Χάρης Αθανασιάδης: Μιλώντας στον γιο μου για μοτοσικλέτες

Ο Μίκι Ρουρκ, ένα φετίχ των δρόμων και μερικά οργισμένα «τσαμπουκό- ψαρα»

Από την πρώτη ματιά στο πατρικό «kleine Wunder» και τον αξεπέραστο έρωτα για μια κόκκινη Φλορέτα στις θρυλικές μηχανές του κινηματογράφου και τα αντισυμβατικά είδωλα.

O πατέρας του Χάρη Αθανασιάδη με το θρυλικό DKW το 1968

 

Αυτό το DKW το βλέπεις; Το μηχανάκι στη φωτογραφία. Ωραίο, στιβαρό! Προφέρεται ΝτεΚαΒέ και σημαίνει «Το μικρό θαύμα» (das kleine Wunder στα γερμανικά). Και ήταν στ’ αλήθεια ένα μικρό θαύμα το 1968, όταν το έφερε στο χωριό ο παππούς σου ο Αργύρης. Ως τότε μόνο άλογα και κάρα υπήρχαν εκεί, άντε και κάνα δυο ποδήλατα. Ούτε αυτοκίνητα ούτε άσφαλτος· χωματόδρομοι μονάχα και μονοπάτια. Δεν το πήρε για βόλτες, για δουλειά το πήρε. Ηταν 36 χρόνων τότε, όσο εσύ τώρα, και δούλευε σοβατζής στα γύρω χωριά. Στη μια χειρολαβή κρεμούσε τα εργαλεία της δουλειάς του –το μυστρί, το φραγκόφτυαρο, το τριβίδι–, στην άλλη τη χορτόπιτα που του ’βαζε η Κατερίνη, η γιαγιά σου, για να αντέξει ως το βράδυ. Σαν έγινα δεκατεσσάρης το ξέκλεβα τις Κυριακές και έφευγα δίχως σκοπό. Θυμάσαι πώς είναι το χωριό; Πίσω βουνά και μπροστά ανοίγεται απέραντος ο κάμπος, με λόφους εδώ κι εκεί σαν νησιά σε πέλαγος. Με τραβούσε αυτή η ανοιχτωσιά. Είδε κι απόειδε ο πατέρας μου, έβαλε υπογραφή και έβγαλα δίπλωμα νωρίς, στα δεκάξι, να γλιτώσει τουλάχιστον τα πρόστιμα. Στο μεταξύ βέβαια εγώ ζαχάρωνα μια κόκκινη Φλορέτα, μα αφού δεν κατάφερα να την αποκτήσω (θα σου πω μετά γι’ αυτή), δεκαοχτάρης πια, φοιτητής στο Ηράκλειο αρχές του ’80, πίεζα τον γέρο να μου δώσει το ΝτεΚαΒέ. Στην αρχή ούτε να το ακούσει. Σύρθηκε, τέλος, σαν υποσχέθηκα πως αυτή μόνο θα είναι η συνεισφορά του, για εργαλείο θα το ’χω κι εγώ, να πηγαινοέρχομαι στην οικοδομή να βγάζω τα έξοδα. Τριγύρισα τη μισή Κρήτη με αυτό. Την άλλη μισή δεν πρόλαβα, μου το ’κλεψαν ένα βράδυ έξω από την «Ωραία Ελλάδα», το ταβερνείο της Ρένας, εκεί όπου σύχναζε τότε με το ούτι του ο Ιρλανδός, ο Ρος Ντέιλι. Η στιγμή που χρειάστηκε να αποκαλύψω στον πατέρα μου την απώλεια ήταν στ’ αλήθεια ζόρικη, από τις πιο δύσκολες στη ζωή μου. Πέρασαν χρόνια να το χωνέψει. Προχτές ακόμη, σαράντα χρόνια από τότε, όταν ξέθαψα αυτήν τη φωτογραφία, του τηλεφώνησα. 

