Πανεπιστημιακοί και νομικοί σφυροκοπούν τον Ντογιάκο

Συνεχίζονται τα πυρά για τη γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με τα όρια των αρμοδιοτήτων της ΑΔΑΕ

Καθηγητές του δικαίου και μάχιμοι νομικοί στηλιτεύουν στο Documento την απροσχημάτιστη παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στο έργο της ΑΔΑΕ. Η γνωμοδότηση του Ισίδωρου Ντογιάκου προκάλεσε μπαράζ αντιδράσεων στον νομικό και πολιτικό κόσμο. Μετά τις αντιδράσεις σύσσωμης της αντιπολίτευσης για την καθεστωτική συμπεριφορά Ντογιάκου τη σκυτάλη πήραν έγκριτοι συνταγματολόγοι, με δύο εξ αυτών να μιλούν στην εφημερίδα. Επίσης καταγγελτικές ήταν και οι ανακοινώσεις που εξέδωσαν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι Αθήνας και Πειραιά, ενώ η μειοψηφία της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων αιτήθηκε τη σύγκληση έκτακτου ΔΣ, το οποίο αναμένεται να συνεδριάσει στις 20 Ιανουαρίου. Πέραν των επιχειρημάτων για το κατά πόσο συμβαδίζει με το σύνταγμα η γνωμοδότηση του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού της χώρας κατά παραγγελία μιας ιδιωτικής εταιρείας (Cosmote), όπως επίσης για το αν ο Ισ. Ντογιάκος είχε το δικαίωμα να πράξει κατά τον τρόπο που έπραξε, ομόφωνη ήταν η αποδοκιμασία της απόπειρας να μπει φρένο στους αυτεπάγγελτους ελέγχους της ΑΔΑΕ και, μάλιστα, λίγες μέρες μετά την ολοκλήρωση αλλεπάλληλων «εφόδων» της αρχής σε παρόχους, με τις οποίες πιστοποιήθηκαν οι παρακολουθήσεις υψηλά ιστάμενων θεσμικών προσώπων από την ΕΥΠ.

Το ερώτημα που τέθηκε και στα έξι πρόσωπα που μιλούν στο Documento ήταν το εξής: «Ποια η άποψή σας για τη γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου;».

Ιφιγένεια Καμτσίδου: «Δημιουργεί σοβαρή θεσμική κρίση»

Η γνωμοδότηση 1/2023 του κ. εισαγγελέα του ΑΠ θίγει τις εγγυήσεις με τις οποίες το σύνταγμα περιβάλλει το απολύτως απαραβίαστο απόρρητο των επικοινωνιών και κλονίζει τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η έκδοσή της θέτει αρκετά νομικά ζητήματα, όπως τα ερωτήματα αν ο εισαγγελέας του ΑΠ, παραβλέποντας όσα ορίζει ο οργανισμός δικαστηρίων, μπορεί με γνωμοδοτήσεις να επιλύει νομικές απορίες ιδιωτών ή ποια είναι η νομική δεσμευτικότητα των απόψεών του.

Κυρίως, όμως, η γνωμοδότηση υποστηρίζει μια εξόχως περιοριστική για τις αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ προσέγγιση, αναγνωρίζοντας στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία την εξουσία να τις προσαρμόζει στις επιδιώξεις της. Μάλιστα, εκδόθηκε κατά τον χρόνο που η ΑΔΑΕ ασκεί τα προβλεπόμενα από το σύνταγμα καθήκοντά της προκειμένου να διαπιστωθεί από ποιον και πώς διενεργούνταν οι εκτεταμένες υποκλοπές, ακόμη και σε πρόσωπα που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή.

Ο κ. εισαγγελέας του ΑΠ επιχειρεί, λοιπόν, να αναστείλει τη διαδικασία που αφορά τον έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας στην προσπάθειά της να χαλιναγωγήσει αρμόδιους πολιτικούς ή παράγοντες που επηρεάζουν την πολιτική ατζέντα. Δεδομένου ότι ο κ. εισαγγελέας έτσι δεν δικαιοδοτεί αλλά ασκεί διοικητικά καθήκοντα, η γνωμοδότησή του δεν παράγει κανένα νομικό αποτέλεσμα. Ωστόσο, το περιεχόμενό της δημιουργεί σοβαρή θεσμική κρίση: πρόκειται για θεσμικά ανεπίτρεπτη απόπειρα της εισαγγελίας να αποτρέψει τον έλεγχο των κυβερνώντων από την αρχή που προστατεύει την ελεύθερη επικοινωνία των προσώπων, ώστε να αποτρέπεται η επιτήρηση της κοινωνικής ζωής και να διαφυλάσσεται η πολιτική αυτονομία.

