Βράζει ο δικαστικός κόσμος κατά Τσιάρα

Δικαστικοί λειτουργοί, δικηγορικοί σύλλογοι και δικαστικοί υπάλληλοι αντιδρούν έντονα στις νέες διατάξεις του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, στο νέο πλαίσιο ποινών για αδικήματα του άρθρου 187 του ΠΚ, καθώς και στον «δικαστικό Καλλικράτη» που θα οδηγήσει σε συρρίκνωση των δικαστηριακών μονάδων με κατάργηση περιφερειακών πρωτοδικείων.

Αλγεινή εντύπωση προκαλεί και η διάταξη για αρχειοθέτηση των ανώνυμων καταγγελιών σε βάρος δικαστικών χωρίς διερεύνηση, παρότι στο παρελθόν πολλές τέτοιες καταγγελίες που μπήκαν στο μικροσκόπιο οδήγησαν στην αποκάλυψη ακόμη και παραδικαστικών κυκλωμάτων. Μάλιστα ακόμη και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί μιλώντας στο Documento χαρακτηρίζουν την επίμαχη διάταξη «συντεχνιακή» και συγκαλυπτική.

Οι σφοδρές αντιδράσεις σχετικά με τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών που υπερψηφίστηκε την Πέμπτη στη Βουλή ανάγκασαν τον υπουργό Δικαιοσύνης να υποχωρήσει και να πάρει πίσω τη διάταξη που προέβλεπε ότι στον βαθμό του αρεοπαγίτη μπορούν να επιλέγονται και εφέτες και όχι μόνο πρόεδροι εφετών, γεγονός που θα είχε αποτέλεσμα να παρακάμπτεται η επετηρίδα.

Οι αντιδράσεις επεκτάθηκαν και στον «δικαστικό Καλλικράτη» και στη διάταξη που δίνει τη δυνατότητα στις ολομέλειες του Αρείου Πάγου και του Συμβουλίου της Επικρατείας να γνωμοδοτούν για την κατάργηση ή συγχώνευση δικαστηρίων της περιφέρειας. Σχετικά με τα δικαστήρια τηλεματικής, υπάρχουν έντονες διαφωνίες για την επικείμενη κατάργηση της διά ζώσης διαδικασίας στο ακροατήριο και την αντικατάστασή της από ένορκες βεβαιώσεις.

Σχολιάζοντας το σύνολο του νέου κώδικα στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής και εστιάζοντας στον τρόπο αξιολόγησης των δικαστών, η πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων Μαργαρίτα Στενιώτη έκανε λόγο για ένα σχέδιο που «χαρακτηρίζεται από αντιδικαστικό πνεύμα και καταλήγει σε ένα τιμωρητικό για τον δικαστή νομοθέτημα». Η ίδια πρόσθεσε ότι στον νέο κώδικα «εκλαμβάνεται ως γενική παραδοχή ότι ο Ελληνας δικαστής είναι ράθυμος», ενώ προσθέτει ότι «αντιμετωπίζει τη Δικαιοσύνη ως ιδιωτική επιχείρηση».

Δημήτρης Βερβεσός – Πρόεδρος Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών: «Ακόμη μία χαμένη ευκαιρία;»

Το κομβικό ερώτημα το οποίο απασχολεί τη νομική κοινότητα και τους Ελληνες πολίτες, στο όνομα των οποίων απονέμεται η Δικαιοσύνη, είναι εάν ο νέος Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών επιφέρει τις τομές που απαιτούνται για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων παθογενειών.

Ο δικηγορικός κόσμος έχει σταθερά επισημάνει ότι οι τεράστιες καθυστερήσεις που παρατηρούνται δεν μπορεί να γίνονται ανεκτές σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου και ότι χρειαζόμαστε ασφαλιστικές δικλίδες που θα διασφαλίζουν την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Χωρίς επαρκή στατιστικά δεδομένα και χωρίς πειστική αιτιολόγηση, παρουσιάζει ως πανάκεια την αναδιάταξη του δικαστικού χάρτη, τον λεγόμενο «δικαστικό Καλλικράτη», προκαλώντας, χωρίς να επικεντρώνει στις πραγματικές αιτίες των καθυστερήσεων.