–Δεν μου λες, ρε πατέρα, το ΝτεΚαΒέ πότε το είχες πάρει; 

–Γιατί; Το βρήκες; μου αντιγύρισε…

Μάρλον Μπράντο ή το όνομά του ήταν «Ατίθασος»

Φοιτητής έμενα με άλλους τρεις, είχε όμως ο καθένας το δωμάτιό του. Στο δεύτερο έτος μπήκαμε στον Ρήγα, γίναμε αριστεροί. Όλοι κολλούσαν τότε στους τοίχους αφίσες με τον Τσε Γκεβάρα, εγώ τον Μάρλον Μπράντο. Ξέρεις, εκείνη με το δερμάτινο και τη φανέλα, ίσως την έχεις δει. Αγκαλιάζει χαλαρά το τιμόνι μιας εξακοσάρας Bonneville και κοιτάζει κατά πρόσωπο, προκλητικά μαζί και απορημένα, «συμβαίνει κάτι;» σαν να ρωτάει ή ίσως «τι γυρεύω εγώ εδώ ανάμεσα σε ανυποψίαστους νοικοκυραίους;». Καταλαβαίνεις τώρα γιατί σαν επανεκδόθηκε το 2003 η Bonneville χρεώθηκα να την αγοράσω… Ηταν λοιπόν ο Μάρλον Μπράντο ένας σκληρός μηχανόβιος ονόματι Τζόνι, που με τη συμμορία του, τους Μαύρους Επαναστάτες, έφτασαν ένα μεσημέρι στην ήσυχη κωμόπολη Ράιτβιλ, κάπου στην Καλιφόρνια. Η προκλητική παρουσία τους πυροδότησε έναν ηθικό πανικό στους φιλήσυχους κατοίκους που ως το βράδυ γιγαντώθηκε επικίνδυνα. Σήμερα ο «Ατίθασος», όπως αποδόθηκε το αγγλικό «The wild one», πείθει ελάχιστα για την αγριάδα του και ακόμη λιγότερο για την ανατρεπτικότητά του. Αλλά το 1953, όταν γυρίστηκε η ταινία, προκάλεσε τη μήνι των συντηρητικών σωματείων στην Αμερική, οργή ενάντια στο Χόλιγουντ που διέφθειρε τη νεολαία με αντικοινωνικά πρότυπα και άλλα τέτοια. Αν ποτέ τη δεις όμως, να προσέξεις δυο τρεις σκηνές. Στην κορύφωση της ταινίας ο ατίθασος Τζόνι καταδιώκεται από το μανιασμένο πλήθος, χάνει τον έλεγχο, χύμα στο χώμα ο ίδιος, μα εκείνη, η μηχανή, αυτονομημένη, γίνεται όπλο, επιτίθεται με φόρα και σκοτώνει τον πιο εκνευριστικό από τους ντόπιους. Ο Τζόνι γλιτώνει τη φυλακή όταν μαθεύεται πως κάποιος από το πλήθος πέταξε έναν σιδερένιο λοστό στις ακτίνες της μηχανής. Αφήνεται ελεύθερος και συνεχίζει την περιπλάνησή του, μα δίχως τη συμμορία του αυτήν τη φορά, μόνος, με μια βαριά αίσθηση πως άλλο ανεμελιά, άλλο ανευθυνότητα· αστόχαστη ελευθερία δεν υπάρχει.

Αν κοιτάξεις ακόμη και σήμερα το Λεξικό της Οξφόρδης, θα δεις πως «μηχανόβιος» λογίζεται ο μοτοσικλετιστής που είναι μέλος συμμορίας – έμεινε ο ορισμός από τα χρόνια εκείνα, τα 50s, όταν οι συμμορίες των μηχανόβιων ήταν ίσως το μόνο που τάραζε την ακινησία της βαθιάς επαρχιακής Αμερικής, στην οποία τίποτε δεν συνέβαινε. Αργότερα, στα 60s, όταν στις πόλεις της Δύσης απλωνόταν η αντικουλτούρα των χίπις και οι νέοι δοκίμαζαν εναλλακτικούς τρόπους ζωής (με sex, drugs and rock ’n’ roll), η μηχανόβια περιπλάνηση στράφηκε κι αυτή σε πιο ελευθεριακά μονοπάτια. Στον «Ξένοιαστο καβαλάρη», τη θρυλική ταινία του 1969, οι δύο μοτοσικλετιστές διατρέχουν την Αμερική ανάστροφα απ’ ό,τι οι παλιοί πιονέροι, από τη Δύση στην Ανατολή, σε μια αισιόδοξη αναζήτηση ουσιαστικού νοήματος ζωής. Δεν είναι μέλη συμμορίας ούτε βία ξεδιπλώνουν και πάντως δεν πάνε γυρεύοντας να ζορίσουν τους χωρικούς. Παρ’ όλα αυτά, δίχως να το επιδιώκουν, προκαλούν και πάλι τα συντηρητικά ήθη, με μόνη την αντισυμβατική αύρα που αναδύεται από τον τρόπο που ντύνονταν, την ομιλία, τη στάση, τα βλέμματα. Η απόκλιση ενοχλεί. Η ταινία τελειώνει με έναν πυροβολισμό. Βλέπουμε τη ρόδα της Harley του Πίτερ Φόντα να αναπηδά, να στριφογυρίζει στον αέρα, να καταλήγει στα ξερά χωράφια. Οι αχανείς εκτάσεις, οι μεγάλες πεδιάδες της ελευθερίας αποδείχθηκαν ναρκοθετημένες· ο αγνός χωρικός είναι επικίνδυνο είδος. Και έτσι, από μετωνυμία της ελευθερίας, η μοτοσικλέτα έγινε για τους ήρωές μας αυτεπίστροφο όπλο.

