Ξεκινάει το Εφετείο του Βαγγέλη Σταθόπουλου – Οι αντιφάσεις της πρωτόδικης απόφασης

Στις 9 Φεβρουαρίου έχει προσδιοριστεί η δίκη σε δεύτερο βαθμό του αναρχικού Βαγγέλη Σταθόπουλου και των λοιπών συγκατηγορουμένων του.

Πρωτόδικα το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων, έκρινε ένοχο τον Β. Σταθόπουλο για ένταξη σε τρομοκρατική οργάνωση (Επαναστατική Αυτοάμυνα), αλλά και για κλοπή (μετατροπή κατηγορίας από ληστεία) στο κατάστημα ΟΠΑΠ του Χολαργού στις 21 Οκτωβρίου 2019, και τον καταδίκασε σε 19 χρόνια κάθειρξη χωρίς αναστολή αδιαφορώντας για τις μαρτυρικές καταθέσεις που τον τοποθετούσαν αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τον Χολαργό την ώρα της τέλεσης του αδικήματος.

Ταυτόχρονα το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του το υλικό από τις κάμερες που υπάρχει από τον χώρο της ληστείας και δείχνει δύο δράστες ο σωματότυπος των οποίων είναι τελείως διαφορετικός από αυτόν του Β. Σταθόπουλου που έχει ύψος 1,93 μ., (σ.σ. σύμφωνα με αυτόπτη μάρτυρα οι δράστες ήταν και οι δύο μετρίου αναστήματος) αλλά και το οπτικό υλικό από κάμερες που τον δείχνει να βγαίνει και να μπαίνει στο σπίτι του με πορτοκαλί φωσφοριζέ μπλούζα, περίπου μία ώρα πριν και μετά τη ληστεία, δείχνοντας κουρασμένος αλλά χαλαρός.

Ο ίδιος από την πρώτη στιγμή δηλώνει πως η εμπλοκή του με την υπόθεση βασίζεται στην αλληλεγγύη που έδειξε και τη βοήθεια που προσέφερε στον δεύτερο κατηγορούμενο Δ. Χατζηβασιλειάδη (σ.σ. ήταν καταζητούμενος κατά τη διάρκεια της δίκης) ο οποίος μέσω κειμένου του που έχει δώσει στη δημοσιότητα παλαιότερα έχει παραδεχτεί τη διάπραξη της κλοπής κατά την οποία αυτοπυροβολήθηκε κατά λάθος, αλλά έχει βγάλει από το κάδρο τους δύο συγκατηγορούμενους του ισχυριζόμενος με σαφέστατο τρόπο πως δεν έχουν σχέση με την υπόθεση, ούτε με την κλοπή αλλά ούτε και με την Επαναστατική Αυτοάμυνα. Ο ίδιος υποστήριζε στο κείμενό του ότι υπήρξε μέλος της οργάνωσης, αναλαμβάνοντας την πολιτική ευθύνη, η οποία όμως πια δεν είναι ενεργή.

«Το Εφετείο του Βαγγέλη Σταθόπουλου δεν είναι μόνο μια προσωπική μάχη για επανόρθωση της κατάφωρης αδικίας που υπέστη στον πρώτο βαθμό, αλλά και ένα συλλογικό διακύβευμα. Κρίνονται: η στοχοποίηση της αλληλεγγύης, η νομιμοποίηση κακοδικιών με αμφισβητούμενα μίγματα DNA, οι φρονηματικές καταδίκες με το τρομο-άρθρο του 187Α του Ποινικού Κώδικα. Γι’ αυτό και – ως συνήγοροι υπεράσπισης του Βαγγέλη – διεκδικούμε τη δημοσιότητα και την ευαισθητοποίηση ενός ευρύτερου κινήματος αλληλεγγύης», σημειώνει στο Documento ο Θανάσης Καμπαγιάννης, συνήγορος υπεράσπισης του Βαγγέλη Σταθόπουλου.

Ανώνυμα τηλεφωνήματα, αδύναμα μίγματα DNA, αγνόηση μαρτυρικών καταθέσεων, αξιοποίηση ενοχοποιητικών καταθέσεων στο στάδιο της αστυνομικής προδικασίας, ενώ είναι πάμπολλες οι φορές που ως κοινωνία έχουμε έρθει αντιμέτωποι με περιπτώσεις που η αστυνομία μεθόδευσε ή ακόμα και κατασκεύασε καταθέσεις για να δέσει την υπόθεση που θέλει και άλλα συνθέτουν το σκηνικό της καταδικαστικής απόφασης για τον Β. Σταθόπουλο.

Αξιοσημείωτη είναι επίσης η χρήση του DNA ως μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο – την ώρα μάλιστα που η εγκυρότητά του αμφισβητείται από ειδικούς πραγματογνώμονες – το οποίο φτάνει για να καταδικάσει έναν κατηγορούμενο.

