Ρεβυθοκεφτέδες… και Κρεμμυδόσουπα

Οι φίλες και οι φίλοι του Doc Food & Drink ανοίγουν τα συρτάρια τους και μοιράζονται μαζί μας τις ιστορίες από τις συνταγές που τις συνοδεύουν! Ο Κωνσταντίνος Γυπαράκης θυμάται και αφηγείται…

Ο Κωνσταντίνος Γυπαράκης θυμάται…

Θα ήμουν 12 χρονών. Έκτη δημοτικού. Η αδερφή μου τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη. Ήμασταν κι οι δύο πρωινοί στο σχολείο. Στην επιστροφή στο σπίτι διαπιστώσαμε ότι ή μάνα είχε φτιάξει ρεβίθια. Πάλι. Η αδερφή μου έκανε μια αποστροφή όπως ένα πράμα ο Τρότσκι όταν αντιστάθηκε στην γραφειοκρατία του κόμματος και τον έστειλαν στην Σιβηρία. «Μην πας», της φώναξα, «θα στρώσουν τα πράματα»! Θυμήθηκα την μάνα μου και πως έφτιαχνε τον πουρέ. Αφού έβραζε τις πατάτες και τις ξεφλούδιζε τις έβαζε σ’ έναν διακορευτή. Δεν μπορεί, σκέφτηκα, δεξιός είναι αφού διακορεύει αλλά εδώ έχουμε θέμα με την επανάσταση και το προτσές. Πήγα στην κουζίνα και βρήκα αυτό το δεξιό εργαλείο, όργανο των καπιταλιστών, και του εξηγήθηκα. Θα κάνεις αυτό που θέλω αλλά μετά δεν με ξέρεις δεν σε ξέρω! Δεν απάντησε. Θυμάμαι η μάνα έβαζε τις βρασμένες πατάτες στο εργαλείο, συμπίεζε το περιεχόμενο κι από το ξεδοντιασμένο στόμα του έβγαινε πουρές. Αααα! Αυτό έκανα κι εγώ. Έβαλα στραγγισμένα τα ρεβίθια, τα συμπίεσα και προέκυψε πουρές από ρεβίθια! Μεγαλείο εμπνεύσεως! Τα έστυψα όλα τα ρεβίθια και προέκυψε ένας ωραίος πουρές. Τι άλλο έκανε η μάνα; Έβαζε ψωμί μουσκεμένο, ένα αυγό, λάδι, μια ιδέα ντομάτας τριμμένης λίγη φέτα κι αλατοπίπερο. Βεβαίως θυμάρι. Του πατέρα του άρεσε η ρακή. Έβρεξα τα χείλη μου κι έριξα λίγη στο όλον! Τα χούφτωσα, τα μάλασα, κάτι από εδώ κάτι από εκεί όπως να πούμε φτιαχνότανε το προϊόν ρεβυθοκεφτέδων, ομολογώ ερεθίστηκα. Ήταν η αδερφή μου στο σπίτι αλλιώς…

Αφού τα ζύμωσα καλά να ομογενοποιηθούν τα έπλασα κεφτεδάκια. Άναψα το τηγάνι. Είχα δει που η μάνα περίμενε να ατμίσει το τηγάνι πριν αρχίσει να τηγανίζει. Τ’ αλεύρωσα καλά, τα τίναξα να φύγουν οι φθόγγοι δακρύων μου και τα έριξα στο τηγάνι. Λίγα λεπτά από κάθε πλευρά κι έτοιμα! Μοσχομύρισε το σπίτι! Ρε βλαμμένο τι έκανες; Η αδερφή μου, μεγάλη αγάπη, ανέκαθεν την αγαπούσα. Κι ακόμα. «Θα φας;» την ρώτησα. Ούτε που απάντησε. Έφαγε το μισό τηγάνι. Το άλλο μισό το έφαγε ο πατέρας. «Ευτυχώς η μάνα σας έφτιαξε κι ένα φαϊ της προκοπής», είπε. Εγώ έφαγα ψωμί με λάδι και ρίγανη. Ο,τι πιο νόστιμο έχω φάει ποτέ.

Ο Κωνσταντίνος Γυπαράκης αφηγείται μαγειρεύοντας…

Άντε τώρα να φανταστείς δεκαετίες πίσω ότι αυτό που έτρωγες μικρός, παραλλαγμένο βέβαια, ένεκα οι θεσμοί ανέχειας, αποτελούσε must φαγητό after στο Παρίσι, πάσης φύσεως επαναστατών, στην κατεύθυνση του πλούτου. Τες πάντων.

Θέλουμε έξι κρεμμύδια κόκκινα, στο μέγεθος μιας κλειστής παλάμης γυναίκας ερωτοχτυπημένης. Αυτά είναι πιο γλυκά, πιο πιασάρικα φιλιών, κάνουνε σώμα με την προσδοκία, αφήνουν κατά μέρος την αψάδα των άσπρων και λειτουργούν ως καλός αγωγός των επιθυμιών πάσης φύσεως. Τα κόβουμε σε ροδέλες ποδηλάτου για ανώμαλο δρόμο. Σοτάρουμε σε μια κατσαρόλα όπου έχουμε βάλει λαδάκι και μια ιδέα λείπεις εσύ βούτυρο. Χαμηλή φωτιά, όπως το φιλί στο πάνω χείλος της, κι ανακατεύουμε αργά με ρυθμό που υπαγορεύει το κάτω χείλος αδημονώντας. Μετά από λίγο, θα μαζευτούν τα λιπαρά στην κατσαρόλα, διεκδικώντας την παρουσία τους εις βάρος της γλύκας κορμιού της. «Με λες χοντρή;» Θα σαλτάρει λίγο αλλά εδώ παίζει άσμα θα σου κλείσω το στόμα με χίλια φιλιά. Αφαιρούμε το λίπος. «Όχι κουκλάρα μου!» που λέει ο λόγος μαγειρικής. Ρίχνουμε ένα ποτήρι κρασί λευκό, ένα Riesling. Τσιγκουνιές τώρα; Άσε που το πρόσωπο θα δει εισαγωγής και θα ηρεμήσει κομμάτι. Πιάνουμε μια ξύλινη κουτάλα κι αναδεύουμε το περιεχόμενο που έχει στρογγυλοκάτσει στον πάτο απομακρύνοντας για όση ώρα από την φωτιά. Μετά προσθέτουμε μπόλικο νερό, σχεδόν 2 λίτρα, να γίνει πλημμυρίδα και να πετύχουμε και την άμπωτη τσαντίλας της να γίνεται ερώτημα τύπου «δηλαδή μ’ αγαπάς». Λίγο να πάρει βράση, κάτι να βρέξουμε τα χείλη μας θαυμαστικά και ρίχνουμε 2 κύβους βοδινό, με προσοχή όμως γιατί μπορεί να το εκλάβει ως υπονοούμενο πάχους και να μας τα χώσει πάλι. «Δεν φταίει κανείς άλλος! Εγώ φταίω που σου σιδερώνω τα πουκάμισα και τα σώβρακα!» «Βρε καλή μου η συνταγή το λέει»…, κάνουμε ένα ματσάκι φιλιών από θυμάρι, μαϊντανό και λίγα φύλλα δάφνης και βουρ στην κατσαρόλα. Ηρεμεί λίγο, «πάω να βάψω τα νύχια μου». Επίσης λιώνουμε σκόρδο, 2 σκελίδες, με το μπογιάντισμα των νυχιών της δεν θα πάρει χαμπάρι την μυρωδιά. Βράζουμε για περίπου 30 λεπτά. Ευκαιρία να πιούμε κάτι και να σχολιάσουμε τα δαντελένια άκρα της υπό τους ήχους του John Coltrane. «Σου έχω πει δεν μ’ αρέσουν οι καραμούζες! Αλλά επειδή είμαι καλή στο επιτρέπω!» Τι να λέμε τώρα…

Βγάζουμε την κατσαρόλα από την φωτιά κι αφαιρούμε το ματσάκι φιλιών. «Γιατί το πετάς αυτό; Δηλαδή δεν μ αγαπάς;» «Ωχ Παναγία μου…»

Αφήστε την λίγο. Έτσι κι αλλιώς με νύχια βαμμένα είναι καθηλωμένη. Προσθέστε ένα ποτηράκι κονιάκ σ’ αυτό το ωραίο πράμα της κατσαρόλας. «Γιατί έβαλες κονιάκ; Ποιος πέθανε;» Μεγαλείο λέμε η γυναίκα κι εμείς οφείλουμε να της αποδώσουμε τα εύσημα. «Μα καλή μου, γαλλικό μανικιούρ κάνεις κι ήθελα να δείξω την αγάπη μου…» «Τέτοια λες και με ρίχνεις, μούργο μου εσύ!» Την σώσαμε την παρτίδα.

Έχουμε ανάψει τον φούρνο στους 180 βαθμούς και σερβίρουμε την σούπα μας σε γιουβετσάκια, θα χρειαστούμε περίπου 8. «Μπα; Περιμένεις κι άλλους; Είπες θα είμαστε οι δύο μας και το σύμπαν απόψε!» Και της λέω, «του Χριστού, του σπιτιού, του φτωχού, του άστεγου, των λαθών, της συγνώμης και τα δικά μας.» «Αν δεν κερδίσω το φλουρί χωρίζουμε, να το ξέρεις!» Από πάνω από κάθε γιουβετσάκι ρίχνουμε λίγο τριμμένη φρυγανιά η φέτες από μπαγιάτικο ψωμί και τυρί, κατά προτίμηση έμενταλ, η μάνα μου έβαζε μυτζήθρα αλλά λεφτά υπάρχουν. Σε 10 λεπτά το πολύ έτοιμη η Κρεμμυδόσουπα!

Το Doc Food and Drink σας περιμένει στην ομάδα στο Facebook, με τις δικές σας ιδέες, προτάσεις και κυρίως δημιουργίες!

https://www.facebook.com/groups/DocFood.Drink/