Χάρης Αθανασιάδης: Η οδός του μαρτυρίου

Κωνσταντίνος Παρθένης, «Αποθέωση του Αθανασίου Διάκου», πριν από το 1933 (δωρεά Σοφίας Παρθένη, Εθνική Πινακοθήκη)

Μια απεικόνιση της σύλληψης του Αθανάσιου Διάκου-Χριστού, η αναγκαιότητα των ηρώων στη διαδικασία συγκρότησης του έθνους, ο σκληρός θάνατος τον Απρίλη.

Το µακρινό 1945 η χαράκτρια Λουκία Μαγγιώρου µας έδωσε τη δική της εκδοχή µιας σύνθεσης που πολύ αγάπησαν οι λαϊκοί και λαϊκότροποι ζωγράφοι µας –ο Θεόφιλος, ο Χρηστίδης, ο Μποστ–, τη «Σύλληψη του Αθανασίου ∆ιάκου». Όπως και στις παλαιότερες εκδοχές της, έτσι και εδώ ο ∆ιάκος κρατάει ακόµη στο δεξί του χέρι το σπασµένο σπαθί. Μα ο Τούρκος που σπεύδει αγριεµένα να τον ακινητοποιήσει διαπιστώνει ξαφνιασµένος πως δεν χρειάζεται· ο ήρωας έχει πάψει να πολεµά, ό,τι ήταν να πράξει το έπραξε. Το πρόσωπό του έχει πλέον γαληνέψει, το αριστερό του χέρι ακουµπά ήρεµα στο µέρος της καρδιάς και µια ελιά που γέρνει πάνω του εντείνει την απρόσµενα κατανυκτική ατµόσφαιρα. Ενας Ιούδας, µε ανάµεικτη λύπη και ενοχή στο βλέµµα του, πλησιάζει για το φιλί της προδοσίας. Ο ∆ιάκος της Λουκίας Μαγγιώρου είναι αναµφίβολα ο Ιησούς στο Ορος των Ελαιών.

«Χίλιοι τον πάνε από µπροστά και χίλιοι στο κατόπι». Στις 23 Απριλίου, µέρες του Πάσχα, ο ∆ιάκος οδηγείται δέσµιος στη Λαµία. Τον φέρνουν στον Οµέρ Βρυώνη που του ζητά να τουρκέψει, καταπώς ο Πόντιος Πιλάτος ζήτησε από τον Ιησού να αποκηρύξει την ταυτότητά του. Ο ∆ιάκος αρνείται: «Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ’ ν’ αποθάνω». Ο Τούρκος στρατηλάτης θαυµάζει τον ήρωα, προσπαθεί να τον σώσει, όπως ο Ρωµαίος έπαρχος τον Χριστό. Στον ρόλο όµως των Φαρισαίων ο Χαλίλ µπεης, ο τοπάρχης της Λαµίας, επιµένει να θανατωθεί ο ∆ιάκος παραδειγµατικά διότι εναντιώθηκε στο «δοβλέτι», το κράτος.

Ο Βρυώνης νίπτει τελικά και αυτός τας χείρας του και ο ∆ιάκος ανεβαίνει τον γολγοθά κουβαλώντας ο ίδιος τον πάσσαλο, τον δικό του σταυρό του µαρτυρίου. Το σουβλί στήνεται ολόρθο, όπως ο σταυρός· ο διαβόητος ανασκολοπισµός είναι τα δικά του καρφιά. ∆εµένος επάνω ο ∆ιάκος χλευάζεται, λοιδορείται, υβρίζεται από το πλήθος. Αντέχει, µα όχι καρτερικά όπως ο Χριστός. Σε αντίθεση µε εκείνον, απαντά στις βρισιές µε βρισιές («µουρτάτες, να χαθείτε»). Αλλωστε νωρίς στη µέση της διαδροµής είχε πετάξει κάτω το σουβλί, αρνούµενος να συναινέσει στο µαρτύριό του. Είναι µάρτυρας, µα παραµένει µαχητής. Είναι ένας Χριστός-επαναστάτης, όπως τον φαντάστηκε ο Φώτης Κόντογλου στη µνηµειώδη τοιχογραφία του στο δηµαρχείο των Αθηνών.