Οπως με πλείονες αποφάσεις των θεσμικών οργάνων του δικηγορικού σώματος έχουμε επισημάνει, ο νέος κώδικας εμπεριέχει διατάξεις που είναι προβληματικές ως προς τη σύλληψη, την εφαρμογή και την τεκμηρίωσή τους:

Αναφέρομαι καταρχάς στην πρόβλεψη «δικαστηρίων τηλεματικής», η λειτουργία των οποίων αποτελεί τον προπομπό για την κατάργηση της προφορικής, διά ζώσης διαδικασίας στο ακροατήριο, που είναι αναγκαία για την αναζήτηση της αλήθειας. Στις περιπτώσεις άλλωστε που επιχειρήθηκε η περιστολή της προφορικής διαδικασίας, όπως στην τακτική διαδικασία, τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά: η διά ζώσης εξέταση και αντεξέταση των μαρτύρων, μέσα από την οποία διευκολύνεται η αναζήτηση της αλήθειας, υποκαταστάθηκε από εκ των προτέρων συνταχθείσες ένορκες βεβαιώσεις, καθιστώντας κόλουρη την αποδεικτική διαδικασία και δυσχεραίνοντας το δικαστικό έργο.

Εξάλλου, η τυχόν κατάργηση της προφορικότητας εγείρει ζήτημα παραβίασης της επιβαλλόμενης από το σύνταγμα δημοσιότητας της δίκης αλλά και των κανόνων περί δίκαιης δίκης κατά την ΕΣΔΑ.

Περαιτέρω, η έκφραση γνώμης της ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας για την ίδρυση, συγχώνευση και κατάργηση πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων, την επέκταση ή τον περιορισμό της περιφέρειάς τους ή τη μετατροπή τους σε δικαστήρια τηλεματικής και τη μεταβολή της έδρας τους οδηγεί εν δυνάμει σε βίαιη μεταβολή του δικαστικού χάρτη, χωρίς έμφαση στις τοπικές ανάγκες και ιδιαιτερότητες. Θεωρούμε ότι προς τούτο θα έπρεπε να απαιτείται η προηγούμενη σύμφωνη γνώμη της ολομέλειας των οικείων εφετείων, πολιτικών και διοικητικών, έπειτα από προηγούμενη διαβούλευση με τους οικείους δικηγορικούς συλλόγους.

Από την άλλη πλευρά, η ποιοτική αναβάθμιση της Δικαιοσύνης συνέχεται αναγκαίως με το καθεστώς προαγωγικής εξέλιξης των δικαστικών λειτουργών και επιθεώρησης των δικαστηρίων. Είναι σαφές ότι το υφιστάμενο καθεστώς «γραμμικής» εξέλιξης των δικαστικών λειτουργών, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο και πραγματική επιθεώρηση, αναπόδραστα καταλήγει σε έναν εξισωτισμό προς τα κάτω, που καθηλώνει την ελληνική Δικαιοσύνη, στερεί την αναγκαία επιβράβευση από εκείνους τους λειτουργούς που πράγματι μοχθούν και παράγουν ποιοτικό δικαστικό έργο και δεν λειτουργεί παιδευτικώς προς τους καθυστερούντες και ανεπαρκείς. Κατά τούτο, οι παρεμβάσεις του νομοσχεδίου στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του θεσμού της επιθεώρησης και της απειλής κυρώσεων στη μικρή, αλλά ολοένα αυξανόμενη μερίδα δικαστικών λειτουργών που καθυστερούν αδικαιολόγητα την έκδοση δικαστικών αποφάσεων κινείται στην ορθή κατεύθυνση. Θεωρούμε ότι θα έπρεπε παράλληλα να εμπλουτιστεί με την αναγκαία δημοσιοποίηση των σχετικών στατιστικών δεδομένων, ώστε να γνωρίζουν όλοι πού εντοπίζονται καθυστερήσεις και ποιας έκτασης είναι, την αυστηροποίηση του πλαισίου της επιθεώρησης με έμφαση και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του παραγόμενου δικαστικού έργου και, τέλος, την παρουσία εκπροσώπων των δικηγόρων, ως ισότιμων συλλειτουργών της Δικαιοσύνης, σε θεσμικά όργανα της Δικαιοσύνης με δικαίωμα έκφρασης γνώμης.