«Born to be wild» και «Ξένοιαστος καβαλάρης» στα αμερικανικά highways των 70s

Οι δυο αυτές ταινίες δεν ήταν του καιρού μου. Τις είχα ακούσει από παλιότερους, είχα διαβάσει γι’ αυτές και τις έψαχνα στα θερινά σινεμά, τον μόνο τρόπο που είχαμε στις αρχές του ’80 να δούμε παλιές ταινίες. Το 1983 όμως είδα σε πρώτη προβολή τον «Αταίριαστο» του Κόπολα. To «Rumble fish», έτσι είναι ο πρωτότυπος τίτλος, δεν είναι ταινία για μοτοσικλέτες· είναι ταινία για στριμωγμένους, οργισμένους εφήβους δίχως διέξοδο και προσανατολισμό. Η κάμερα παρακολουθεί από εντυπωσιακές, απρόσμενες γωνίες λήψης –αν τη δεις, να το προσέξεις– τις άσκοπες περιπλανήσεις τους στα βρόμικα σοκάκια της γειτονιάς, τις ανούσιες κουβέντες στα μπιλιαρδάδικα, μα πιο πολύ τους αναίτιους καβγάδες που στήνουν σε σταθμούς και γέφυρες θέλοντας να αναστήσουν το «ένδοξο» παρελθόν των συμμοριών. Και όσο τα πανταχού παρόντα ρολόγια μετράνε αγχωτικά τον χρόνο που περνάει ανελέητα, ο ήρωάς μας ο Ράστι Τζέιμς μοιάζει όλο και περισσότερο με τα ψάρια μονομάχους, τα rumble fishes, που επιτίθενται με μανία το ένα στο άλλο, ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό τους (το είδωλό τους στον καθρέφτη), διότι είναι εγκλωβισμένα στο ενυδρείο, τους λείπει ο φυσικός τους χώρος, το ποτάμι που κυλάει ήρεμα ως τον ωκεανό. Στην αρχή της ταινίας λοιπόν, μες στον λαβύρινθο της πόλης, η μοτοσικλέτα γίνεται και εδώ όπλο εξόντωσης του αντιπάλου, όχι όμως άθελα όπως στον «Ατίθασο», αλλά με εν θερμώ στόχευση: άγριος βρυχηθμός με κρατημένο αμπραγιάζ και εκτίναξη του θηρίου στο θήραμα. Στο τέλος της ταινίας όταν τα rumble fishes ηρεμούν στο ποτάμι, η μοτοσικλέτα ηρεμεί κι αυτή, γίνεται όχημα διαφυγής, προσωπικής ελευθερίας και αναζήτησης πεπρωμένου.