Όπως ο Χριστός, έτσι κι ο ∆ιάκος κάποια στιγµή κατακλύζεται από το συναίσθηµα. «Για ιδές καιρό που διάλεξε ο Χάρος να µε πάρει, τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά και βγάν’ η γης χορτάρι». Το σπαρακτικό δίστιχο είναι το δικό του «Παρελθέτω απ’ εµού το ποτήριον τούτο», το δικό του «Ηλί Ηλί λαµά σαβαχθανί». Ο ∆ιάκος γεννήθηκε το 1788· πέθανε το 1821. Σαν το Χριστό έµεινε κι αυτός για πάντα 33 χρόνων.

Η σύλληψη του Αθανάσιου Διάκου αποτυπωμένη από τη Λουκία Μαγγιώρου

 

Τα πάθη του θεανθρώπου προοιωνίζονταν τη σωτηρία του ανθρώπου· τα πάθη του ήρωα προοιωνίζονταν την ανάσταση του έθνους, την παλιγγενεσία. Στο εθνικό πάνθεον ο ∆ιάκος θα αναρτηθεί νωρίς µε την προσωπογραφία που φιλοτέχνησε ο ∆ιονύσιος Τσόκος το 1861. Εκκρεµούσε όµως η ανάληψή του. Θα έρθει έναν αιώνα αργότερα, το 1931, όταν ο Κωνσταντίνος Παρθένης αναζητούσε τη δική του πνευµατική Ελλάδα. Σ’ ένα ονειρικό, υπερβατικό τοπίο ο ∆ιάκος µε ιερατική περιβολή αναλήπτεται εν δόξη στους ουρανούς, έχοντας θεµελιώσει την απολύτρωση του έθνους µε το επί γης έργο του.

Τα έθνη ως πολιτικές κοινότητες συγκροτήθηκαν σε διαπάλη µε τις θρησκευτικές, µα ταυτόχρονα αναδύθηκαν µέσα από αυτές. Σε αντίθεση µε εκείνες, πρόταξαν τους ήρωες και την ανδρεία – εκείνες χρειάστηκαν τους µάρτυρες και τη θυσία. Ακριβώς γι’ αυτό ο ∆ιάκος ήταν απόλυτη ανάγκη αρχικά να αντισταθεί. Και ήταν απόλυτη ανάγκη κατόπιν να θυσιαστεί. Αν οι χριστιανοί µάρτυρες προσδοκούσαν την αιώνια γαλήνη του παραδείσου, οι εθνοµάρτυρες έλπιζαν στην «αιώνιον µνήµην των µεταγενεστέρων» – αυτό έταζε και ο ∆ιάκος στα παλικάρια του, έγραψε ο Χριστόφορος Περραιβός.

Η ξυλογραφία της Λουκίας Μαγγιώρου µε τον ∆ιάκο-Χριστό δηµοσιεύτηκε την Πρωτοµαγιά του 1945 σε ένα λεύκωµα που εξέδωσε το ΕΑΜ για να τιµήσει τους 200 της Καισαριανής και όσους ακόµη µαρτύρησαν στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής. «Το θυσιαστήριο της λευτεριάς» ήταν ο τίτλος του. Μιλούσε για «µάρτυρες που πηγαίναν στη σφαγή και στην κρεµάλα τραγουδώντας, [που] λέγαν σαν το ∆ιάκο “ένας Γραικός εχάθη” και πέθαιναν γαληνεµένα, γιατί ξαίρανε πως σωστά πασκίζανε…». Η ηττηµένη Αριστερά, ταπεινωµένη στη Βάρκιζα, πρόβαλλε τους δικούς της µάρτυρες, τις δικές της θυσίες, προκειµένου να θεµελιώσει την ηθική της υπεροχή έναντι των αντιπάλων της.

Υπήρχε όµως και ο ποιητής. Σε µια άλλη συγκυρία, όταν τα µεγάλα συλλογικά που γεµίζουν µε νόηµα τη ζωή εξέλιπαν, θα θυµίζει πως εκείνον τον Απρίλη που ο ∆ιάκος συνελήφθη «Γελούσε ο κάµπος […] Τ’ άνθη ευωδιούσαν/ Κι είπε απορώντας/ “Πώς να πεθάνω;”». Ο θάνατος δύσκολα γίνεται νοητός· τον Απρίλη γίνεται αδιανόητος. Μας το διαβεβαιώνει ο Κώστας Καρυωτάκης που συνοµίλησε όσο κανείς µαζί του.

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.