν τα σχόλια ότι παλιά ήταν καλύτερη η ζωγραφική του και πλέον κάνει βλακείες» λέει η κ. Γρυπάρη. Το 2012 το σπίτι πλημμύρισε λόγω βροχών και όλα τα έργα και τα αντικείμενα μεταφέρθηκαν στις αποθήκες του Μουσείου Μπενάκη. Το 2017 ο Ανταμ Σίμτσικ με την documenta 14 συγκέντρωσε τους απαραίτητους πόρους προκειμένου να γίνει και πάλι ο χώρος επισκέψιμος, φτιάχνοντας εξωτερικά το κτίριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η συλλογή του ιδρύματος περιλαμβάνει 5.000 έργα (πίνακες, σκίτσα, σκηνικά, σπουδές) που για σημαντικούς πρακτικούς λόγους (φύλαξης και απαιτούμενων επισκευών του κτιρίου στο Μαρούσι) φιλοξενούνται ακόμη στην οδό Πειραιώς. Η έκθεση «Ερριμμένες σκιές» είναι η πρώτη με πρωτότυπα έργα μετά το 2012.

Διαβάστε επίσης: Τα «Ωραία του Πέραν» στο Κέντρο Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος

Η Βάσω Τζούτη, υπεύθυνη εκπαιδευτικών προγραμμάτων του Ιδρύματος Τσαρούχη, μου μίλησε για την ανάγκη ανοίγματος του φορέα προς το ευρύ κοινό. «Θα θέλαμε να πραγματοποιούμε πιο ανοιχτές εκδηλώσεις. Να απευθυνθούμε και σε άλλους καλλιτέχνες, να φιλοξενούμε ημερίδες σχετικά με τη σύγχρονη εκπαίδευση, τις προβληματικές παιδιών και εφήβων. Είναι άμεσος στόχος μας να ανθίσει το μουσείο, να αρχίσει να συνομιλεί με τον κόσμο. Το αξίζει γιατί είναι ένας χώρος με πολύ όμορφη και δυνατή ενέργεια».

Μουσείο ανοιχτό στα παιδιά

Τα εκπαιδευτικά προγράμματα απευθύνονται σε σχολικές ομάδες μαθητών ηλικίας νηπιαγωγείου μέχρι και λυκείου. Ταυτόχρονα με κάθε έκθεση πραγματοποιούνται και μεμονωμένα εργαστήρια τα Σαββατοκύριακα. Τα εργαστήρια που οργανώνει η Βάσω Τζούτη είναι πάντα βιωματικά. «Δεν μου αρέσει να μιλάω ασταμάτητα, ξέρω ότι δεν είναι αυτό που θέλουν τα παιδιά. Εχουμε εφήβους που έρχονται βαριεστημένοι με τα χέρια στις τσέπες και φεύγουν ενθουσιασμένοι. Εμείς τους εγείρουμε ερωτήματα ώστε να δώσουν οι ίδιοι τις απαντήσεις».

Στην έκθεση «Ερριμμένες σκιές» τα παιδιά παίζουν με το φως και τη σκιά μέσα από θεατρικά παιχνίδια και αναπαριστούν σωματικά τα έργα του Τσαρούχη. «Βγαίνουμε στην αυλή και ζωγραφίζουμε σε χαρτί του μέτρου που είναι το πιο ευτελές και συχνά χρησιμοποιούσε ο Τσαρούχης ακόμη και για κορυφαία έργα. Δεν τον ένοιαζε να ζωγραφίσει σε καμβά για το τελειωτικό του έργο. Ηταν αυτή η σχέση που είχε ο Τσαρούχης με την τέχνη. Δεν ήταν ελιτιστής».

INFΟ

Κάθε Παρασκευή (από τις 10/1) πραγματοποιείται ξενάγηση στο πλαίσιο της έκθεσης με επιπλέον επιβάρυνση €3 στο εισιτήριο

 

*Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Documento