Πρόκειται για μία απόφαση η οποία έχει κραυγαλέες αντιφάσεις και σύμφωνα με την υπεράσπιση αγγίζει την κακοδικία.

«Το Πενταμελές Εφετείο θα εξετάσει τις κραυγαλέες αντιφάσεις της πρωτόδικης απόφασης και επιπλέον τους δεκάδες μάρτυρες, τα έγγραφα, τα βίντεο, τις φωτογραφίες και τις εκθέσεις της δικογραφίας και το μόνο συμπέρασμα στο οποίο μπορεί να καταλήξει είναι ότι ο Σταθόπουλος ούτε μέλος της οργάνωσης ήταν, ούτε οπλισμό κατείχε, ούτε στην κλοπή του ΟΠΑΠ Χολαργού συμμετείχε, αλλά ότι ο ρόλος του ήταν αυτός που ο ίδιος έχει πει από την πρώτη στιγμή: Η παροχή βοήθειας σε έναν τραυματία στο πλαίσιο της αλληλεγγύης, η οποία είναι βασικό στοιχείο της προσωπικότητάς του και της πολιτικής του ταυτότητας», σημειώνει μιλώντας στο Documento ο δικηγόρος του Β. Σταθόπουλου Γιώργος Κακαρνιάς.

Οι αντιφάσεις

Ο Βαγγέλης Σταθόπουλος καταδικάστηκε ως μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης, στην οποία ο ρόλος του ήταν να πραγματοποιήσει συγκεκριμένα χτυπήματα με άλλους άγνωστους δράστες. Ωστόσο στην ίδια απόφαση ο ίδιος αθωώνεται για όλα τα χτυπήματα της οργάνωσης.

Χαρακτηριστικά η απόφαση του δικαστηρίου αναφέρει πως καταδικάζει και τους τρεις κατηγορούμενους ως μέλη της Επαναστατικής Αυτοάμυνας:

«Στο πλαίσιο αυτό της κατανομής ρόλων, όλοι είχαν αναλάβει τη διαχείριση, φύλαξη και συντήρηση του οπλισμού της οργάνωσης και επιπλέον οι πρώτος (Σταθόπουλος) και δεύτερος (Χατζηβασιλειάδης) είχαν αναλάβει και την υλοποίηση των χτυπημάτων μαζί με άλλους άγνωστους δράστες».

Αμέσως μετά, όμως το ίδιο δικαστήριο στην ίδια απόφαση τους αθωώνει από όλες τις ενέργειες της οργάνωσης:

«Και τούτο γιατί, δεν έγιναν αντιληπτοί, ούτε αναγνωρίστηκαν από κάποιον από τους παθόντες ή τους λοιπούς μάρτυρες, η παρουσία τους στον τόπο και κατά το χρόνο που έλαβαν χώρα οι ως άνω πράξεις δεν προκύπτει από βιντεοληπτικό ή φωτογραφικό υλικό, ούτε από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου που πιο πάνω αναφέρεται, ούτε από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας, ενώ περαιτέρω κατά το τελευταίο ένοπλο χτύπημα στις 6-11-2017 ο πρώτος κατηγορούμενος ήταν κρατούμενος στις φυλακές».

Δηλαδή σύμφωνα με το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων ο Βαγγέλης Σταθόπουλος καταδικάστηκε στην εξοντωτική ποινή των 19 ετών επειδή όπως έκρινε ήταν μέλος τρομοκρατικής οργάνωσης και μαζί με αγνώστους τέλεσε τα χτυπήματα για τα οποία η ίδια απόφαση τον αθωώνει καθώς δεν αποδεικνύεται πως ήταν εκεί.

Η καταδικαστική απόφαση ήρθε ως αποτέλεσμα, ανεπαρκών στοιχείων, ενός αμφισβητούμενου δείγματος DNA, το οποίο σύμφωνα με ειδικό πραγματογνώμονα που κατέθεσε, θα μπορούσε να είναι οποιουδήποτε και να έχει μεταφερθεί με διάφορους τρόπους στο σημείο που βρέθηκε.

Ακόμα μία κραυγαλέα αντίθεση της απόφασης είναι η αποδοχή του δικαστηρίου ότι ναι μεν μπορεί να έχει γίνει επιμόλυνση του DNA που εντοπίστηκε, αλλά όπως υποστηρίζει δεν αποδεικνύεται αφού ο κατηγορούμενος δεν εξηγεί πως εναποτέθηκε. Ωστόσο πως  άραγε θα μπορούσε ο κατηγορούμενος να προσδιορίσει τον τρόπο και που μεταφέρθηκε και από πού μίγμα του DNA του;

Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης:

