Human Rights Watch: «Η ελευθερία των ΜΜΕ σε κρίση» – Έκθεση ράπισμα για τα SLAPP Μητσοτάκη και ΑΑΔΕ στο Documento

Χαστούκι 101 σελίδων συνιστά μία ακόμη έκθεση, αυτή τη φορά από το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Human Rights Watch) για την ελευθερία των ΜΜΕ στην Ελλάδα, στον απόηχο της αντίστοιχης των Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF), πριν από μερικές ημέρες, που κατέταξαν την Ελλάδα στην 89η θέση στην Ελευθερία του Τύπου, μία θέση πιο χαμηλά από πέρυσι, πιο κάτω και από χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου.

Διαβάστε σχετικά: Ελευθερία Τύπου: 89η η Ελλάδα, μία θέση πιο κάτω το 2025 – Χαμηλότερα από τη Ζάμπια

Από την έκθεση του HRW, που βλέπει το φως της δημοσιότητας σήμερα Πέμπτη, 8 Μαΐου 2025, μόνο απαρατήρητα δεν πέρασαν, τα SLAPPs κατά της εφημερίδας Documento και του δημοσιογράφου και εκδότη, Κώστα Βαξεβάνη ενώ αναφέρεται και στις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο υποκλοπών που εκθέτουν την κυβέρνηση.

Το report με τίτλο: «Από το κακό στο χειρότερο: Η Επιδείνωση της Ελευθερίας των ΜΜΕ στην Ελλάδα», αποτυπώνει μία σειρά από ζητήματα καλώντας την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η ΕΕ στο σύνολό της καθώς στην Ελλάδα έχει σημειωθεί σημαντική μείωση της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης τα τελευταία χρόνια, ιδίως μετά την ανάληψη της εξουσίας από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας το 2019.

Όπως υπογραμμίζεται στην έκθεση οι διάχυτοι και σκόπιμοι περιορισμοί στη δημοσιογραφία στην Ελλάδα δημιουργούν ένα περιβάλλον στο οποίο η κριτική καταστέλλεται και η αυτολογοκρισία γίνεται ο κανόνας.

Οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν κρατική επιτήρηση, παρενόχληση και εκφοβισμό από φιλοκυβερνητικούς παράγοντες, καθώς και καταχρηστικές αγωγές από πολιτικούς, στοιχεία που απειλούν τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, αναφέρει το HRW.

Ειδικότερα, καταγράφει «το εχθρικό περιβάλλον για τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους από τότε που ανέλαβε τα καθήκοντά της η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 2019, συμπεριλαμβανομένης της παρενόχλησης, του εκφοβισμού, της παρακολούθησης και των καταχρηστικών αγωγών, τα οποία συμβάλλουν στην αυτολογοκρισία και υπονομεύουν την ελευθερία των μέσων ενημέρωσης. Το Human Rights Watch διαπίστωσε επίσης τη χρήση κρατικών κονδυλίων για την επιρροή της κάλυψης και την εκδοτική επιρροή στα δημόσια μέσα ενημέρωσης, επιδεινώνοντας περαιτέρω αυτό το κλίμα. Αυτές οι συνθήκες υπονομεύουν την ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα του κοινού στην ενημέρωση».

«Οι διάχυτοι και σκόπιμοι περιορισμοί στη δημοσιογραφία στην Ελλάδα δημιουργούν ένα περιβάλλον στο οποίο η κριτική δημοσιογραφία ασφυκτιά και η αυτολογοκρισία γίνεται ο κανόνας», δήλωσε ο Hugh Williamson, διευθυντής Ευρώπης και Κεντρικής Ασίας της Human Rights Watch. «Η ΕΕ πρέπει να αναγνωρίσει αυτό ως σοβαρή απειλή για τις δημοκρατικές αξίες και το κράτος δικαίου και να πιέσει την Αθήνα να αλλάξει πορεία».

Η έρευνα βασίζεται σε συνεντεύξεις με 26 δημοσιογράφους από διάφορα μέσα ενημέρωσης ενώ επισημαίνεται πως: «Το τοπίο των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση ιδιοκτησίας, με λίγα ισχυρά άτομα να ελέγχουν πολλά μέσα ενημέρωσης. Πολλοί από αυτούς έχουν δεσμούς με το κυβερνών κόμμα».

