Μισέλ Δημόπουλος: Το σινεμά ήταν ο παράδεισός του

Μισέλ Δημόπουλος: Το σινεμά ήταν ο παράδεισός του

Το 1991 ο σπουδαγμένος στο Παρίσι κριτικός κινηματογράφου Μισέλ Δημόπουλος ανέλαβε ύστερα από πρόταση του Απόστολου Δοξιάδη τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το οποίο και διεθνοποίησε στη συνέχεια.

Το περίφημο άνοιγμα του φεστιβάλ προς το διεθνές σινεμά (που πρώτη η ΠΕΚΚ, της οποίας ο Μισέλ ήταν συνιδρυτής είχε προτείνει, προκαλώντας αντιδράσεις) δεν ήταν πάντως χωρίς εμπόδια ή αναταράξεις.

Ηταν σε παρακμή το φεστιβάλ

«Οταν ανέλαβα τα ηνία του τότε Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου –με σαφή αποστολή από το υπουργείο την προοπτική της διεθνοποίησής του– ζοφερή ήταν η εικόνα που παρουσίαζε: ο θεσμός βρισκόταν σε πλήρη παρακμή, βαριά ‘‘ασθενής’’, ανυπόληπτος σε κοινό και επαγγελματίες, χωρίς καμιά διεθνή απήχηση, μια οργάνωση που ομφαλοσκοπούσε με συντεχνιακή αντίληψη και έδινε την εντύπωση ενός ξεφτισμένου μικρού πανηγυριού» μου είχε πει πριν από τρία χρόνια ο Μισέλ, στο πλαίσιο ενός αφιερώματος που ετοιμάζαμε στην εφημερίδα για την ιστορία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. «Ενα συνολικό σχέδιο» είχε εξηγήσει, «αναδιοργάνωσης και αναδόμησης του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ήταν βέβαια αναγκαίο και επείγον, αλλά το τοπίο ήταν ακόμη δύσβατο, με αναρίθμητες δυσκολίες και παγίδες. Για πολλά χρόνια αντιμετωπίσαμε τις αγκυλώσεις και τις παθογένειες μιας παρωχημένης προστατευτικής νοοτροπίας που θεωρούσε ότι η διεθνοποίηση απειλούσε τον εγχώριο κινηματογράφο» ήταν τα ακριβή λόγια του για εκείνη τη δύσκολη περίοδο.

Ο Δημόπουλος τα κατάφερε με όπλα του το ήθος, τη γνώση και κυρίως την αδιαπραγμάτευτη αγάπη του για το καλό σινεμά. Με στενό συνεργάτη τον Δημήτρη Εϊπίδη (που αργότερα θα καθόταν κι εκείνος στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΦΚΘ) ο Μισέλ το 1992 έκανε διεθνές το φεστιβάλ, κερδίζοντας την αναγνώριση της εγχώριας κινηματογραφικής κοινότητας αλλά και την εκτίμηση του κοινού της Θεσσαλονίκης. Η σημαντικότητα εκείνης της αλλαγής ταυτότητας για το Φεστιβάλ φαίνεται κυρίως σήμερα, καθώς έχει καταξιωθεί πλέον ως το σημαντικότερο ίσως των Βαλκανίων και ένα από τα πιο δημοφιλή της Ευρώπης.

Ηρεμη φυσιογνωμία, βαθύς γνώστης του κινηματογράφου αλλά και πρωτοπόρος σε πολλά πράγματα, ο Μισέλ ξεκίνησε από κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα «Αυγή», ενώ ανέλαβε την ευθύνη έκδοσης του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος» στη δεύτερη εποχή του, προτού αναλάβει υπεύθυνος ξένου προγράμματος στην ΕΡΤ (αλλά και προγραμματιστής της θρυλικής «Κινηματογραφικής λέσχης» μαζί με τον Γιάννη Μπακογιαννόπουλο) για σχεδόν όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80.