«Είναι αληθές ότι η εύρεση γενετικού υλικού ενός ατόμου σε αντικείμενο δεν δίνει πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο έγινε η εναπόθεσή του δηλαδή, αν το άτομο άγγιξε το αντικείμενο ή αν αυτό μεταφέρθηκε στο αντικείμενο από άλλο άτομο, με το οποίο το πρώτο ήρθε σε επαφή. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, δεδομένου ότι ο πρώτος κατηγορούμενος αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή του στην πράξη της κλοπής και οποιαδήποτε επαφή με το δεύτερο κατηγορούμενο, (που αποδεδειγμένα ήταν ο συνεπιβάτης της μοτοσυκλέτας), πριν ή κατά τη διάρκεια της πράξης αυτής ουδεμία εξήγηση παρείχε για τον τρόπο με τον οποίο βρέθηκαν στοιχεία του γενετικού του τύπου στο επίδικο μείγμα. Όσον αφορά την επικαλούμενη επιμόλυνση του μείγματος, ασφαλώς μπορεί να συμβεί. Μάλιστα πριν ή κατά τη συλλογή του ή την αποθήκευση ακόμη και κατά την ανάλυσή του αυτό μπορεί να μολυνθεί με το DNA κάποιου τρίτου άσχετου προσώπου. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση ο κατηγορούμενος δεν επικαλέστηκε ούτε και αποδείχθηκε οποιαδήποτε συγκεκριμένη επιμόλυνση σε οποιοδήποτε στάδιο και ως εκ τούτου ο περί επιμόλυνσης του μείγματος ισχυρισμός είναι αβάσιμος».

187Α, ανώνυμα τηλεφωνήματα και ποινικοποίηση αλληλεγγύης

Η ελληνική δικαιοσύνη επέδειξε τη συσσωρευμένη σκληρότητα της προς το πρόσωπο του Β. Σταθόπουλου, αφού από την αρχή της σύλληψής του, όπως φαίνεται απαξιώνει την ίδια τη λογική και ακολούθησε τυφλά ένα σαθρό κατηγορητήριο με μπούσουλα την συντηρητική λογική αναπαραγωγής του στερεοτύπου της δεδομένης ενοχής λόγω προηγούμενης καταδικαστικής απόφασης σε βάρος του στο παρελθόν.

Η απόφαση αυτή ήρθε για να παραδειγματίσει, να τιμωρήσει για πολλοστή φορά πολιτικές πεποιθήσεις και να ποινικοποιήσει με τον τρόπο αυτό, την αλληλεγγύη, αφού όπως τονίζει ο ίδιος ο Β. Σταθόπουλος, η εμπλοκή του στην υπόθεση περιορίζεται στην ιατροφαρμακευτική βοήθεια που παρείχε στον τραυματία Δ. Χατζηβασιλειάδη, μετά τον αυτοτραυματισμό του.

Κατά την αποδεικτική διαδικασία ούτε καν η ίδια η Αντιτρομοκρατική υπηρεσία δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει τα όσα υποστήριζε, προκαλώντας μάλιστα τη χλεύη του ακροατηρίου όταν αστυνόμος β’ με δωδεκάχρονη πορεία στην Αντιτρομοκρατική που κατέθεσε ως μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να απαντήσει στις ερωτήσεις του συνηγόρου του Δ.Μ. Κώστα Παπαδάκη για το τι ορίζεται ως τρομοκρατία στην Ελλάδα και τι περιέχει το άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα, ενός τόσο έωλου άρθρου που έγκριτοι νομικοί έχουν πολλάκις κρίνει τις ασάφειες που εμπεριέχονται στις διατάξεις του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αντιτρομοκρατική υπηρεσία «ενημερώθηκε» για την εμπλοκή του Β. Σταθόπουλου στην υπόθεση με ανώνυμο τηλεφώνημα το οποίο μάλιστα ισχυρίζεται πως δεν μπορεί να εντοπίσει από ποιον προήλθε, δικαιολογία – πρόφαση η οποία έχει χρησιμοποιηθεί και σε παλαιότερες δίκες. Πρωτόδικα οι αξιωματικοί της ΔΑΕΕΒ δεν κατάφεραν να απαντήσουν επαρκώς στις ερωτήσεις του προεδρείου και των συνηγόρων σχετικά με την «υπηρεσία», των ανώνυμων τηλεφωνημάτων.

Πρόκειται για μία πλέον συνηθισμένη πρακτική της ΕΛ.ΑΣ. την οποία βλέπουμε να εμφανίζεται συχνά πυκνά σε αντίστοιχες περιπτώσεις διώξεων είτε με το άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα είτε εκτός αυτού, όπως για παράδειγμα αυτή του 42χρονου Πολύκαρπου Γεωργιάδη που συνελήφθη στις 23 Σεπτεμβρίου του 2020, αλλά και του Χάρη Μαντζουρίδη  που συνελήφθη έξω από το σπίτι του στην περιοχή των Ιλισίων το μεσημέρι της 13ης Οκτωβρίου.