Ο πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου επιμένει στην ανταλλαγή των Γλυπτών

Ο Τζορτζ  Όσμπορν επανέλαβε ότι το Βρετανικό Μουσείο ελπίζει να καταλήξει σε συμφωνία με την Ελλάδα για «προσωρινή» επιστροφή των Γλυπτών με αντάλλαγμα σπάνιες ελληνικές αρχαιότητες.

Την Πέμπτη, ο κ. Όσμπορν στο ετήσιο δείπνο των διαχειριστών του Βρετανικού Μουσείου στην γκαλερί Duveen, όπου φιλοξενούνται τα Γλυπτά του Παρθενώνα, επανέλαβε ότι ελπίζει πως το Βρετανικό Μουσείο «μπορεί να καταλήξει σε συμφωνία με την Ελλάδα» με αντάλλαγμα αρχαία αντικείμενα που δεν έχουν δει ποτέ στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Με τους δικούς του όρους, δηλαδή, που απηχούν την αποικιοκρατική αντίληψη ότι τα κλεμμένα Παρθενώνια Γλυπτά είναι ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου , παρά την ιστορική απόφαση της Ουνέσκο που θεωρεί ότι το ζήτημα της ελληνικής διεκδίκησης έχει διακυβερνητικό χαρακτήρα και δεν αφορά αποκλειστικά το Βρετανικό Μουσείο.

Τα ίδια περίπου είχε δηλώσει ο κ. Όσμπορν και πρόσφατα, στις 19 Οκτωβρίου, σε επίσημη ομιλία του στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, ισχυριζόμενος ότι το μουσείο βρίσκεται σε συνομιλίες με την Ελλάδα για την προσωρινή επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα με ανταλλάγματα.

Η ελληνική πλευρά δεν έκανε δηλώσεις διάψευσης (μέχρι στιγμής) για τις αναφορές αυτές, οι οποίες μάλιστα γίνονται σε μια απολύτως αρνητική συγκυρία για το Βρετανικό Μουσείο, μετά το σάλο που ξέσπασε τον περασμένο Αύγουστο για την επί 20 χρόνια κλοπή αρχαιοτήτων-μεταξύ των οποίων και ελληνικές-και τη μεγάλη ζημιά που έχει υποστεί το κύρος του ιδρύματος.

Το ερώτημα γιατί η ελληνική κυβέρνηση δεν κόβει μαχαίρι το θέμα της επιστροφής υπό όρους είναι κρίσιμο και δεν έχει απαντηθεί. Το δε επιχείρημα ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε διαπραγμάτευση αλλά δεν τη δημοσιοποιεί διότι αυτό θα ακύρωνε την ίδια τη διαδικασία, δεν ευσταθεί. Διότι οι κόκκινες ελληνικές γραμμές είναι διαχρονικές, πάγιες και αμετάβλητες, μη αναγνωρίζοντας στο Βρετανικό μουσείο δικαίωμα κυριότητας, νομής ή κατοχής στα Γλυπτά του Παρθενώνα, τα οποία βρίσκονται στο μουσείο ως προϊόν καταστροφικής κλοπής. Και όποιος αγνοεί επίτηδες και τόσο συχνά τις πάγιες ελληνικές θέσεις πρέπει να λάβει απάντηση.

Τα κίνητρα του κ. Όσμπορν για τις θέσεις που δημοσιοποιεί μπορεί να είναι πολλαπλής ανάγνωσης. Μπορεί να θέλει να ανακτήσει το χαμένο κύρος του μουσείου παρουσιάζοντας τον οργανισμό ανοιχτό σε συνομιλίες με την άλλη πλευρά, με δεδομένο ότι έχει σηκωθεί μεγάλη συζήτηση για τι θέμα της ασφάλειας των ξένων θησαυρών στο μουσείο. Η μπορεί να θέλει να αλλάξει την ατζέντα και να προετοιμάσει τη βρετανική κοινή γνώμη ότι επιδιώκει μια «συμφέρουσα» και για τα δύο μέρη συμφωνία, έτσι ώστε η δική μας άρνηση να παρουσιαστεί ως αδιάλλακτη. Μπορεί βέβαια και να του άνοιξε η όρεξη μετά τη συμφωνία που υπέγραψε η ελληνική κυβέρνηση για τη «επιστροφή» της Συλλογής Στερν.

Μόνο που (φαίνεται να) αγνοεί ότι θα ήταν αδιανόητο Ελληνας πρωθυπουργός να υπογράψει ότι η Ελλάδα αφού παραλάβει προσωρινώς τα Μάρμαρα του Παρθενώνα δεσμεύεται να τα γυρίσει πίσω στους κλέφτες…

Όποια και να είναι τα κίνητρα του Προέδρου του Βρετανικού Μουσείου, δεν μπορεί να κάνει δηλώσεις για ένα μείζον εθνικό θέμα και η ελληνική κυβέρνηση από την πλευρά της να σιωπά. Γιατί όποιος δεν απαντά στα μεγάλα εθνικά θέματα ουσιαστικά αφήνει περιθώρια να θεωρηθεί ότι συναινεί. Με δεδομένο μάλιστα ότι αυτός που αγνοεί δημόσια τις ελληνικές κόκκινες γραμμές φέρει, ως πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου, την ευθύνη για το μεγαλύτερο σκάνδαλο κλοπής στην ιστορία του οργανισμού.