Σκάνδαλο υποκλοπών

Η έκθεση αφού αναφέρεται στο πολύκροτο σκάνδαλο των υποκλοπών τονίζει πως, εκτός της ΕΥΠ, υπήρχε: «μια πολύ ευρύτερη και αυξανόμενη λίστα στόχων, συμπεριλαμβανομένων δημοσιογράφων, πολιτικών, επιχειρηματιών, μελών της κυβέρνησης και δικαστικών αξιωματούχων, φέρεται να έχουν επίσης στοχοποιηθεί με το spyware Predator, σύμφωνα με το ερευνητικό μέσο ενημέρωσης Documento».

SLAPPs στο Documento

Σε άλλο σημείο, το HRW καταγράφει και στηλιτεύει το περιβάλλον που διαμορφώνεται γύρω από τα ΜΜΕ με αγωγές τύπου SLAPPS (Στρατηγικές αγωγές κατά της συμμετοχής του κοινού). «Το Documento, ένα ερευνητικό μέσο που έχει επανειλημμένα αναφερθεί σε περιστατικά φερόμενης διαφθοράς και παρανομίας από την κυβέρνηση και ισχυρών συμφερόντων στην Ελλάδα, έχει επανειλημμένα στοχοποιηθεί από δημόσια πρόσωπα για την κριτική του. Αυτό περιελάμβανε την απαγόρευση μετάδοσης κρατικής διαφήμισης (…), αγωγές και απόπειρες φυλάκισης του εκδότη. Ο γνωστός ερευνητικός δημοσιογράφος και εκδότης του Documento, Κώστας Βαξεβάνης, έχει αντιμετωπίσει πολυάριθμες ποινικές και αστικές αγωγές καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του λόγω του έργου του και του μέσου του για τη διαφθορά, πολλές από τις οποίες προέρχονται από πολιτικούς: ‘Μέχρι σήμερα, έχουμε περίπου 100 αγωγές από δημόσια πρόσωπα εναντίον μας. Στόχος είναι να πάρουμε τα μέσα ενημέρωσης ως ομήρους και να τα εξαντλήσουμε οικονομικά… Υπάρχουν αγωγές από τον πρωθυπουργό, τη σύζυγο του πρωθυπουργού, τον πρώην υπουργό Δικαιοσύνης [υπό τη Νέα Δημοκρατία]. Ποιος δικαστής θα με αθωώσει όταν η αγωγή προέρχεται από αυτούς; Επιπλέον, όλα τα [συστηματικά] μέσα ενημέρωσης παίζουν ιστορίες εναντίον μου, σκηνές δολοφονίας χαρακτήρα…. Αλλά όταν έρχεται η ώρα να αθωωθώ κανείς δεν θυμάται να το αναφέρει’».

Λίστα Πέτσα

Σε άλλο σημείο, για τη λεγόμενη λίστα Πέτσα, αναφέρει: «Περιελάμβανε πάνω από 1.200 μέσα ενημέρωσης, από μεγάλες εθνικές εφημερίδες έως μικρούς τοπικούς ιστότοπους. Ωστόσο, υπήρχαν αξιοσημείωτες παραλείψεις, συμπεριλαμβανομένου του Documento, ενός εξέχοντος μέσου ενημέρωσης που είχε ασκήσει κριτική στην κυβέρνηση, και η λίστα περιελάμβανε ιστότοπους χωρίς περιεχόμενο ή ανύπαρκτους, ραδιοφωνικούς σταθμούς-φαντάσματα και προσωπικά ιστολόγια. Επιπλέον, ένα δυσανάλογο ποσό χρηματοδότησης διατέθηκε σε φιλοκυβερνητικά μέσα, με ορισμένα να λαμβάνουν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ, ενώ επικριτικά ή αντιπολιτευόμενα μέσα έλαβαν μόνο μερικές χιλιάδες. Σύμφωνα με το ανεξάρτητο μέσο ενημέρωσης The Press Project, τα επικριτικά/αντιπολιτευόμενα μέσα έλαβαν το 1% της συνολικής χρηματοδότησης».

Οικονομικά SLAPPs της ΑΑΔΕ

Επιπροσθέτως, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στηλιτεύει τις πρακτικές SLAPP της ΑΑΔΕ με στοχευμένα πρόστιμα κατά του Documento.
«Το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ελευθερία του Τύπου και των Μέσων Ενημέρωσης, μια μη κυβερνητική οργάνωση, εξέφρασε «απογοήτευση» και καταδίκασε «απερίφραστα» την επιβολή προστίμου 435.000 ευρώ στην Documento τον Δεκέμβριο του 2023 για φερόμενη πραγματοποίηση παράνομων συναλλαγών και εκπτώσεων με τους διαφημιστές της. Το Documento αρνείται κατηγορηματικά αυτούς τους ισχυρισμούς, χαρακτηρίζοντας τους κλιμακούμενους ελέγχους και το αρχικό υπέρογκο πρόστιμο των 435.000 ευρώ – που αργότερα μειώθηκε σε 240.000 ευρώ – ως μια πολιτικά φορτισμένη προσπάθεια φίμωσης της κριτικής της δημοσιογραφίας. Η εφημερίδα επιμένει ότι οι εκπτώσεις ήταν νόμιμες επιχειρηματικές πρακτικές και σχεδιάζει να αμφισβητήσει το πρόστιμο στο δικαστήριο. Σύμφωνα με το Documento, η συνεχιζόμενη διαμάχη ξεκίνησε πριν από τρία χρόνια με ανώνυμες κατηγορίες που στάλθηκαν στις φορολογικές αρχές. Σύμφωνα με την Documento, ένας επίσημος έλεγχος τον Οκτώβριο του 2023 δεν βρήκε στοιχεία για παράπτωμα. Η υπόθεση εναντίον του Documento βρίσκεται σε εξέλιξη».

«Τεράστια ερωτήματα»

Υπογραμμίζεται πως αφού σημειώνει ότι «η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, που εξελέγη τον Ιούλιο του 2019, επιδίωξε να προβάλει διεθνώς την εικόνα μιας προοδευτικής και σύγχρονης κυβέρνησης», συνεχίζει υπογραμμίζοντας ότι: «τεράστια ερωτηματικά εγείρονται πάνω από αυτήν την προοδευτική εικόνα, δεδομένων των βάσιμων ανησυχιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα σχετικά με τις εσωτερικές πολιτικές που δεν σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα αυστηρά αντιμεταναστευτικά μέτρα, τις κατασταλτικές τακτικές αστυνόμευσης, τα σκάνδαλα και τις προσπάθειες καταστολής των επικριτικών φωνών».

«Παρά τις υποχρεώσεις της Ελλάδας ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι τρέχουσες εγχώριες πρακτικές, όπως καταγράφονται στην παρούσα έκθεση, καταδεικνύουν ένα μοτίβο συμπεριφοράς που υπονομεύει τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, ιδίως όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία του Τύπου. Αυτές οι ενέργειες παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αξίες της ΕΕ που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και συγκεκριμένα τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ισότητα, το κράτος δικαίου και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων», γράφει μεταξύ άλλων.

Επισημαίνει ακόμα: «Στους ασκούντες κριτική συγκαταλέγονται δημοσιογράφοι -ιδιαίτερα όσοι εργάζονται σε ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και σε ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία-, ακτιβιστές και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Οι δημοσιογράφοι έχουν στοχοποιηθεί με διάφορους τρόπους, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης κατασκοπευτικού λογισμικού (όπως στην υπόθεση υποκλοπών μέσω Predator) αλλά και των φαινομενικά νόμιμων μεθόδων που χρησιμοποιούνται στην πράξη για να παρενοχλούν, να εκφοβίζουν, ακόμη και να φιμώνουν τη διαφωνία και τη δημοσιογραφική έρευνα. Οι εκστρατείες διαδικτυακής παρενόχλησης, οι οποίες συχνά ενορχηστρώνονται ή ενθαρρύνονται από παράγοντες που πρόσκεινται στη κυβέρνηση, συμβάλλουν περαιτέρω σε ένα εχθρικό περιβάλλον για τους δημοσιογράφους. Οι ενέργειες αυτές, σε συνδυασμό με την αδυναμία της κυβέρνησης να διασφαλίσει τον πλουραλισμό των ΜΜΕ, με τον κυβερνητικό έλεγχο επί των κρατικών μέσων ενημέρωσης και με την αυτολογοκρισία των δημοσιογράφων και συντακτών, έχουν δυσμενείς συνέπειες για τη δημοκρατία και το δικαίωμα των πολιτών στην ενημέρωση στην Ελλάδα».

