Τα «μυστικά» σκανδιναβικά αριστουργήματα του Netflix σύμφωνα με τον Μισέλ Δημόπουλο

Ο Μισέλ Δημόπουλος, θεωρητικός κινηματογράφου και καλλιτεχνικός διευθυντής για αρκετά χρόνια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ανακάλυψε κάποια φιλμ βορειοευρωπαίων σκηνοθετών που είναι «θαμμένα» στο Netflix κι αξίζουν σίγουρα την προσοχή μας.

Η ανόθευτη αγάπη για το σινεμά και κυρίως το κριτικό ένστικτο του σινεφίλ Μισέλ Δημόπουλου είναι αδιαμφισβήτητα. Δεν μπορούσαμε λοιπόν παρά να ρουφήξουμε το απολαυστικό κείμενο του που ανήρτησε στη σελίδα του στο Facebook και να την μοιραστούμε μαζί σας.

Ανακαλύψεις ενός σινεφίλ στο πηγάδι του Netflix

Ψαχουλεύοντας με ζήλο και επιμονή στα άδυτα υπόγεια του κολοσσού Netflix όλο και κάτι μπορεί κανείς τελικά να ξετρυπώσει αρκεί να μην παρασύρεται (ή να ξεγελιέται), στην πορεία, από τον πληθωρισμό διαφημιστικών ταμπελών σειρών και ταινιών (πάντα ίδιες) και κυρίως να τρέφει μια αδυναμία, μια περιέργεια προς τις κρυφές πτυχές της Ιστορίας του σινεμά (και την παραγωγή μικρότερων χωρών) που μάλλον δεν πρόκειται να ξαναδεί ποτέ και πουθενά στη χώρα μας.

Δηλαδή πρέπει να είναι κάπως σινεφίλ και μάλιστα χαλκέντερος και να μην παθαίνει πανικό μπροστά σε βουβές και ασπρόμαυρες ταινίες. Έτσι λοιπόν ανίχνευσα τις τελευταίες μέρες μέρος της Σουηδικής σοδειάς (διασχίζει διαχρονικά τον 20ον αιώνα μέχρι τη δεκαετία του ‘70) που προσφέρει διακριτικά αλλά απλόχερα ο γίγας του στρίμινγκ (όπως και ένα διόλου ευκαταφρόνητο αφιέρωμα στον αδιαφιλονίκητο μέτρ του Αιγυπτιακού σινεμά, τον Γιουσέφ Σαχίν).

Δεν θα επανέλθω ιδιαίτερα στους δυο κολοσσούς πιονιέρους , τον Βίκτορ Σιέστρεμ (Sjöström, 1879-1960) και τον Μόριτς Στίλερ (Stiller, 1885 – 1928) που σημάδεψαν τη Χρυσή εποχή του βωβού κινηματογράφου όχι μόνο της Σουηδίας αλλά και παγκοσμίως.

Έχουμε αναφερθεί σε παλιότερα ποστ (κυρίως η φίλη Μαρία Γαβαλά) στα αριστουργήματά τους διεξοδικά («Ο θησαυρός του Άρνε»/1919, και «Εροτικόν»/1920, του Στίλερ και «Ingeborg Holm”/1913 και «Terje Vigen»/1916, του Βίκτωρ Σγιέστρεμ από το ομώνυμο ποιητικό έπος του Ίμπσεν). Πρέπει επίσης να τονίσω ότι το υλικό που προσφέρει το Νετφλιξ έχει αποκατασταθεί πρόσφατα ψηφιακά και είναι σε άριστη κατάσταση.

Καθώς απουσιάζουν από το πακέτο όλες οι ταινίες του Μπέργκμαν που ομολογουμένως πιάνουν πολύ τόπο, θα αναφερθώ σε μερικά σπάνια μαργαριτάρια ή και αξιοπερίεργα προϊόντα στα οποία αξίζει κανείς να ρίξει σοβαρή ματιά, υπάρχει ακόμα χρόνος πριν το ενδεχόμενο μεγάλο άνοιγμα από το lockdown.

Η τολμηρή ηθοποιός και σκηνοθέτιδα Μάι Ζέτερλινγκ (1925-1994) κατέφυγε το 1968 σ’ ένα έξοχο μπεργκμανικό κάστ (Μπίμπι και Χάριετ Άντερσον, Γκούνελ Λίντμπλουμ) για να δώσει μια μοντέρνα κι ελεύθερη απόδοση της «Λυσιστράτη» στη ταινία «Κορίτσια»(«Flickovna) , συνεχίζοντας τη φεμινιστική γραμμή που είχε εγκαινιάσει το 64 με τα «Αγαπημένα ζευγάρια».

