Όταν η «Στέλλα» σύστησε την Μερκούρη στον Ντασέν

Η Μελίνα Μερκούρη που έσβησε στις 6 Μαρτίου του 1994, στα 74 της χρόνια είχε ταυτιστεί απόλυτα με το ρόλο της «Στέλλας».

Ο Μιχάλης Κακογιάννης έκανε το σκηνοθετικό ντεμπούτο του το 1954 με το «Κυριακάτικο ξύπνημα» που είχε πρωταγωνιστές τους Έλλη Λαμπέτη, Δημήτρη Χορν και Γιώργο Παππά. Ένα χρόνο μετά γύρισε την «Στέλλα» που αποτέλεσε το έναυσμα για τη μεγάλη διεθνή καριέρα που θα ακολουθούσε.

Η ταινία συμμετείχε στο επίσημο πρόγραμμα του φεστιβάλ των Καννών κι ήταν υποψήφια για το Χρυσό Φοίνικα, ενώ λίγους μήνες αργότερα κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Η «Στέλλα» δεν έκανε διάσημο μόνο το σκηνοθέτη αλλά και την πρωταγωνίστρια του. Η Μελίνα ταυτίστηκε τόσο πολύ με το ρόλο της ατίθασης γυναίκας, ώστε μετά από την πανηγυρική προβολή στις Κάννες το όνομα της άρχισε να συζητείται έντονα στα πέριξ του φεστιβάλ της Κρουαζέτ. Μάλιστα δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεωρούσαν ότι θα αποσπούσε το βραβείο ερμηνείας του φεστιβάλ, για το ρόλο της ασυμβίβαστης γυναίκας που επιλέγει να είναι ελεύθερη και αφεντικό του εαυτού της. Όμως τελικά το έχασε από ολόκληρο το καστ της ταινίας «A big family» του ρώσου σκηνοθέτη Γιοσίφ Κέιφιτς («Η κυρία με το σκυλάκι») ενώ ο Χρυσός Φοίνικας δόθηκε στο «Marty» του Ντέλμπερτ Μαν.

Σε εκείνη την τελετή γνωρίστηκαν για πρώτη φορά ο Ζιλ Ντασέν, ο οποίος συμμετείχε επίσης στο διαγωνιστικό με το «Ριφιφί» με το οποίο μάλιστα απέσπασε το βραβείο του καλύτερου σκηνοθέτη. Ο Ντασέν πλησίασε την Μερκούρη που έκλαιγε για την απώλεια του βραβείου ερμηνείας, προσπαθώντας να την παρηγορήσει με τη φράση «καλά μην κάνετε έτσι, ένα απλό βραβείο είναι». Η πληρωμένη απάντηση της Μελίνας («το λες αυτό επειδή εσύ πήρες το δικό σου βραβείο») ίσως είναι ένας βασικός λόγος για το πώς η ελληνίδα σταρ κέρδισε την καρδιά του αμερικανοεβραίου σκηνοθέτη μια για πάντα.

 

Το σενάριο της «Στέλλας» αποτελούσε διασκευή της θεατρικής «Στέλλας με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλη, που με τη σειρά του εμπνεύστηκε την ιστορία της ασυμβίβαστης γυναίκας από το μύθο της Κάρμεν. Τα γυρίσματα της σκηνής στο κέντρο «Παράδεισος» όπου τραγουδά η ηρωίδα το τραγούδι του Χατζιδάκι με στίχους του Κακογιάννη «Αγάπη που έγινες δίκοπο μαχαίρι» έγιναν στην Ταβέρνα του Κουλού στην Καλλιδρομίου, στα Εξάρχεια. Η ταινία που γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία στην  Α προβολή της (πρώτη από όλες τις ελληνικές ταινίες με πάνω από 134.000 εισιτήρια) αρχικά αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα από μεγάλη μερίδα της κριτικής.

«Η χυδαιότητα και η ξετσιπωσιά παρουσιάζονται σαν ηρωισμός» έγραψε ο Αντώνης Μοσχοβάκης στην «Επιθεώρηση τέχνης» συμπληρώνοντας ότι «… ξένος ακόμα στον τόπο μας ο Κακογιάννης οφείλει να μελετήσει βαθύτερα την ελληνική πραγματικότητα», ενώ ο Κώστας Σταματίου στην «Αυγή» υπερθεμάτιζε: «Αυτό που βλέπουμε είναι ένα ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ό,τι χαμηλότερο, ό,τι πιο “λούμπεν”, ό,τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Είναι ένα καλομελετημένο συνοθύλευμα χυδαίου νατουραλισμού, μοιρολατρίας γαλλικής σχολής (της προπολεμικής εποχής), ψευτοελληνικού λαογραφικού στοιχείου (σερβίρει στους ξένους για Ελλάδα τα τουρκοανατολίτικα μπουζούκια -που κι εδώ πέρασε η μόδα τους-, το νταηλίκι, την σεξουαλική ασυδοσία, το σουγιάδιασμα, την αλητεία κλπ.) ψεύτικης τολμηρότητας». Ελάχιστοι κριτικοί (Μ. Πλωρίτης, Αχ. Μαμάκης) διέθεταν το ανοιχτό μυαλό για να πάνε κόντρα στο ρεύμα της εποχής, τονίζοντας τις πρωτοποριακές αφηγηματικές και ιδεολογικές ιδέες του φιλμ. Σήμερα το φιλμ θεωρείται ένα από τα κορυφαία στην ιστορία του ελληνικού σινεμά, ενώ πριν από μερικά χρόνια μπήκε στην δεκάδα των κορυφαίων ελληνικών φιλμ όλων των εποχών από την Πανελλήνια Ένωση Ελλήνων Κινηματογραφικών Κριτικών.