Παρά τις υποχρεώσεις της Ελλάδας ως κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι υφιστάμενες εγχώριες πρακτικές, όπως καταγράφονται στην παρούσα έκθεση, αναδεικνύουν πρακτικές που υπονομεύουν τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, ειδικά σε ό,τι αφορά την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθεροτυπία. Οι ενέργειες αυτές παραβιάζουν τις θεμελιώδεις αρχές της ΕΕ που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την ελευθερία, τη δημοκρατία, την ισότητα, το κράτος δικαίου και τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ο πλουραλισμός των ΜΜΕ, υπό την έννοια της ύπαρξης ενός ποικιλόμορφου φάσματος μέσων ενημέρωσης υπό διάφορα ιδιοκτησιακά καθεστώτα και με ποικίλες απόψεις, είναι θεμελιώδης για την υγιή δημοκρατία και παρέχει ένα επίπεδο ανεξάρτητου ελέγχου που βοηθάει στην προάσπιση του κράτους δικαίου. Η Human Rights Watch διαπίστωσε ότι στην Ελλάδα ένα έντονα συγκεντρωτικό μιντιακό τοπίο, όπου κυριαρχούν τα μέσα που ευθυγραμμίζονται με το εκάστοτε κυβερνών κόμμα, υπονομεύει τον εν λόγω πλουραλισμό. Η κατάσταση αυτή οφείλεται, τουλάχιστον ως έναν βαθμό, στις ανεπαρκείς νομικές ασφαλιστικές δικλείδες για την πρόληψη της συγκέντρωσης των ΜΜΕ και στην αθέμιτη πολιτική επιρροή, καθώς επίσης και στην ανεπαρκή εφαρμογή του υφιστάμενου νομικού πλαισίου για τη ρύθμιση των ΜΜΕ, στη διαφάνεια στο ιδιοκτησιακό καθεστώς τους και στον ανταγωνισμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα συμφέροντα των ιδιοκτητών των μέσων ενημέρωσης να μπορούν να υπερισχύουν έναντι των αρχών της ανεξάρτητης δημοσιογραφίας, γεγονός το οποίο, όταν συνδυάζεται με στοχευμένες προσπάθειες κυβερνητικών αξιωματούχων να φιμώνουν ανεξάρτητες φωνές, δημιουργεί ένα τοπίο που ευνοεί τη θετική προβολή της κυβέρνησης. Αυτό οδηγεί επιπλέον στην καταστολή της δημοσιογραφίας που ασκεί κριτική και στη διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού στα ΜΜΕ.

Στη σύνοψή του, το HRW, τονίζει: «Εξίσου ανησυχητική είναι η ευκολία με την οποία στο Ελληνικό Δίκαιο οι ισχυροί παράγοντες δύνανται να εργαλειοποιούν το νομικό σύστημα και να στρέφονται κατά επικριτικών δημοσιογράφων μέσω καταχρηστικών αγωγών, των αποκαλούμενων SLAPP (Strategic Lawsuits Against Public Participation), οι οποίες αποσκοπούν στην οικονομική εξάντληση και τον εκφοβισμό των ανεξάρτητων μέσων. Βασικό μέσο για αυτές τις αγωγές είναι ο παροχυμένος, ηλικίας δεκαετιών, Νόμος περί Αστικών Αδικημάτων για τη δυσφήμιση που είναι γνωστός και ως «τυποκτόνος νόμος». Η Ελλάδα δεν διαθέτει ισχυρές ασφαλιστικές δικλείδες κατά των συγκεκριμένων αγωγών προκειμένου να περιοριστεί η κατάχρηση του νομικού συστήματος για τη φίμωση δημοσιογράφων και υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας πρόσφατα τροποποιήθηκε με στόχο την αποποινικοποίηση της «απλής δυσφήμησης», δηλαδή της διάδοσης ενός γεγονότος (ακόμα και αληθούς) το οποίο μπορεί να προσβάλει την τιμή ή τη φήμη κάποιου. Ωστόσο, παρά την αυξανόμενη ομοφωνία σε ό,τι αφορά το διεθνές δίκαιο και τις εκκλήσεις διεθνών εμπειρογνωμόνων για την κατάργηση του ποινικού αδικήματος της συκοφάντησης, η νομοθεσία της Ελλάδας εξακολουθεί να στοιχειοθετεί ποινική ευθύνη για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμιση -διάδοση ισχυρισμού που βλάπτει την τιμή ή τη φήμη ενός προσώπου, παρά τη γνώση ότι είναι ψευδής– γεγονός που αποτελεί μία ακόμα τροχοπέδη για τη δημοσιογραφία».