Η Δικαιοσύνη, ως πυλώνας της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου, δεν είναι ούτε επιτρέπεται να είναι πεδίο πειραματισμών. Οι εισαγόμενες μεταρρυθμίσεις πρέπει να είναι αποτέλεσμα προηγούμενου σχεδιασμού και διαβούλευσης με τη νομική κοινότητα, επί τη βάσει επαρκών δεδομένων που δικαιολογούν την εκάστοτε κανονιστική μεταβολή. Τυχόν λάθη και αβλεψίες, δυστυχώς, έχουν μείζονες συνέπειες για το δικαστικό σύστημα και τις χιλιάδες πολιτών που προσφεύγουν σε αυτό, ως ύστατο καταφύγιο για την προστασία των δικαιωμάτων και εννόμων αγαθών τους και ως γνωστόν η δικαιοσύνη απονέμεται εν ονόματι του ελληνικού λαού και προς κάλυψη του δικαιώματος προάσπισης των ατομικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών ελευθεριών του.

Δημήτρης Ντερζής  – Πρόεδρος Δικαστικών Υπαλλήλων: «Σύσταση γενικών διευθύνσεων στα μεγάλα δικαστήρια»

Η πρόβλεψη για συγχωνεύσεις ή καταργήσεις δικαστηρίων στο πλαίσιο αναμόρφωσης του δικαστικού χάρτη δεν μπορεί ούτε πρέπει να γίνει με όρους τεχνοκρατικούς – οικονομικούς που θα δυσκολέψουν ακόμη περισσότερο την πρόσβαση των πολιτών στη Δικαιοσύνη αλλά και θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στον κλάδο μας, τον οποίο η υποστελέχωση και η οικονομική υποβάθμιση μετά τα δεκαετή μνημόνια έχουν πλήξει ανεπανόρθωτα.

Η πάγια διεκδίκησή μας για τη σύσταση γενικών διευθύνσεων στα μεγάλα δικαστήρια, όπως και η δυνατότητα έπειτα από απόφαση των υπηρεσιακών συνελεύσεων για τη σύγκληση ολομέλειας της κάθε υπηρεσίας σίγουρα θα συμβάλουν θετικά στην οργάνωση και την εύρυθμη λειτουργία των υπηρεσιών αλλά και στην ανάδειξη των ουσιαστικών προβλημάτων της γραμματείας.

Τέλος, συνεχίζουμε τον αγώνα για ανεξαρτησία της γραμματείας που θα βοηθήσει και τους ίδιους τους δικαστικούς λειτουργούς να απεμπλακούν από αλλότρια καθήκοντα και να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στα κύρια καθήκοντά τους της απονομής της δικαιοσύνης.

Ο ορισμός της κοινωνικής καταστολής

Την ίδια ώρα πονοκέφαλο στο υπουργείο Δικαιοσύνης προκαλούν οι δικηγόροι που συνεχίζουν να απέχουν από τις ποινικές δίκες, πλημμεληματικές και κακουργηματικές, πρώτου βαθμού σε υποθέσεις που υπάρχει κατηγορία για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης και συμμορία (άρθρο 187 του ΠΚ) μέχρι και τις 15 Ιουνίου, αντιδρώντας έτσι στην επιμονή της κυβέρνησης να παραμένει σε ισχύ η «αντισυνταγματική» και «φωτογραφική», όπως πολλοί τη χαρακτηρίζουν, διάταξη που αποτελεί τον ορισμό της κοινωνικής καταστολής και καταργεί την αναστολή ποινής ακόμη και για πλημμελήματα.

Χωρίς να τεθεί καν σε διαβούλευση, εισάχθηκε και ψηφίστηκε με «νυχτερινή» τροπολογία στον ν. 4908/2022 (άρθρο 72) διάταξη με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 187 του ΠΚ και μεταξύ άλλων προστίθεται η παράγραφος 6, ώστε να εισάγεται η ρύθμιση που καταργεί τη δυνατότητα αναστολής ή μετατροπής της ποινής για όλα τα αδικήματα που εμπίπτουν στο άρθρο είτε αυτά είναι κακουργήματα είτε πλημμελήματα.

