Χάρης Αθανασιάδης: Τα σωματεία στον γύψο;

Οτο Γκρίμπελ, «Η Διεθνής» (1929/30)

Από την έκδοση του βιβλίου «Το κοινωνικόν μας ζήτημα» και την οργάνωση της εργατικής τάξης στην αποσύνθεση του συνδικαλισμού. 

Τον Ιούνιο του 1907 ένα βότσαλο τάραξε τα λιµνάζοντα ύδατα της αθηναϊκής διανόησης: «Το κοινωνικόν µας ζήτηµα», ένα βιβλίο µόλις 70 σελίδων σε µόλις 500 αντίτυπα. Ουδείς έως τότε γνώριζε κάποιο κοινωνικό ζήτηµα· όλοι ήξεραν το εθνικό, αυτό µονοπωλούσε τη δηµόσια ζωή: η Μεγάλη Ιδέα, η απολύτρωση των οµοεθνών της οθωµανικής επικράτειας, άρα ο πόλεµος. Ο περασµένος, ο «ατυχής» του 1897, τον οποίο εµείς προκαλέσαµε και ακόµη πληρώναµε τα επίχειρα· ο συγκαιρινός, ο ανορθόδοξος µε τους Βούλγαρους επί οθωµανικού εδάφους, στον οποίο αναµειχθήκαµε κρυφίως (1904-08)· και ο επόµενος που ξέσπασε και ήταν πόλεµος πληθυντικός και τράβηξε µια δεκαετία (1912-22).

«Πόλεµος πατήρ πάντων»· η ρήση του Ηράκλειτου κοσµούσε το εξώφυλλο του βιβλίου που προκάλεσε µαχητικές αντιπαραθέσεις µέσα κυρίως από τις στήλες του περιοδικού «Ο Νουµάς». Μα άλλον πόλεµο εννοούσε ο συγγραφέας του, που υπέγραφε µε το διόλου τυχαίο ψευδώνυµο Γεώργιος Σκληρός: τον ταξικό πόλεµο, που ήδη –έλεγε– διεξάγεται αδιόρατα, µα που είναι ανάγκη απόλυτη να γίνει ορατός, να ενταθεί, έτσι µόνο θα προκόψουµε ως κοινωνία και έθνος. Την αρχή θα κάνουν ασφαλώς οι εργάτες –πρόβλεψε–, «η πλέον πιεζόµενη και αδικούµενη τάξις». Θα ακολουθήσουν οι µικροαστοί των πόλεων και τέλος η «πλουτοκρατία» θα «παύση τον µεταξύ της ψευτοπόλεµον», θα συγκροτηθεί και αυτή σε τάξη και «θ’ αρχίση τον αληθή πόλεµον µε τους νέους πραγµατικούς επικίνδυνους εχθρούς».

Ο Σκληρός µεγάλωσε στην Τραπεζούντα και όταν έγραφε το «Κοινωνικόν ζήτηµα» σπούδαζε Ιατρική στην Ιένα της Γερµανίας. ∆εν είχε επισκεφτεί την Ελλάδα, αλλά διέκρινε εκείνο που δεν είδαν όσοι ζούσαν σε αυτή: την αργή µα σταθερή κίνηση από το χωράφι στο εργοστάσιο. Τους αγρότες που κατέφταναν στα λιµάνια κι έπιαναν δουλειά στα µεταλλεία, τα βυρσοδεψεία και στις βιοτεχνίες. Γίνονταν εργάτες και ως τέτοιοι πλέον όφειλαν να συγκροτηθούν σε τάξη. Ο λόγος του Σκληρού δεν ήταν περιγραφικός, ήταν σκληρά επιτελεστικός. Οι εργάτες ήταν αυτοί που παρήγαν τον πλούτο της νέας βιοµηχανικής κοινωνίας, µα έµεναν έξω από τη µοιρασιά. Οντας αδικηµένοι είχαν δικαίωµα αντίστασης, διέθεταν το κίνητρο ενός «πολέµου» που θα άλλαζε τον κόσµο. Αρκεί από ασύντακτο πλήθος να οργανώνονταν σε εργατικά σωµατεία και σε σοσιαλιστικά κόµµατα.

Τα οκτάωρα κορίτσια (η Εργασία, η Ψυχαγωγία, η Ξεκούραση) οδηγούν τους εργάτες. Εικονογράφηση του Jules Grandjouan στο εξώφυλλο του περιοδικού «L’Assiette au Beurre», Πρωτομαγιά του 1906

 

Εναν χρόνο µετά το «Κοινωνικόν ζήτηµα», το 1908, ιδρύθηκε το Εργατικό Κέντρο Βόλου, ακολούθησαν εκείνο της Αθήνας (1910), του Πειραιά (1912) και ολοένα πιο πυκνά, ωσότου µια πλειάδα σωµατείων ίδρυσε το 1918 τη Γενική Συνοµοσπονδία, τη ΓΣΕΕ που υπάρχει ως τα σήµερα. Η µαρξιστική ανάγνωση της ελληνικής κοινωνίας συνεισέφερε λοιπόν πολλά, µα δεν ήταν η µόνη που προκάλεσε τη σωµατειακή εκείνη έκρηξη. Ηταν επίσης η πολιτική του Βενιζέλου, που το 1914 αναγνώρισε θεσµικά την ύπαρξη και τον διακριτό ρόλο της εργατικής τάξης.

Στον αιώνα που ακολούθησε τα σωµατεία δοκιµάστηκαν πολλαπλά: στοχοποιήθηκαν ως επικίνδυνα στον µεσοπόλεµο, διεφθάρησαν ως ανάχωµα στην Αριστερά το ’60, υµνήθηκαν ως βάθρα της δηµοκρατίας στη µεταπολίτευση, απαξιώθηκαν ως µηχανισµοί µικροεξουσίας στις ηµέρες µας, µα ουδέποτε επιχειρήθηκε η πλήρης αποσύνθεσή τους όπως συµβαίνει σήµερα. Οι ατοµικές συµβάσεις εργασίας, εάν κατισχύσουν, θα σηµάνουν το τέλος των σωµατείων. Καθένας µόνος του εναντίον όλων προκειµένου να κερδίσει την εύνοια ενός εργοδότη που δεν ορίζεται πια ως ταξικός αντίπαλος. Μια κοινωνία ως µη κοινωνία, ως άθροισµα διαρκώς ανταγωνιζόµενων (µα άνισα ανταγωνιστικών) ατόµων – το όνειρο της «σιδηράς κυρίας». Και αν ίσως κάποιοι τολµήσουν να αντισταθούν συλλογικά, θα χαθούν στον κυκεώνα των προϋποθέσεων που θεσπίστηκαν ακριβώς για να αποτρέψουν τους αδύναµους να χρησιµοποιήσουν το ισχυρό τους όπλο: την απεργία.

Στις αρχές του 1928, όταν η κυβέρνηση Ζαΐµη αρνήθηκε το δικαίωµα απεργίας στους δηµόσιους υπαλλήλους, εκείνοι αντέτειναν την αρχή της σκληρής πραγµατικότητας: «Η απεργία είναι εν γεγονός, το οποίον δεν εξετάζεται από απόψεως νοµιµότητος» έγραψαν, «όπως δεν εξετάζη κανείς εάν βρέχη ή δεν βρέχη κατά [το] Σύνταγµα και τον νόµον, πεινά κανείς νοµίµως ή δεν πεινά, έχοµεν κυκλώνα ή θαλασσοταραχήν ή εκρήγνυται κεραυνός σύµφωνα µε το Σύνταγµα ή µε τους κειµένους νόµους και το υπαλληλο-σωµατειακόν ισχύον δίκαιον».

Η ανακοίνωση φέρει το αποτύπωµα του Καρυωτάκη, έγραψε ο Γ.Π. Σαββίδης. Η λεπτή ειρωνεία, ασυνήθιστη για συνδικαλιστικό κείµενο, το καθιστά πιθανό, παρότι δύσκολα φανταζόµαστε τον εσωστρεφή, πεισιθάνατο ποιητή στις επάλξεις. Ας µου επιτραπεί να προσαρµόσω στα καθ’ ηµάς την έξοχη καταληκτήρια φράση του: «Περιττόν λοιπόν ευρίσκοµεν τον κόπον του κ. αρχηγού των νεο-φιλελευθέρων να αντλεί υποδείγµατα εκ της γηραιάς Αλβιώνος. ∆ιότι αν δεν βρέχει εις το Λονδίνον, βρέχει ασφαλώς εις Παρισίους».

Ο Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.