Και σημειώνει, σε άλλο σημείο: «Το σκάνδαλο των υποκλοπών το 2022 αναδεικνύει έναν ακόμα προβληματισμό: η κυβέρνηση φαίνεται να υπονομεύει μεθοδικά τις προσπάθειες απόδοσης ευθυνών, στις οποίες ενδεχομένως εμπλέκονται πολιτικοί και άλλοι κρατικοί αξιωματούχοι. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση επικαλέστηκε ζητήματα εθνικής ασφάλειας ώστε να παρεμποδίσει την αποκάλυψη συναφών και αποδεικτικών στοιχείων, ενώ ο Γενικός Εισαγγελέας έχει διατάξει έρευνα για την ταυτοποίηση των μαρτύρων που παρείχαν τα εν λόγω στοιχεία, στο πλαίσιο μίας φαινομενικά συντονισμένης προσπάθειας συγκάλυψης παρατυπιών. Ομοίως, με το σκάνδαλο της Λίστας Πέτσα, που αφορά τη διαδικασία διανομής δημόσιων κονδυλίων σε μέσα ενημέρωσης από την ελληνική κυβέρνηση, αναδεικνύεται ένα ανησυχητικό μοτίβο απροθυμίας των αρχών να αποκαλύψουν τις σχετικές πληροφοριές που αποσκοπούν στην προάσπιση της διαφάνειας και στην απόδοση ευθυνών. Η αρχική άρνηση δημοσιοποίησης της λίστας των αποδεκτών των κονδυλίων, μια σειρά από ενδείξεις μεροληψίας κατά την απόδοση των κονδυλίων και η παρεμπόδιση των ερευνών είναι παραδείγματα σκόπιμων προσπαθειών απόκρυψης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων από τον δημόσιο έλεγχο με αποτέλεσμα την υπονόμευση της διαφάνειας και τη διάβρωση των δημοκρατικών αρχών».

«Η κυβέρνηση πρέπει να αποδεχθεί ότι οφείλει να λάβει αποφασιστικά μέτρα για να αντιμετωπίσει τις ανησυχίες που εκφράζονται από πολλές πηγές σχετικά με την πολύπλευρη υπονόμευση της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα. Η επίμονη διάψευση του προβλήματος και η αδυναμία ανάληψης δράσης θα θέσει σε κίνδυνο το κύρος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς διακυβεύονται βασικές αρχές του κράτους δικαίου. Η προστασία των δημοσιογράφων από την παρενόχληση και τον εκφοβισμό, η προάσπιση του δικαιώματος στην πληροφόρηση, η προώθηση του πλουραλισμού των μέσων ενημέρωσης και η καλλιέργεια ενός κλίματος που ευνοεί την ανεξάρτητη δημοσιογραφία αποτελούν ουσιώδη βήματα προκειμένου η Ελλάδα να τηρήσει τις δημοκρατικές της δεσμεύσεις και να διασφαλίσει μια ελεύθερη και ανοικτή κοινωνία», καταλήγει.

Ολόκληρη έκθεση του Human Rights Watch εδώ 

Διαβάστε επίσης:

Διαβάστε επίσης: Τιράνα Χασάν (Human Rights Watch): Στην Ελλάδα ο χώρος στενεύει ανησυχητικά και για τα ΜΜΕ

Κεν Ροθ (Human Rights Watch): «Κατάφωρα ψέματα ότι δεν υπάρχουν pushbacks»

«Ράπισμα» και από το Human Rights Watch για νομοσχέδιο ΕΥΠ και σκάνδαλο υποκλοπών