Γιάννης Τσαρούχης: Μαθήματα ζωγραφικής και ζωής

«Ο φόβος μήπως πούνε λαϊκό ένα πράγμα είναι ο μεγαλύτερος πανικός του Eλληνος» λέει ο Τσαρούχης, που θεωρεί ότι η μεγαλύτερη πηγή του κακού είναι η αγραμματοσύνη

Παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές οι διαλέξεις που έδωσε ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης στη Χίο το 1981 και έγιναν βιβλίο.

Τον Ιούλιο του 1981 ο Γιάννης Τσαρούχης, σε ηλικία 71 χρόνων, παρέδωσε μια σειρά μαθημάτων για την ιστορία της ελληνικής ζωγραφικής στο Ιωνικό Κέντρο της Χίου. Παρότι πάγια τακτική του ήταν να αρνείται να καταγράφεται η φωνή του, η περίπτωση εκείνη αποτέλεσε εξαίρεση. Ετσι δέχτηκε να ηχογραφηθεί από το Τρίτο Πρόγραμμα, με τη φροντίδα του Μάνου Χατζιδάκι, και να κινηματογραφηθεί. Το πολύτιμο υλικό που προέκυψε απομαγνητοφωνήθηκε από τη ζωγράφο Ευφροσύνη Δοξιάδη και πρόσφατα κυκλοφόρησε σε βιβλίο με τίτλο «Μαθήματα ζωγραφικής».

Στις παραδόσεις ο Τσαρούχης διέτρεξε την ιστορία της ζωγραφικής από τη μινωική και μυκηναϊκή περίοδο μέχρι τον ιμπρεσιονισμό και τη μοντέρνα τέχνη. Το σχέδιο, το χρώμα και οι τεχνικές είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο δομεί τον λόγο του, ο οποίος βρίσκεται σε ανοιχτή επικοινωνία με την Ιστορία, την αρχαιολογία, τη γεωγραφία, την ψυχανάλυση. «Μιλάω για ζωγράφους κυρίως εγώ και ζητώ συγγνώμη απ’ τους άλλους που δεν τα λέω φιλολογικά να τα καταλάβουνε» λέει, παρότι, ενώ φαινομενικά μιλάει για την τέχνη του, αποτυπώνει σπάνιες σκέψεις πάνω στη ζωή. «Το πρόβλημα της ζωγραφικής είναι ένα πρόβλημα πολύπλοκο, διότι ο πόθος του ανθρώπου να σταματήσει τη ζωή εκεί που τη θέλει είναι μια ανάγκη μεγάλη […] Ο άνθρωπος θέλησε να σταματήσει ό,τι αγαπούσε» λέει και εξηγεί πως δεν είναι τυχαίο πως η τέχνη άκμασε στις νεκροπόλεις και στα νεκροταφεία, καθώς εκεί βρισκόταν ό,τι ο άνθρωπος ήθελε να επαναφέρει στη ζωή.

Εδινε μεγάλη αξία στην ακρίβεια και την αρμονία ενώ διαχώριζε τους τρόπους για τη θέαση ενός αντικειμένου: ή το νιώθεις και αποδίδεις την αίσθηση που σου δίνει ή το μετράς ως αντικείμενο και προσπαθείς να το αποδώσεις πιστά μα χωρίς ψυχή. Πίστευε πως η τεχνική αναζήτηση από μόνη της δεν ήταν ικανή να παραγάγει μεγάλη τέχνη. Οπως σημειώνει στην εισαγωγή η Ευφρ. Δοξιάδη, το ζήτημα που απασχόλησε πιο βαθιά από όλα τον Τσαρούχη ήταν η διαφορά μεταξύ του αληθινού και του ψεύτικου. Η αναζήτηση του αληθινού αποτυπώνεται έντονα στα κεφάλαια που αφορούν το χρώμα. «Δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλομε στη ζωγραφική, αλλά ό,τι μας λένε τα υλικά μας. Και η νίκη είναι ότι υποτάσσομε και μας υποτάσσουνε. Αν δεν υποταχτούμε στον χαρακτήρα τους, στη θέλησή τους, η ζωγραφική θα γίνει ψεύτικη και ανόητη. Η δεξιοτεχνία του ζωγράφου είναι να κάνει αυτό που του αντιστέκεται να μην αντιστέκεται. Αλλά όχι πολεμώντας το και βασανίζοντάς το, αλλά αφήνοντάς το να μιλήσει» εξηγεί.

Από την πρώτη κιόλας διάλεξη μνημονεύει τους δασκάλους του. Χαρακτηρίζει τον Δημήτρη Πικιώνη δάσκαλο πολλών Ελλήνων που ξεκίνησαν να γνωρίσουν την Ελλάδα και τον πρώτο που έφερε στην Ελλάδα τη μοντέρνα τέχνη, ενώ από τα μαθήματά του περνούν μεταξύ άλλων ο Ελ Γκρέκο, ο Ρενουάρ, ο Ρέμπραντ, ο Σεζάν, ο Ντελακρουά, ο Πικάσο, ο τόσο παρεξηγημένος στην εποχή του Θεόφιλος και ο Τσιτσάνης. Σπουδαίες είναι οι παρατηρήσεις του για τη λαϊκότητα και την ελληνικότητα, που άλλοτε έχουν επαινετική και άλλοτε υποτιμητική έννοια. «Ο φόβος μήπως πούνε λαϊκό ένα πράγμα είναι ο μεγαλύτερος πανικός του Ελληνος» λέει, ενώ μεγαλύτερη πηγή του κακού θεωρεί την αγραμματοσύνη.

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι η οπτική του σχετικά με το πώς χάλασε η ρυμοτομία των Αθηνών, μιας πόλης που αγαπάει βαθιά όσο κι αν τον πληγώνει, ενώ μεταξύ άλλων αναφέρεται στο γκρέμισμα του Δημοτικού Θεάτρου Αθηνών από τον δήμαρχο Κοτζιά, ενός κτιρίου-στολίδι. Οταν ερωτάται από το κοινό με ποια δικαιολογία καταστράφηκε το θέατρο, ο Τσαρούχης απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Μα αν υπήρχε δικαιολογία, θα ξέραμε γιατί πάμε στο διάολο».

INFO
Το βιβλίο «Μαθήματα ζωγραφικής» του Γιάννη Τσαρούχη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Aγρα