*H Ιφιγένεια Καμτσίδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ, μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων του Συμβουλίου της Ευρώπης (CPT)

Αλέξανδρος Κεσσόπουλος: «Ανεπίτρεπτη απόπειρα εκφοβισμού και χειραγώγησης της αρχής» 

Ως προς το διαδικαστικό σκέλος της υπόθεσης, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπερέβη το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του, δεδομένου ότι δεν δύναται να γνωμοδοτεί επί θεμάτων για τα οποία έχει ήδη επιληφθεί ή πρόκειται να επιληφθεί η Δικαιοσύνη ή κάποια ανεξάρτητη αρχή. Στην προκειμένη περίπτωση είναι σαφές ότι έχουμε μια υπόθεση σε εξέλιξη, την οποία χειρίζεται η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών. Σε ό,τι αφορά την ουσία της γνωμοδότησης, το περιεχόμενό της είναι ευθέως αντίθετο με το σύνταγμα, καθώς επιχειρεί να συρρικνώσει τον ελεγκτικό ρόλο της ΑΔΑΕ. Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 19 του συντάγματος και του ν. 3115/2003, η ΑΔΑΕ είναι αρμόδια να διενεργεί ελέγχους τόσο σε δημόσιους φορείς, όπως η ΕΥΠ, όσο και σε παρόχους τηλεφωνίας, προκειμένου να διαπιστώνει αν παραβιάζεται το απόρρητο των επικοινωνιών. Κατά συνέπεια, η γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που ασκεί προληπτική εποπτεία στην

αρχή και αμφισβητεί τη σχετική αρμοδιότητά της, είναι σαφές ότι πλήττει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξαρτησία της. Από την άλλη πλευρά η απειλή επιβολής ποινικών κυρώσεων σε βάρος του προέδρου και των μελών της ΑΔΑΕ συνιστά ανεπίτρεπτη απόπειρα εκφοβισμού και χειραγώγησης της αρχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω αντισυνταγματική παρέμβαση στο έργο μιας ανεξάρτητης αρχής δεν συνιστά μεμονωμένο περιστατικό. Για την ακρίβεια, η απόπειρα συγκάλυψης της υπόθεσης των υποκλοπών αποτελεί μία ακόμη ψηφίδα σε ένα μεγάλο ψηφιδωτό περιπτώσεων αδιαφανούς λειτουργίας του κράτους και παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων. Αν συνυπολογιστούν φαινόμενα όπως η χειραγώγηση της ενημέρωσης, η συστηματική καταστολή των διαδηλώσεων και η τοποθέτηση μόνιμης αστυνομικής δύναμης στα πανεπιστήμια, τότε καθίσταται σαφής η διαμόρφωση μιας τάσης μετατροπής της δημοκρατίας από φιλελεύθερη σε ανελεύθερη.

*Ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης

Θέμης Τζήμας: «Ενίοτε (ή και συχνά) δεν υπάρχουν “δικασταί εις τας Αθήνας”»

Η γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου με θέμα την ερμηνεία του ν. 5002/2022 αποτελεί μνημείο κάκιστης νομικής κρίσης, η οποία αγγίζει τα όρια των χονδροειδών στρεβλώσεων.

Ακόμη χειρότερα ωστόσο συνιστά μία ακόμη ένδειξη της συστράτευσης ανώτατων δικαστικών λειτουργών με συγκεκριμένα κυβερνητικά, κομματικά, ενδεχομένως δε και άλλης προέλευσης συμφέροντα, με στόχο τη συγκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών.

Δεν είναι η πρώτη φορά και δεν θα είναι η τελευταία που ανώτατοι δικαστικοί απογοητεύουν τον ελληνικό λαό, αντιστρατευόμενοι τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του προς όφελος των ισχυρών.

Η γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ νομικώς και σε βάθος. Μπορούμε απλώς να επισημάνουμε ότι αντί να υπάγει τον νόμο,

εν προκειμένω τον 5002/2022, στο σύνταγμα και να τον ελέγχει υπό το φως του τελευταίου, υποτάσσει το σύνταγμα στον εν λόγω νόμο.