Είχε σινεφίλ αθωότητα

Η πρώτη φορά που τον γνώρισα ήταν το 1995. Οι συζητήσεις μαζί του ήταν πάντα απολαυστικές. Η γενναιοδωρία, το φωτεινό πνεύμα, το γεγονός πως δεν ήταν απόλυτος ή δογματικός στα όσα έλεγε και το μόνιμο χαμόγελό του σε κέρδιζαν. Οπως και η διαπίστωση πως διατηρούσε την αθωότητα του σινεφίλ ο οποίος ψάχνει να βρει πάντα το επόμενο «αριστούργημα» στη σκοτεινή αίθουσα. «Μην χάσεις τον Κορεάτη» μου είχε πει το 2003, «δες οπωσδήποτε την ταινία του “Μνήμες φόνων”. Αυτός, να μου το θυμηθείς, θα αφήσει εποχή». Ο λόγος για τον άγνωστο τότε Μπονγκ Τζουν-χο, που είχε έρθει μάλιστα και στη Θεσσαλονίκη και είκοσι χρόνια μετά σάρωνε τα Oσκαρ με τα «Παράσιτα». Ο Μισέλ λάτρευε να ανακαλύπτει τα νέα ταλέντα. Εκτός του Νοτιοκορεάτη Μπονγκ Τζουν-χο είχε φέρει ακόμη στο φεστιβάλ τους άγνωστους τότε Αλεξάντερ Πέιν, Ντάρεν Αρονόφσκι, Χιροκάζου Κόρε Εντα, Τζαφάρ Παναχί, Πάβελ Παβλικόφσκι, Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν. Ομως και οι διασημότητες υπήρχαν στην ατζέντα του. Ο Ιρανός Αμπάς Κιαροστάμι ήταν το πρώτο μεγάλο όνομα που έφερε στη Θεσσαλονίκη (στην αρχική του μάλιστα διοργάνωση το 1991), για να ακολουθήσουν οι Ιταλοί Μάρκο Μπελόκιο και Νάνι Μορέτι, η Ανιές Βαρντά, ο Τζον Μπούρμαν, ο Γέρζι Σκολιμόφσκι,ο Μίκλος Γιάντσο, ο Οτάρ Ιοσελιάνι, ο Ναγκίσα Οσιμα, ο Μίκαελ Χάνεκε, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο Κεν Λόουτς, η Φέι Νταναγουέι, η Κατρίν Ντενέβ, ο Ρόι Αντερσον, ο Χάρβει Καϊτέλ, η Ιζαμπέλ Ιπέρ, ο Πίτερ Γκριναγουέι και ο Μπομπ Ράφελσον, μεταξύ άλλων, που χάρισαν λάμψη στο φεστιβάλ.

Ο Δημόπουλος, που παρέμεινε στο τιμόνι του φεστιβάλ μέχρι το 2005, ενδιαφερόταν κυρίως για τον εκπαιδευτικό ρόλο του φεστιβάλ και τη μύηση των θεατών σε ένα ψαγμένο σινεμά που έχει πολύ περισσότερα να προσφέρει από μια ανάλαφρη δίωρη ψυχαγωγία. Μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμενε όχι μόνο δραστήριος (ήταν υπεύθυνος προγράμματος στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Λισσαβώνας) αλλά και ανήσυχος σινεφίλ. Σε ένα κείμενό του για τους κρυμμένους θησαυρούς που μπορεί να ανακαλύψει κάποιος στις τηλεοπτικές πλατφόρμες έγραφε: «Ψαχουλεύοντας με ζήλο και επιμονή στα άδυτα υπόγεια του κολοσσού Netflix όλο και κάτι μπορεί κανείς τελικά να ξετρυπώσει αρκεί να μην παρασύρεται (ή να ξεγελιέται), στην πορεία, από τον πληθωρισμό διαφημιστικών ταμπελών σειρών και ταινιών (πάντα ίδιες) και κυρίως να τρέφει μια αδυναμία, μια περιέργεια προς τις κρυφές πτυχές της ιστορίας του σινεμά (και την παραγωγή μικρότερων χωρών) που μάλλον δεν πρόκειται να ξαναδεί ποτέ και πουθενά στη χώρα μας. Δηλαδή πρέπει να είναι κάπως σινεφίλ και μάλιστα χαλκέντερος και να μην παθαίνει πανικό μπροστά σε βουβές και ασπρόμαυρες ταινίες».

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter