Τι λέει το Σύνταγμα για την ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων

Πολύ φασαρία κάνουν η ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ με αφορμή τη λήξη της θητείας (στις 30 Ιουνίου) του προέδρου του Αρείου Πάγου, του εισαγγελέα και των αντιεισαγγελέων.

Μάλιστα η ΝΔ μιλά για προσπάθεια χειραγώγησης της Δικαιοσύνης λίγες ημέρες πριν τις εθνικές εκλογές. Επιχείρημα που θα μπορούσε να αντιστρέψει κανείς απευθύνοντάς της τη μομφή ότι θέλει εκείνη να διορίσει τους ανώτατους δικαστικούς για λόγους που εκείνη γνωρίζει. Γι αυτό και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει το Σύνταγμα. Ας δούμε λοιπόν τι προβλέπει ο νομοθέτης, τι ισχύει, τι είναι νόμιμο και τι παράνομο.

Το Σύνταγμα λέει, στο άρθρο 90, ότι οι δικαστές που θα προαχθούν στις ηγετικές θέσεις των ανώτατων δικαστηρίων επιλέγονται από το υπουργικό συμβούλιο και η προαγωγή τους γίνεται με προεδρικό διάταγμα. Στη διάταξη δεν αναφέρεται τίποτε άλλο για τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί. Κλείνει όμως με μια σημαντική φράση: πως όλα αυτά γίνονται «όπως νόμος ορίζει». Με απλά Ελληνικά, το Σύνταγμα ορίζει τα όργανα που συμπράττουν, όπως το υπουργικό συμβούλιο και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και για τη διαδικασία παραπέμπει στο νόμο.

Ο εν λόγω νόμος είναι ο Κώδικας Οργάνωσης Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, και συγκεκριμένα το άρθρο 49 όπως ισχύει από το 2010 με το νόμο Καστανίδη (ν. 3841/2010). Συγκεκριμένα προβλέπεται μια σύνθετη διαδικασία που εκκινεί από την εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την προεπιλογή ορισμένου αριθμού δικαστικών για κάθε θέση, τη γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής και, τέλος, νέα εισήγηση και νέα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την οριστική επιλογή στην κάθε θέση.

Ο νόμος λέει επίσης ότι ο Υπουργός κινεί τις διαδικασίες «το αργότερο ως το τέλος Απριλίου» και ότι η Διάσκεψη των Προέδρων δίνει τη γνώμη της «μέσα σε δύο μήνες» δηλαδή τέλη Ιουνίου. Ο νομοθέτης θέλει, επομένως, να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία πριν τις 30 Ιουνίου που κενώνονται οι θέσεις. Εν προκειμένω, ο Υπουργός κίνησε τη διαδικασία στις 3 Μαΐου, με ελάχιστη καθυστέρηση λόγω των αργιών του Πάσχα. Μέσα στο Μάιο, εμπροθέσμως, η Διάσκεψη των Προέδρων έδωσε τη γνώμη της. Για την ολοκλήρωση της διαδικασίας μένει μόνο η τελική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου μετά από εισήγηση του Υπουργού. Ας δούμε όμως αν μπορεί να ληφθεί τώρα αυτή η απόφαση και αν η προαναγγελία των επικείμενων εκλογών επηρεάζει τη διαδικασία.

Στις προθεσμίες που θέτει ο νόμος, αποτυπώνεται η βούληση του νομοθέτη να ολοκληρωθούν έγκαιρα οι διαδικασίες, ώστε να μη μείνει ακέφαλη η ηγεσία της Δικαιοσύνης μετά τις 30 Ιουνίου.

Επίσης, ρήτρα που περιέχεται στο νόμο λέει επί λέξει: «Η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων μπορεί να παραλειφθεί, αν δεν είναι δυνατή η σύγκλησή της λόγω διάλυσης της Βουλής ή για οποιονδήποτε άλλο νόμιμο λόγο». Συνεπώς, ο νομοθέτης αποδέχεται το ενδεχόμενο να κινηθεί ή να συνεχιστεί η διαδικασία ακόμα και μετά τη διάλυση της Βουλής και, άρα, κατά μείζονα λόγο, μετά την απλή προαναγγελία εκλογών – πολλώ δε μάλλον όταν έχει ήδη δοθεί η γνώμη της Διάσκεψης των Προέδρων.

Όταν ψηφίστηκε ο νόμος Καστανίδη αρκετοί εξέφρασαν αμφιβολίες για το αν είναι επιτρεπτή η παρεμβολή της Διάσκεψης των Προέδρων στη συνταγματική διαδικασία. Κανείς όμως δεν αμφισβήτησε τη συνταγματικότητα της ρήτρας ότι η επιλογή μπορεί να γίνει ακόμα και μετά τη διάλυση της Βουλής. Και ούτε διατυπώθηκε οποιαδήποτε τέτοια αμφισβήτηση στα εννιά χρόνια εφαρμογής του νόμου.

Σύμφωνα με το νόμο, επομένως, η διαδικασία επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης δεν διακόπτεται με την προκήρυξη εκλογών ούτε, κατά μείζονα λόγο, με την απλή προαναγγελία τους.

Με λίγα λόγια, η ΝΔ ξεκίνησε να βάζει ένα θέμα ξαφνικά την επομένη των εκλογών, χωρίς να γνωρίζει καν τι θα πράξει η κυβέρνηση αλλά γνωρίζοντας ότι συνταγματικά όχι μόνο μπορεί αλλά οφείλει να προχωρήσει στην τοποθέτηση των δικαστών. Το πραγματικό όμως ερώτημα είναι τι ακριβώς φοβάται και δε θέλει επ’ ουδενί μία τέτοια εξέλιξη επιδιώκοντας εμφανώς τη χειραγώγηση της Δικαιοσύνης…