Το άρθρο 19 παράγραφος 2 του συντάγματος με σαφήνεια ορίζει ότι η ανεξάρτητη αρχή – δηλαδή η ΑΔΑΕ– διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών. Ο τυπικός νόμος, ο οποίος ορίζει πώς ασκεί η ανεξάρτητη αρχή τις αρμοδιότητές της, δεν μπορεί να περιορίζει την έκταση των αρμοδιοτήτων της ή και να αναιρεί στην πράξη αυτήν της την αρμοδιότητα. Ακόμη όμως και η ίδια η ερμηνεία του οικείου τυπικού νόμου από τον κ. Ντογιάκο είναι όλως προβληματική.

Η γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου «νομιμοποιεί» τη συγκάλυψη του σκανδάλου και εντέλει το ίδιο το σκάνδαλο των υποκλοπών. Η νομική και κοινωνική απάντηση πρέπει να είναι πέραν πάσης παρερμηνείας.

*Ο Θέμης Τζήμας είναι διδάσκων στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του ΔΠΘ

Ευάγγελος Δ. Γεωργακόπουλος: «Επιχειρείται πολιτική παρέμβαση από την ηγεσία της Δικαιοσύνης»

Η γνωμοδότηση του κ. Ντογιάκου καταρχάς εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση της σχετικής εξουσίας του. Πρώτον, γιατί, όπως παγίως και χωρίς αντίρρηση γίνεται δεκτό, η γνωμοδοτική αρμοδιότητα του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν είναι επιτρεπτή «για υποθέσεις επί των οποίων επελήφθησαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές», ώστε να αποφευχθεί ο επηρεασμός της σχετικής κρίσης τους. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση για το θέμα των υποκλοπών εκκρεμούν ήδη πλείονες προκαταρκτικές εξετάσεις, ενώ επιπλέον σε περίπτωση αμφισβήτησης της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ αρμόδια είναι τα διοικητικά δικαστήρια και εντέλει το ΣτΕ. Δεύτερον, γιατί η άσκηση της γνωμοδοτικής αρμοδιότητας του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν μπορεί να ασκηθεί έπειτα από ερώτημα ιδιώτη, όπως εν προκειμένω συνέβη με γνωστό ιδιωτικό τηλεπικοινωνιακό πάροχο. Και τρίτον γιατί ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν έχει αρμοδιότητα να διατυπώνει γνώμη για τις συνταγματικές αρμοδιότητες μιας ανεξάρτητης αρχής όπως η ΑΔΑΕ, η οποία αντλεί την ελεγκτική της αρμοδιότητα απευθείας από το σύνταγμα (άρθρο 19§2).

Ετσι, στην πραγματικότητα υπό τον μανδύα μιας γνωμοδότησης του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η οποία εξ ορισμού πρέπει να αφορά νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος, επιχειρείται πολιτική παρέμβαση από την ηγεσία της Δικαιοσύνης, η οποία παρέμβαση κατ’ αποτέλεσμα φαλκιδεύει τη λειτουργία μιας συνταγματικά και υπερνομοθετικά προβλεπόμενης ανεξάρτητης αρχής.

*Ο Ευάγγελος Δ. Γεωργακόπουλος είναι δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω

Χριστίνα Χ. Κύρκου: «Προσπάθεια “μεθόδευσης” της ερμηνείας των διατάξεων»

Η υπ’ αριθμ. 1/2023 γνωμοδότηση του εισαγγελέα Αρείου Πάγου δεν εκδόθηκε αυτεπάγγελτα, αλλά ύστερα από ερώτημα που απηύθυνε η ιδιωτική εταιρεία ΟΤΕ ΑΕ.

Ο κύριος Ντογιάκος υπερέβη τα όρια της γνωμοδοτικής αρμοδιότητάς του, παραβιάζοντας δε το άρθρο 29 παρ. 2 του ν. 4938/2022, καθόσον ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου δεν μπορεί να γνωμοδοτεί ύστερα από ερωτήματα ιδιωτικών εταιρειών αλλά μόνο έπειτα από αιτήματα δημόσιων αρχών.

Περαιτέρω ο κύριος Ντογιάκος έσφαλε και στην ερμηνεία των διατάξεων νόμων, διότι ο νόμος ερμηνεύεται πάντοτε σύμφωνα με το σύνταγμα και ουχί το αντίστροφο, όπως εν προκειμένω έπραξε ο ίδιος, σε μια προσπάθεια «μεθόδευσης» της ερμηνείας των διατάξεων.

Ειδικότερα, η συγκρότηση, η λειτουργία και οι αρμοδιότητες της ΑΔΑΕ προκύπτουν ευθέως από τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 2 του συντάγματος, καθώς και από τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7 παρ. 1 του ν. 3115/2003 (ερμηνευόμενα πάντοτε υπό το πρίσμα των διατάξεων του συντάγματος), από τα οποία συνάγεται ότι: α) αρμόδια να διασφαλίσει το απαραβίαστο των επικοινωνιών είναι η ΑΔΑΕ, η οποία δεν δύναται απλώς αλλά υποχρεούται να ασκεί τις ελεγκτικές της αρμοδιότητες, να ελέγχει την ΕΥΠ, τους παρόχους και κάθε άλλον εμπλεκόμενο παράγοντα, β) ουδεμία κρατική αρχή νομιμοποιείται να υποκαταστήσει ή να παρεμποδίσει την ΑΔΑΕ κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων της, γ) ο έλεγχος της νομιμότητας των πράξεων ή παραλείψεων της ΑΔΑΕ ασκείται από τα διοικητικά δικαστήρια.

Συνεπώς η παρέμβαση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με τη μορφή γνωμοδότησης, ο οποίος ήτο αναρμόδιος για την έκδοσή της, δεν έχει δικαιοδοτικό χαρακτήρα, επομένως δεν παράγει καμία νομική δέσμευση. Είναι δε προδήλως αντισυνταγματική, αντίθετη στις αρχές τις νομιμότητας και της διάκρισης των λειτουργιών που αποτελούν τον θεμέλιο λίθο του κράτους δικαίου.

Ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου όμως δεν αρκέστηκε στα προαναφερόμενα, αλλά μετά την «προειδοποίηση» στους δημοσιογράφους και εκδότες στη γνωμοδότησή του και την ενότητα «Ποινικές Κυρώσεις» αναφέρει ότι: «Σε περίπτωση παραβίασης των σχετικών διατάξεων τόσο εκ μέρους κάποιου μέλους της ΑΔΑΕ όσο και εκ μέρους άλλων προσώπων, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, προβλέπονται ποινές ακόμη και πρόσκαιρης κάθειρξης» (!), «προειδοποιώντας» αυτήν τη φορά τα μέλη της ανεξάρτητης αρχής να μην εκτελέσουν τα καθήκοντά τους.

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 20 του ΠΚ δεν αποτελεί άδικη πράξη η πράξη η οποία γίνεται κατά την ενάσκηση δικαιώματος ή εκπλήρωσης καθήκοντος που προβλέπεται από τον νόμο. Επομένως τα μέλη της ΑΔΑΕ ενήργησαν στα πλαίσια νόμιμων εξουσιών που τους δίδονται δυνάμει του συντάγματος και του ν. 3115/2003, όπως ήδη προανέφερα.

Είναι υποχρέωση όλων μας και ειδικότερα των συλλειτουργών της Δικαιοσύνης να πάρουμε θέση και να υψώσουμε έναν τοίχο προστασίας για την υπεράσπιση του κράτους δικαίου, της δημοκρατίας και του συντάγματος.

*Η Χριστίνα Χ. Κύρκου είναι δικηγόρος – εγκληματολόγος

Αγης Τάτσης: «Σημαντική υποχώρηση για τον νομικό πολιτισμό της χώρας»

Στο προοίμιο της γνωμοδότησής του ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου έσπευσε να δικαιολογήσει την έκδοσή της αναφέροντας ότι είναι σύμφωνη με τα όσα ορίζει το άρθρο 29 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, δηλαδή «ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου γνωμοδοτεί και σε νομικά ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος». Παρέλειψε βέβαια να αποδώσει τη δέουσα σημασία στη λέξη «και» της παραγράφου αυτής, που τη συνδέει ευθέως με τα όσα αναφέρει το ίδιο άρθρο ως προς τα καθήκοντα του εισαγγελικού λειτουργού, σύμφωνα με το οποίο «οι εισαγγελείς γνωμοδοτούν σε νομικά ζητήματα που δεν έχουν εισαχθεί στα δικαστήρια όταν τους υποβάλλουν ερωτήματα που αντιμετωπίζουν στην εκτέλεση των καθηκόντων τους: α) όσοι αναφέρονται στην περ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 28, β) οι υπηρεσίες του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου (ΝΠΔΔ) σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή της ποινικής νομοθεσίας».

Δηλαδή, απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να διαφυλάσσεται η αρχή της αμεροληψίας αλλά και της λειτουργικής ανεξαρτησίας των υφιστάμενων εισαγγελικών λειτουργών είναι η γνωμοδότηση που εκδίδει ο ανώτερος ιεραρχικά εισαγγελέας αφενός μεν να είναι γενική και αφηρημένη, δηλαδή να αναφέρεται σε αόριστο αριθμό προσώπων και, βεβαίως, όχι σε εκκρεμή υπόθεση ή υπόθεση που πρόκειται να απασχολήσει τις δικαστικές αρχές, έτσι ώστε να αποτρέπεται η πιθανότητα επηρεασμού των δικαστικών λειτουργών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Η άποψη αυτή έχει παγιωθεί στη νομική θεωρία και δικαστηριακή πρακτική (ιδ. ΓνωμΕισΑΠ, 10/2020, ΓνωμΕισΑΠ 3/2020, ΓνωμΕισΑΠ 15/2021).

Χαρακτηριστικά πρέπει να επισημανθεί ότι με την υπ’ αριθμόν 3/2022 γνωμοδότησή του ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου τονίζει: «Η πάγια αυτή (αυτο)περιοριστική θέση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ως προς τη γνωμοδοτική της αρμοδιότητα, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ.2 ΚΟΔΚΔΛ, συνδυάζεται και με την παραδοχή ότι το αντικείμενο της γνωμοδότησης του ανώτατου εισαγγελέα πρέπει να αφορά ευρύτατες κατηγορίες προσώπων, αφού μόνον τότε πρόκειται περί θέματος που παρουσιάζει γενικότερο ενδιαφέρον (βλ. ΓνωμΕισΑΠ 1/2005), και δε νοείται τέτοια εισαγγελική αρμοδιότητα επί υποβολής ερωτημάτων ιδιωτών αναφορικά με μεμονωμένα νομικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν (βλ. ΓνωμΕισΑΠ 12/2020)».

Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση έχουμε μια γνωμοδότηση που απευθύνεται στον ΟΤΕ – ΟΜΙΛΟ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ως απάντηση στο με αριθμό πρωτοκόλλου 94370/2022 έγγραφο αίτημα του ανωτέρω ομίλου εταιρειών προς τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικά με έλεγχο που πραγματοποιεί η ΑΔΑΕ σε αυτόν!

Δηλαδή, αίρεται ο αφηρημένος και γενικός χαρακτήρας που πρέπει να έχει μια γνωμοδότηση του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και μετατρέπεται έτσι σε νομική γνωμοδότηση προς ιδιώτη. Αλλωστε είναι γνωστό ότι σχετικά με το ζήτημα των υποκλοπών ήδη διενεργείται εισαγγελική έρευνα και, επίσης, έχουν σχηματιστεί δικογραφίες κατόπιν καταγγελιών πολιτικών προσώπων και ιδιωτών.

Πέρα όμως από τα στοιχεία της τυπικής της νομιμότητας η συγκεκριμένη γνωμοδότηση πάσχει και σε ζητήματα ουσιαστικής ερμηνείας της κείμενης νομοθεσίας, αφού συγχέει δύο διακριτά ζητήματα: αυτό του δικαιώματος ενημέρωσης των θιγομένων και αυτό που έχει να κάνει με την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ. Ετσι, ασύγγνωστα επιχειρείται με αυτήν τη γνωμοδότηση, με την επίκληση διατάξεων που αφορούν τον τρόπο ενημέρωσης των πολιτών για τυχόν παρακολούθησή τους, να περισταλεί η δυνατότητα της ανεξάρτητης αρχής να διενεργεί ελέγχους σε παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

Η συγκεκριμένη γνωμοδότηση λοιπόν αποτελεί σημαντική υποχώρηση για τον νομικό πολιτισμό της χώρας προς την κατεύθυνση της περαιτέρω υποβάθμισης του πλαισίου προστασίας των θεμελιωδών ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων. Είναι δε βέβαιο ότι πολύ σύντομα η χώρα μας θα είναι ξανά υπόλογη, τόσο σε επίπεδο θεσμών της Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

*Ο Αγης Τάτσης είναι δικηγόρος