Το «new deal» του Μπάιντεν

Τα θηριώδη κονδύλια ανάκαμψης που ενεργοποιεί ο Aμερικανός πρόεδρος θυμίζουν το «πακέτο» Ρούσβελτ το 1933.

Εκμεταλλευόμενη τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει στην παγκόσμια οικονομία, η Αμερική του Τζο Μπάιντεν θέλει να ξαναπαίξει τον ρόλο του ηγέτη της Δύσης. Προς αυτό τον στόχο κινούνται τα φιλόδοξα οικονομικά σχέδια στήριξης της οικονομίας, ύψους σχεδόν 4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και ανοικοδόμησης των φθαρμένων υποδομών.

Οι επικριτικές φωνές που ακούγονται, όχι μόνο από τους Ρεπουμπλικάνους αλλά και τους μετριοπαθείς Δημοκρατικούς, φαίνονται ανήσυχες για τις ενδεχόμενες πληθωριστικές πιέσεις και τη διόγκωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. Δικλίδα ασφαλείας για την ασφαλή επέκταση της αμερικανικής οικονομίας όμως αποτελεί το γεγονός ότι οι ΗΠΑ μπορούν να εκδίδουν το δικό τους νόμισμα και ότι το νόμισμα αυτό αποτελεί παγκόσμιο αποθεματικό για αμέτρητες χώρες.

Σε πλήρη αντίθεση βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία όχι μόνο δεν ξοδεύει ανάλογα με τον αμερικανό εταίρο της αλλά βρίσκεται πιο διχασμένη από ποτέ, με τους εμβολιασμούς να κινούνται σε ρυθμούς χελώνας και το πανδημικό κύμα να σαρώνει. Ο Εμανουέλ Μακρόν, ένας εκ των θερμότερων υποστηρικτών της ευρωπαϊκής ιδέας, αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι οι συγκρίσεις είναι τραγικές για την Ευρώπη. «Η δύναμη της αμερικανικής απάντησης και του σχεδίου Μπάιντεν μας θέτει ενώπιον ιστορικών ευθυνών. Υστερα από το δεύτερο και το τρίτο κύμα της πανδημίας, είμαστε υποχρεωμένοι να πάρουμε συμπληρωματικά μέτρα… Είμαστε πολύ αργοί, πολύ μπερδεμένοι, πολύ στριμωγμένοι από τις γραφειοκρατίες μας».

Ο νεοφιλελευθερισμός κατέστρεψε την υγεία

Μεγάλη μερίδα των Αμερικανών πολιτών δεν έχει πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη. Σχεδόν 30 εκατομμύρια άνθρωποι στις ΗΠΑ δεν έχουν καμία ασφάλιση υγείας και άλλα 27 εκατομμύρια έχουν εξαιρετικά ανεπαρκή ασφαλιστική κάλυψη. Οι περισσότερες υγειονομικές υπηρεσίες είναι ιδιωτικές, υπόκεινται στην εμπορευματοποίηση της υγειονομικής περίθαλψης, η οποία επεκτάθηκε περαιτέρω σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία. Στην πραγματικότητα, λόγω του αδύναμου δημόσιου τομέα της χώρας οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πριν από την πανδημία μία από τις χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) με τον χαμηλότερο αριθμό νοσοκομειακών κλινών ανά 1.000 κατοίκους.

Ο νεοφιλελευθερισμός όμως πλήττει κυρίως τους αδύναμους. Το επίπεδο κοινωνικής προστασίας για τις λαϊκές τάξεις είναι εξαιρετικά χαμηλό. Η ποιότητα ζωής των εργαζομένων έχει μειωθεί σημαντικά ως συνέπεια της αύξησης της επισφάλειας και της ανάγκης να εργαστούν σε πολλές θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Brookings Institution, το 44% των εργαζομένων στις Ηνωμένες Πολιτείες (περισσότεροι από 53 εκατομμύρια) έχουν χαμηλούς μισθούς, με τον μέσο μισθό να είναι μικρότερος από 18.000 δολάρια ανά έτος. Ως εκ τούτου, η έκθεση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «σχεδόν οι μισοί εργαζόμενοι στις ΗΠΑ ζουν με μισθούς που δεν επαρκούν για την παροχή οικονομικής ασφάλειας». Επίσης, η μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων δεν έχει άδεια ασθενείας, πράγμα που σημαίνει ότι αναγκάζονται να δουλεύουν ακόμη κι όταν ασθενούν, αφού δεν λαμβάνουν κανένα εισόδημα ή οικονομική βοήθεια.

Μπάιντεν, ο μεγάλος μεταρρυθμιστής;

Σε όλη του την πολιτική καριέρα ο Τζο Μπάιντεν ήταν πιστός οπαδός του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Ηταν και είναι μέλος μιας νεοφιλελεύθερης κάστας στην Ουάσινγκτον που προώθησε για χρόνια την οικονομική παγκοσμιοποίηση και, όπως οι πολιτικές ελίτ σε πολλές χώρες, ενστερνίστηκε τις αρχές του ελεύθερου εμπορίου και της δημοσιονομικής υπευθυνότητας. Παρόλο που συχνά κάνει επίκληση στις αμερικανικές αξίες του μπλε κολάρου, ο Μπάιντεν ήταν βασικός φορέας μιας πιο κεντρώας πολιτικής «τρίτου δρόμου», που συμμαχεί με τη Wall Street. Ως αντιπρόεδρος του Ομπάμα υποστήριξε μια ανεπαρκή ανάκαμψη –μετά τη χρηματοοικονομική κρίση– και ενίσχυσε τα πλούσια και εταιρικά συμφέροντα έναντι εκείνων της πλειονότητας των Αμερικανών.

Ομως στους πρώτους μήνες της προεδρίας του ο Μπάιντεν δείχνει ένα διαφορετικό πρόσωπο. Αφού το Κογκρέσο πέρασε το τεράστιο πακέτο στήριξης 1,9 τρισεκατομμυρίου δολαρίων, ο Μπάιντεν εισήγαγε ένα ακόμη πιο φιλόδοξο νομοθετικό σχέδιο για την αναμόρφωση των υποδομών της χώρας: τη δημιουργία εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας και την καλύτερη ευθυγράμμιση της οικονομίας με τις επιταγές της κλιματικής αλλαγής.

«Θα δημιουργήσει την ισχυρότερη, πιο ανθεκτική, καινοτόμο οικονομία στον κόσμο» δήλωσε ο νέος Αμερικανός πρόεδρος για την προτεινόμενη νομοθεσία του την προηγούμενη Τετάρτη. Ο ίδιος δεν κρύβει ότι προσδοκά να ενδυθεί τον μανδύα των μεγάλων δημοκρατικών μεταρρυθμιστών, συγκρίνοντας τις παρεμβάσεις του με εκείνες του Φραγκλίνου Ρούσβελτ και του Λίντον Τζόνσον. Πέρα όμως από την προσωπική φιλοδοξία του, οι κινήσεις του σηματοδοτούν μια αναθεώρηση στην πολιτική σκέψη που υπέφωσκε τα χρόνια του Τραμπ και πήρε συμπαγή μορφή την εποχή της πανδημίας. Η κρίση απέδειξε ότι και οι ακραιφνώς νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις πρέπει να ενισχύσουν το δίχτυ ασφαλείας των πολιτών και να εγκαταλείψουν τους φόβους για ελλείμματα και την εδραιωμένη προτίμηση στη λιτότητα.

Αλλαγή πλεύσης και από το ΔΝΤ

Ενδεικτικό της αλλαγής που συντελείται στην οικονομική σκέψη είναι το editorial που γράφτηκε πέρυσι στη ναυαρχίδα του νεοφιλελευθερισμού, τους «Financial Times», το οποίο ανέφερε ότι «ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις –που θα αντιστρέψουν την κυρίαρχη πολιτική κατεύθυνση των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών– θα πρέπει να τεθούν στο τραπέζι». Ενα από τα οχυρά του νεοφιλελευθερισμού, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα μια έκθεση στην οποία καλεί τις αναπτυγμένες οικονομίες να χρησιμοποιήσουν περισσότερο την κλιμακωτή φορολογία εισοδήματος, τους φόρους κληρονομιάς και μεγάλης ιδιοκτησίας καθώς και τους φόρους στα «περισσευούμενα» εταιρικά κέρδη έτσι ώστε να μειωθούν οι ανισότητες που προκάλεσε η πανδημική κρίση.

Ετικέτες