Οι 3 πρωταγωνίστριες ντοπαρισμένες από τα πρόσωπα του Αριστοφάνη που ενσαρκώνουν σε μια περιοδεία εξεγείρονται η κάθε μια με το τρόπο της, μεταξύ σοβαρού και αστείου και μέσα σε μια χαοτική ατμόσφαιρα έξω καρδιά, κατά την ανδροκρατούμενη κοινωνία όπως εκφράζεται στο στενό τους περιβάλλον. Διορατική προπομπός του #metoo στη Σουηδία του 60 η Ζέτερλινγκ.

Από τον σπουδαίο κάποτε (αλλά ξεχασμένο σήμερα εκτός συνόρων) Μπο Βίντερμπεργκ (1930 – 1997) κρατώ το «Έρωτας 65». Μια ταινία φόρος τιμής στον Γκοντάρ και στη γαλλική Νουβέλ Βαγκ στο ξεκίνημα της, με ήρωα έναν κλώνο του σκηνοθέτη σε δημιουργική κρίση και ερωτική αναστάτωση. Κατακερματισμένη, με την αφήγηση να ρέει σε ελεύθερη τροχιά, δεν μας φωτίζει ιδιαίτερα για τον έρωτα στην δεκαετία του ’60 σε αστικό-καλλιτεχνικό περιβάλλον, είναι όμως βαθιά ποτισμένη με τα βασανιστικά ερωτήματα περί καλλιτεχνικής δημιουργίας και σινεμά d’auteur που κυριαρχούσαν τότε την εποχή της αποδόμησης.

Επιστροφή στο βουβό με την έξοχή «Χήρα του πάστορα» (1921) του τεράστιου Ντράγιερ, γυρισμένη στα νορβηγικά φιόρντ (στο 17ου αιώνα). Μια ιδιαίτερη κωμωδία με στιγμές μπουρλέσκ (σπάνιο είδος για τον Δανό) σε εικόνες λιτές φτιαγμένες με την εικαστική τέχνη των Ολλανδών ζωγράφων. Ασυνήθιστο θέμα και ύφος που φαίνεται ότι τα διασκέδασε ο Ντράγιερ «η χαρά σε αυστηρό φόντο» έλεγε. Σπουδαία αποκατάσταση και ευκρίνεια της εικόνας.

Επισημαίνω επίσης την βερσιόν του «Λόγου» του Μουνκ γυρισμένη το 1943 από τον βετεράνο Γκούσταβ Μολάντερ, σαφώς κατώτερη του αριστουργήματος του Ντράγιερ αλλά με την ωραία ερμηνεία του Σιέστρεμ (πέρα από δημιουργός και θαυμάσιος πρωταγωνιστής, τελευταίος του ρόλος οι «Άγριες φράουλες» του Μπέργκμαν).

Η επαναστατική βίαιη χειρονομία ως βαριά ψυχιατρική δυσλειτουργία είναι το αναπάντεχο θέμα της αξιοπερίεργης «Επίθεσης» (Assault, 1969). Αυθόρμητο ύφος, χιούμορ και κοινωνική ματιά. Και ένας υπέροχος θερμοκέφαλος πρωταγωνιστής.

Δεν εντόπισα καμιά από τις ταινίες του Μολάντερ (1888–1973) με την πολύ νεαρή Ίνγκριντ Μπέργκμαν πριν κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ. Όσο για τον σκηνοθέτη του βραβευμένου «στρινμπεργκικού» «Δεσποινίς Τζούλια» (1951, που όμως δεν θα βρείτε στο Netflix) Αλφ Σγιέμπεργκ (1903-1980), ξεχώρισα την πρώτη του («Ο πιο δυνατός», Den starkaste, 1929) κυρίως για τις καταπληκτικές α λα Φλάερτι λήψεις του Άξελ Λίντμπλόμ στο κυνήγι της φώκιας στον Αρκτικό Κύκλο. Και μια δεύτερη το «Μόνο μια μάνα» (Bara en mor, 1949) χάρη στην πολύ δυνατή ερμηνεία της Εύα Ντάλμπεκ (υπήρξε πρωταγωνίστρια πολλών μπεργκμανικών ηρωίδων).

Μπορείτε τέλος να δείτε από περιέργεια την αμφιλεγόμενη πρώτη ταινία που η Αμερικανίδα διανοούμενη και συγγραφέας Σούζαν Σόνταγκ γύρισε στη Σουηδία με σουηδούς ηθοποιούς, το ψυχοσεξουαλικό «Ντουέτο για κανίβαλους»(1971), καθαρόαιμη ταινία-auteur που, όπως αποφάνθηκε η ίδια η Σόνταγκ δεν αξίζει τόσο σαν ταινία όσο σαν «ταινία της Σούζαν Σόνταγκ».

Ετικέτες