Θεατρικά και κριτικά: Το θέμα είναι η εξουσία στην οικογένεια [«Girls and boys», Θέατρο 104]

(© Πάτροκλος Σκαφίδας)

Η Άννα-Μαρία Στεφαδούρου στην πρώτη της σκηνοθετική δουλειά, «Girls and boys» του Nτένις Κέλι, στο Θέατρο 104.

Η ιδιαιτερότητα του «Girls and boys» του Ντένις Κέλι είναι ότι τίποτε δεν σε προϊδεάζει για τη γραµµή του δραµατουργικού τερµατισµού του και πόσο µακριά τη χαράσσει ο Αγγλος συγγραφέας σε αυτό τον µονόλογό του που παρουσιάζεται στο Θέατρο 104.

Ενας τίτλος απατηλός ως προς τις προθέσεις, µε µια ανάλαφρη γενίκευση που τη λες και χαριτωµένη και µια εξίσου ανάλαφρη εισαγωγή µε χαρακτήρα µιας ενθουσιασµένης εφηβικής πολυλογίας είναι η πρώτη εικόνα που αποσπά ο θεατής. Η ιστορία όµως πάει αλλού και πολύ µακρύτερα. Το έργο ξεστρατίζει από τους δρόµους της διασκεδαστικής κοµεντί που δεν έχει πρόθεση να ενοχλήσει κανέναν και τίποτε και βήµα βήµα αρχίζει να γίνεται επικίνδυνο. Επικίνδυνο για τις πατριαρχικές σχέσεις εξουσίας που χαρακτηρίζουν το βασικότερο κύτταρο της κοινωνίας, την οικογένεια, επικίνδυνο για τα κοινωνικά στερεότυπα, τα εγκατεστηµένα πρότυπα για τους ρόλους των δύο φύλων, επικίνδυνο για την ελέω «αγάπης» κτητικότητα, επικίνδυνο για τους ανθρώπινους δεσµούς και τις σχέσεις που περιχαρακώνονται από επιβεβληµένα κοινωνικά καλούπια.

(© Πάτροκλος Σκαφίδας)

Σε αυτήν τη «µοχθηρή» συγγραφική γραµµή του Αγγλου δραµατουργού, όπου όλα είναι καλυµµένα πίσω από µικρές ιστορίες-σκηνές οικογενειακής ευτυχίας µέχρι να φτάσουµε στη φρικώδη κατάληξή της, η Αννα-Μαρία Στεφαδούρου επένδυσε εύστοχα στην αµεσότητα του λόγου και του χαρακτήρα για να καθοδηγήσει τη ∆ώρα Παρδάλη στις µεγάλες συναισθηµατικές διακυµάνσεις που απαιτεί ο ρόλος. Ενας ρόλος που περνάει ανεπαίσθητα (κατά οµολογία της ηρωίδας αφενός, αλλά τελικά σε πλήρη σύνταξη µε το ίδιο το απροσδόκητο της ζωής) από την ανεµελιά στην οδύνη. Μεταφράζει το κείµενο προσδίδοντάς του την ελευθεριότητα και τη γλωσσική αναίδεια του σύγχρονου καθηµερινού ελληνικού λόγου και τοποθετεί µε απλότητα την ηθοποιό στη σκηνή. Η σκηνοθετική γραµµή της δεν επενδύει ούτε στοχεύει στο θυµικό και στη συγκίνηση. Με την άρνηση της σκηνικής εικονοποίησης του λόγου δηλώνει ότι εκείνο που την αφορά είναι η καταβύθιση στις αιτίες και στους λόγους που οδήγησαν σε αυτό το τέλµα τα γεγονότα, παρά τα ίδια καθαυτά τα γεγονότα.

Η ∆ώρα Παρδάλη προσεγγίζει το κοινό σωµατικά και ερµηνευτικά, ακουµπά στα σκαλοπάτια της κερκίδας παραβιάζοντας τα σύνορα ηθοποιού – θεατή, αφήνει πίσω της την καλυµµένη από θαµπά σεντόνια οικογενειακή εστία (ελάχιστες φορές θα τη δούµε να έρχεται σε επαφή µε τη σκηνική σκευή της Ηλέκτρας Σταµπούλου). Απαλλάσσει την ερµηνεία της από επιτηδευµένη θεατρικότητα (συµβάλλει καθοριστικά σε αυτό το ρούχο της Βασιλικής Σύρµα), ενώ κοιτά τον ρόλο της κατάµατα, συνοµιλώντας µαζί του. Ετσι πετυχαίνει κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον: από τη µια να αποδυναµώσει τη φλυαρία ενός κειµένου που θέλει να τα πει όλα µες στον θεατρικό χρόνο και, το σηµαντικότερο, να µην υπερβεί τα δυσδιάκριτα όρια που χωρίζουν την υψηλή συγκίνηση από τον µελοδραµατισµό.