Οι δικηγόροι αντιδρούν στην περαιτέρω ενίσχυση του οπισθοδρομικού δικαιικού συστήματος που επιχειρεί να διαμορφώσει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία με αυτές τις αλλαγές καταλύει το τεκμήριο της αθωότητας των καταδικασθέντων πρωτόδικα, παραβιάζει την αρχή της δίκαιης δίκης και δεν επιτρέπει πια στον δικαστή ούτε καν να αποφασίσει για αναστολή ή μετατροπή της ποινής.

Δεν είναι λίγοι δε εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η αλλαγή αυτή έγινε φωτογραφικά και αφορά όσους αποκάλυψαν το σκάνδαλο Novartis και κατεστάθησαν κατηγορούμενοι ακόμη και για… συμμορία.

Θεόδωρος Π. Μαντάς Δικηγόρος, μέλος ΔΣ του ΔΣΑ, εισηγητής της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας επί της πρότασης για αποχή: «Καταλύουν το τεκμήριο αθωότητας των καταδικασθέντων»

Η προσθήκη της επίμαχης διάταξης έχει ως αποτέλεσμα ότι μετά την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης αφενός δεν παρέχεται πλέον η δυνατότητα για αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής για χρονικό διάστημα τριών ετών, αφετέρου δεν επιτρέπεται η, κατά τις διατάξεις του ΠΚ, μετατροπή της ποινής σε μη στερητική της ελευθερίας. Παράλληλα, η εφαρμογή της ως προς την απαγόρευση του ανασταλτικού αποτελέσματος στερεί από το δικαστήριο που δίκασε τη δυνατότητα να κρίνει αυτεπαγγέλτως εάν η τυχόν ασκηθείσα έφεση θα έχει ανασταλτικό χαρακτήρα μέχρι την εκδίκασή της από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Συνεπώς, καθίσταται εμφανέστατη η κατάλυση του τεκμηρίου αθωότητας των καταδικασθέντων, καθώς με τον τρόπο αυτό τιμωρούνται πρόωρα και αντιμετωπίζονται εξαρχής ως ένοχοι, χωρίς προηγουμένως να έχει πραγματοποιηθεί η εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό και πολλώ δε μάλλον δίχως να έχει επέλθει το αμετάκλητο της καταδίκης τους. Ουσιαστικά, η προστιθέμενη διάταξη εξοπλίζει με άμεση εκτελεστότητα την πρωτόδικη απόφαση, αποδυναμώνοντας την άμυνα του καταδικασθέντος. Συνακόλουθα, η νέα αυτή διάταξη παραβιάζει εντελώς την αρχή της δίκαιης δίκης και αντίκειται καταφανώς σε διατάξεις με υπερνομοθετική ισχύ, όπως του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, του άρθρου 14 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ.

Παρότι δε η διάταξη περιλήφθηκε σε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, οι έννομες συνέπειές της αποκτούν αποκλειστικά δικονομικές προεκτάσεις, μέσω της άμεσης εφαρμογής της σε εν εξελίξει δίκες. Πέρα από το άτοπο της δικονομικής ρύθμισης από το ουσιαστικό δίκαιο, η εφαρμογή της σε δικαστηριακό επίπεδο δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τη θέση του κατηγορουμένου και προκαλεί σύγχυση σε σχέση με την υποχρεωτική επιλογή του ηπιότερου ποινικού νόμου, η οποία αφορά το ουσιαστικό και όχι το δικονομικό δίκαιο. Οι δυσμενείς συνέπειές της επιδρούν καταλυτικά και στον περιορισμό του ρόλου του φυσικού δικαστή, καθώς του αφαιρείται η δυνατότητα για απόφαση σε σχέση με τη χορήγηση αναστολής ή μετατροπής της ποινής, καθώς επίσης της ανασταλτικής ισχύος ασκηθείσας έφεσης, διαρρηγνύοντας την αρχή της διάκρισης των λειτουργιών. Η νομοθετική λειτουργία οφείλει, σεβόμενη τις συνταγματικές επιταγές και με ιδιαίτερη έμφαση στην αρχή της αναλογικότητας, να νομοθετεί και σε καμία περίπτωση να διαμορφώνει τη δικανική πεποίθηση ή να καθιστά αυτή δέσμια.