Μάνος Χατζιδάκις, ο μεγάλος αιρετικός

Η σειρά εκδηλώσεων και αφιερωμάτων για τα 25 χρόνια από τον θάνατο του Μάνου Χατζιδάκι το πιθανότερο είναι ότι τον ίδιο δεν θα τον έβρισκαν σύμφωνο, αφού είχε δηλώσει επανειλημμένως: «Δε μ’ αρέσει η αναμνησιολογία, την απεχθάνομαι. Είναι χειρότερη κι από μνημόσυνο. Τους ανθρώπους που έχουν φύγει αλλά παραμένουν ζωντανοί τους έχουμε καθημερινά τοποθετημένους μέσα μας και τους κουβαλάμε σ’ ολόκληρη τη ζωή μας».

*H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης

Και όντως αυτό συμβαίνει για όσους λάτρεψαν τη μουσική του, για όσους στήνονταν στο Γ΄ Πρόγραμμα για να ακούσουν τα παρεμβατικά του σχόλια. Και αν τα τραγούδια του έμειναν, η φυσική απουσία του ωστόσο είναι σχεδόν οδυνηρή. Ασυμβίβαστος και ανατρεπτικός,

οι απόψεις του ποτέ δεν χώρεσαν κάτω από το τενεκεδένιο σήμα ενός κόμματος. Είχε στηλιτεύσει σε στιγμές ανύποπτες τον ηθικοπλαστικό εθνικισμό. Είχε εντοπίσει τους εχθρούς της πολιτικής που δεν είναι άλλοι από τον λαϊκισμό και τον ελιτισμό. Πίστευε σε μια δημογεροντία του πνεύματος και όχι σε μια αγία αποστολική οικογένεια του πρίγκιπος Φρανκενστάιν, όπως θεωρούσε την ΕΕ. Είχε μιλήσει για το τέρας του φασισμού σε μια περίοδο που οι περισσότεροι με θολωμένο το μυαλό από την πασοκική ευδαιμονία είτε δεν το έβλεπαν είτε ασχολούνταν με ψευδεπίγραφες διανοητικές κράμπες. Για την αιρετική του στάση πλήρωσε βαρύ τίμημα, πέφτοντας θύμα του χυδαίου αυριανισμού και όχι μόνο.

Ο Χατζιδάκις δεν κατατάσσεται στους στρατευμένους καλλιτέχνες, ήταν όμως πάντα παρών όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν ή το υπαγόρευε η συνείδησή του. Ελάχιστοι π.χ. γνωρίζουν ότι υπήρξε ΕΠΟΝίτης και μάλιστα στα Δεκεμβριανά συνέθεσε ένα χριστουγεννιάτικο ορατόριο (ανέκδοτο μέχρι σήμερα) για να εμψυχώσει τον χειμαζόμενο λαό. Περίπου 30 χρόνια αργότερα θα γράψει τη μουσική για την ταινία «Faccia di spia», αφιερώνοντας μια μακρόσυρτη σουίτα στον Τσε Γκεβάρα. Γιατί η μουσική του για το σινεμά δεν περιορίζεται στα εύκολα σουξεδάκια για τις ανάγκες του βιοπορισμού, αλλά κινείται σε όλη την γκάμα των αισθήσεων και των παραισθήσεων, άλλοτε αγγίζοντας τον νεορεαλισμό της μετεμφυλιακής Ελλάδας στον «Δράκο» και άλλοτε υπογραμμίζοντας την απελευθέρωση από τα εσωτερικά και εξωτερικά δεσμά, όπως στο αναρχικό παραμύθι «Sweet movie».

Στην ουσία μελοποίησε την έννοια του Ελληνα όπως αυτός τη φανταζόταν, στην πολιτισμική, κοινωνική και γεωγραφική του υπόσταση, παραδίδοντας μαθήματα αισθητικής και αισθηματικής αγωγής. Οντας μεταξύ Ανατολής και Δύσης βάζει το μπουζούκι να συνομιλεί με το βιολί, το ρεμπέτικο με τις συμφωνίες του Μάλερ και τη Σαπφώ με τον Λόρκα, σε μια θαυμαστή ισορροπία λόγιου και λαϊκού.

Αν ο Χατζιδάκις ήταν επιχείρηση, θα είχε για λογότυπο το όνειρο που βγάζει τα πράγματα από τη φθορά και μας ξεναγεί στην οδό της συλλογικής ευαισθησίας. Γι’ αυτό εκείνος θα βρίσκεται πάντα ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τα άστρα και μαζεύονται οι ποιητές, ενώ εμείς θα φυλάσσουμε σαν εγκόλπιο τα λόγια και τις πράξεις του που δεν εννοούν να λιποθυμήσουν αλλά μας κρατάνε ξάγρυπνους μέσα στο άγχος των καιρών.