Σε αντίθεση με τον «Ατίθασο» και τον «Καβαλάρη», ο «Αταίριαστος» δεν φτούρησε στην Αμερική, μα εκτιμήθηκε απρόσμενα εδώ, στη μικρή μας Ελλάδα. Ισως διότι την ίδια εποχή, στις αρχές του ’80, γιγαντώθηκαν κι εδώ οι κοινότητες των μηχανόβιων. Στην παραλιακή, από Γλυφάδα ως Λιμανάκια, μαζεύονταν τα βράδια οι τρελαμένοι καμικάζι με γρήγορες, πειραγμένες γιαπωνέζικες μηχανές για άγριες κόντρες, έτσι που κάθε σεζόν αναδείκνυαν ήρωες και μετρούσαν νεκρούς. Στα κυκλώματα εκείνα η παραβατικότητα ήταν κανόνας, μικροκλοπές κυρίως πάσης φύσεως, μα πιο συχνά ενδο-κλοπές μηχανών που κατέληγαν σε παράλληλες αγορές φτηνών ανταλλακτικών. Θύτες και θύματα ανακυκλώνονταν. Τα βράδια κατέληγαν φτιαγμένοι στην Barbarella, την Boom Boom και τις άλλες ντισκοτέκ της εποχής. Το υλικό λοιπόν για μια εγχώρια μοτο-μυθολογία ήταν εκεί, αλλά οι σοβαροί σκηνοθέτες το απαξίωναν· παρέδωσαν αμαχητί στους τυχάρπαστους της βιντεοκασέτας. Ούτε καν ο ευφυής Νικολαΐδης δεν έφερε στην οθόνη τον ολόδικό του «Οργισμένο Βαλκάνιο» με την αστραφτερή, χειροποίητη Matchless. Τον άφησε να μαρσάρει σκληρά και να χάνεται σε έναν κόσμο που οι πάντες πλέον εγκαταλείπουμε: στις σελίδες ενός βιβλίου.

Όχι, εγώ δεν μετείχα σε όλα αυτά. Μου άρεσε να μοτοσικλετώ μόνος, για τη χαρά της οδήγησης. Ξεκινούσα για τα Γιάννενα κι έφτανα την επομένη… Για τη Φλορέτα; Α ναι, το ξέχασα. Ήταν λοιπόν το 1978 στη Λάρισα. Καθόταν στο παράθυρό της, όπως πάντα, εκτεθειμένη εκεί, σε όλα τα βλέμματα. Λείες καμπύλες ντυμένες στα κόκκινα· αφόρητα ελκυστική. Την κοίταζα με τις ώρες· την ονειρευόμουν συχνά, μαζί θα γυρίζαμε την Ελλάδα, έλεγα, και γιατί όχι την Ευρώπη ολόκληρη. Τα όνειρα είναι δωρεάν, αλλά όπως ξέρεις δίχως λεφτά μένουν όνειρα. Ήμουν δεκαεξάρης μαθητής τότε και ήταν η εποχή των εργολάβων, οι πολυκατοικίες ξεφύτρωναν σαν τα μανιτάρια, σκληρή δουλειά, μα δουλειά για όλους. Είχα στη διάθεσή μου δυόμισι μήνες ωσότου ανοίξουν τα σχολεία· αρκούσαν. Εδεσα ένα σφουγγάρι στον αριστερό ώμο, εκεί ακριβώς που ακουμπάει ο τενεκές, και ανεβοκατέβαινα ολημερίς το γιαπί – δεν ανεβοκατέβαινα· πετούσα. Για ασφάλεια, εννοείται, ούτε λόγος, αλλά το μεροκάματο γερό. Πάνω στον μήνα λοιπόν, μια Δευτέρα που ιδρώνανε και τα μπετά, ξεφορτώναμε τα υλικά. Σιδερόβεργες. Πώς ακριβώς έγινε ούτε που κατάλαβα. Πήγα, θυμάμαι, να κατέβω από το φορτηγό, το πόδι μου σκάλωσε μάλλον στη χοντρή αλυσίδα, εκείνη που κρατούσε οριζόντια την πόρτα της καρότσας, το σώμα μου διέγραψε ένα ημικύκλιο στον αέρα και το πρόσωπο συνάντησε με ορμή το πλαϊνό μέταλλο. Εργατικό ατύχημα. «Πάρτε τον» είπε ο εργολάβος, «μην έρθει η Επιθεώρηση. Δώστε του κι αυτά για το νοσοκομείο». Το όνειρο, που λες, φτερούγισε, έκρωξε λυπημένα και μαζεύτηκε στην πιο σκοτεινή γωνιά.

Πέρασαν πολλές μηχανές στη ζωή μου. Μοιράστηκα πολλά μαζί τους, με ήλιο, με βροχή και αέρα, χρόνια τώρα στους ατέλειωτους δρόμους. Τις αγαπάω, τις προσέχω, τις φροντίζω, είναι η μόνη μου περιουσία – αυτές μόνο θα κληρονομήσεις. Την κόκκινη Φλορέτα όμως που ερωτεύτηκα όπως μόνο οι δεκαεξάρηδες ερωτεύονται δεν την απέκτησα ποτέ…

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων