Γιώργος Μαυροψαρίδης: «Εγινα μοντέρ γιατί είμαι εσωστρεφής»

Γιώργος Μαυροψαρίδης: «Εγινα μοντέρ γιατί είμαι εσωστρεφής»
«Η ιδιαιτερότητα του Γιώργου Λάνθιμου είναι αυτό στο οποίο αναφέρομαι συνήθως ως "λανθιμικός κόσμος", η προσωπική και ιδιαίτερα ιδιοσυγκρασιακή του οπτικοακουστική γλώσσα. Αυτή έπρεπε με κάποιον τρόπο να μάθω» μας λέει ο Γιώργος Μαυροψαρίδης

Λίγο μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του για Oσκαρ για το «Poor things», ο «ψαλιδοχέρης» του ελληνικού και όχι μόνο κινηματογράφου μας μιλά για την τέχνη και την τεχνική του, αλλά και για το ιδιοσυγκρασιακό σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου, με τον οποίο συνεργάζεται από την πρώτη του ταινία

Ο μοντέρ Γιώργος Μαυροψαρίδης ανήκει στην ελίτ του κλάδου του εδώ και χρόνια. Εχει συνεργαστεί με τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου από τα 80s μέχρι σήμερα (Περάκης, Τσεμπερόπουλος, Πανουσόπουλος, Δαμιανός, Τορνές, Τσιώλης, Τσαγγάρη, Μπουλμέτης, Τριανταφυλλίδης, Γραμματικός, Στεφανή, Μαλέα, Σμαραγδής, Καπάκας, Παπαδημητρόπουλος, Ηλιάδης, Εξάρχου κ.ά.). Παράλληλα έχει συμμετάσχει και σε διεθνείς παραγωγές («Οι Monos» του Αλεχάντρο Λάντες, «The cursed» του Σον Ελις κ.ά.), ενώ είναι σταθερός συνεργάτης του Γιώργου Λάνθιμου από την πρώτη του ταινία. Ο Γιώργος Μαυροψαρίδης μπήκε πριν από λίγες μέρες στις οσκαρικές υποψηφιότητες, για δεύτερη φορά στην καριέρα του μετά το 2019 και την «Ευνοούμενη». Μας μίλησε για τη συνεργασία του με τον Λάνθιμο, τον χαμό που έχει ξεσπάσει στο διαδίκτυο γύρω από το «Poor things» (στις αίθουσες από τη Feelgood) και φυσικά για τον ρόλο που παίζει το μοντάζ στη ζωή του.

Το μοντάζ αποτελεί τη βασική δομή της συνολικής μορφής ενός κινηματογραφικού έργου. Με ποιον τρόπο η δική σας ερμηνεία ως μοντέρ γίνεται συμβατή με εκείνη του σκηνοθέτη;

Ουσιαστικά δεν μπορεί να μην είναι συμβατή. Ο σκηνοθέτης έχει τεμαχίσει τον χωροχρόνο με το ντεκουπάζ του και η διαδικασία του μοντάζ δεν μπορεί παρά να ακολουθεί τις συντεταγμένες του εκάστοτε ντεκουπάζ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια ερμηνείας από τον μοντέρ. Κάθε άλλο. Ανάλογα με το ντεκουπάζ που κάνει ο σκηνοθέτης συνήθως υπάρχουν πολλοί εναλλακτικοί δρόμοι να ακολουθήσει κανείς και βέβαια σημαντικό δεδομένο είναι το πώς ο μοντέρ θα ερμηνεύσει το συγκεκριμένο ντεκουπάζ.

Σε πρακτικό επίπεδο πώς λειτουργεί η συνεργασία σας με τους σκηνοθέτες; Εχετε κάποιες κατευθυντήριες οδηγίες, δουλεύετε μαζί με τον σκηνοθέτη ή ακολουθείτε κάποια άλλη διαδικασία; Και τι κάνετε όταν διαπιστώσετε ότι το όραμά σας δεν ταιριάζει με εκείνο που έχει ο σκηνοθέτης στο μυαλό του;

Οπως ανέφερα στην προηγούμενή σας ερώτηση, οι κατευθυντήριες οδηγίες είναι ήδη με κάποιον τρόπο στο ντεκουπάζ του σκηνοθέτη, που εδώ να πούμε ότι κι αυτό αποτελεί επίσης μια ερμηνεία του σεναρίου, μια μεταφορά του γραπτού κειμένου στην οπτικοακουστική γλώσσα του κινηματογράφου. Δεν έχει και πολλή σημασία αν δουλεύει κανείς μόνος του ή μαζί με τον σκηνοθέτη σε όλα τα στάδια του μοντάζ – εγώ προσωπικά προτιμώ να κάνω τα απαραίτητα σχετικά μόνος μου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ακολουθώ το δικό μου όραμα. Ακολουθώ και ερμηνεύω με τον δικό μου τρόπο το όραμα του σκηνοθέτη. Είναι σαν να παίζω ένα μουσικό κομμάτι της παραδοσιακής μουσικής στο βιολί, για παράδειγμα. Αναφέρω την παραδοσιακή μουσική γιατί απαιτεί μια ερμηνεία και εμπεριέχει αναγκαστικά και τον αυτοσχεδιασμό σε πολλές περιπτώσεις (το λεγόμενο ταξίμι).

Συνεργάζεστε με τον Λάνθιμο από παλιά. Πώς έχει διαμορφωθεί στο πέρασμα των χρόνων η συνεργασία σας; Πώς έχετε μάθει να δουλεύετε μαζί και ποια στοιχεία χαρακτηρίζουν τη σχέση σας;

Εχω μοντάρει όλες τις μεγάλου μήκους του Γιώργου και τη μικρού μήκους του «Βληχή». Η ιδιαιτερότητά του είναι αυτό στο οποίο αναφέρομαι συνήθως ως «λανθιμικός κόσμος», η προσωπική και ιδιαίτερα ιδιοσυγκρασιακή του οπτικοακουστική γλώσσα. Αυτή έπρεπε με κάποιον τρόπο να μάθω. Και λέω με κάποιον τρόπο γιατί δεν παύει να αποτελεί ρευστή διαδικασία που εξελίσσεται στον χρόνο, αλλάζει με κάθε ταινία, διατηρώντας όμως τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του δημιουργού της. Από την άλλη, η σχέση στην οποία αναφέρεστε απαιτεί από τον συνεργάτη τη δική του δημιουργική συνεισφορά και συνύπαρξη και όχι μια μηχανιστική προσέγγιση.

Πώς και πότε καταλάβατε ότι η επαγγελματική σας ζωή θα ήταν συνυφασμένη με τα εργαλεία του μοντάζ;

Ξεκίνησα τις σπουδές μου στη δραματική σχολή Θεατρικό Εργαστήρι, δίπλα στην παλιά τοποθεσία του κινηματογράφου Στούντιο. Ηδη από το πρώτο έτος των σπουδών μου είχα αποφασίσει να μην ακολουθήσω το επάγγελμα του ηθοποιού, το οποίο είχα διακρίνει ότι απαιτούσε ιδιαίτερες προσωπικές παραχωρήσεις τις οποίες δεν ήμουν διατεθειμένος να υποστώ. Παρ’ όλα αυτά συνέχισα και τα τρία έτη διότι η εκπαίδευση στη δραματουργία ήταν ουσιαστική και βαθιά. Μετά συνέχισα στο London International Film School και εξαρχής και λόγω εσωστρεφούς ιδιοσυγκρασίας ακολούθησα και εκπαιδεύτηκα στην τέχνη και τεχνική του μοντάζ.

Είστε καλλιτέχνης που δείχνει να μη θέλει τη δημοσιότητα. Για ποιο λόγο;

Για τον λόγο που αποφάσισα να ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα: λόγω της εσωστρέφειάς μου και επειδή η λεγόμενη δημοσιότητα δεν μου προσφέρει κάποια εσωτερική ικανοποίηση.

Ποιοι είναι οι άνθρωποι που σας έδωσαν τα κατάλληλα εφόδια για να μάθετε τα μυστικά της τέχνης του μοντάζ, αλλά και ποιοι σας στάθηκαν στις δύσκολες στιγμές;

Είχα την τύχη να έχω εξαιρετικούς δασκάλους στη μέχρι τώρα πορεία της ζωής μου. Θα αναφέρω ενδεικτικά –αν και η λίστα είναι ατέλειωτη– τον Βίκτωρα Παγουλάτο στη δραματική σχολή, τον μοντέρ Φρανκ Κλαρκ στο London International Film School, τον Γιώργο Πανουσόπουλο στα πρώτα μου μονταζικά βήματα, τον Αλέξη Δαμιανό, τον Σταύρο Τορνέ, τον Σταύρο Τσιώλη, την Εύα Στεφανή και όλους τους μαθητές μου όταν δίδασκα μοντάζ στο New York College. Πιστεύω ότι εγώ μάθαινα από αυτούς περισσότερο απ’ ό,τι αυτοί μάθαιναν από μένα. Στις δύσκολες στιγμές μου στηριζόμουν στις όποιες δυνάμεις μου και στην αγάπη των φίλων μου και των δύο θυγατέρων μου.

Η ελληνική κοινωνία μοιάζει διχασμένη σχετικά με την αξία του «Poor things». Τα σόσιαλ μίντια έχουν πάρει φωτιά καθώς κάποιοι το θεωρούν αριστούργημα και κάποιοι άλλοι «μέινστριμ ταινιούλα». Ο αρχέγονος τούτος διχασμός λένε ότι μας χαρακτηρίζει ως «φυλή». Συμφωνείτε; Κι αν ναι, γιατί θεωρείτε πως συμβαίνει αυτό;

Δεν θα έλεγα ότι είναι καθαρά ελληνικό αυτό το φαινόμενο – η διαφορά αυτή των απόψεων παρατηρείται όπου παίζεται η ταινία. Κατά τη γνώμη μου μια ταινία, όπως κάθε άλλο έργο τέχνης, δεν υφίσταται παρά μόνο στην αντίληψη και στο μυαλό του θεατή. Οπως εξάλλου και η λεγόμενη «πραγματικότητα». Κι αυτό γιατί η αισθητηριακή μας εμπειρία είναι ένα μέρος μόνο της διαδικασίας της κατανόησης. Αυτή διαμορφώνεται επίσης και από τα δεδομένα του συλλογικού μυαλού στο οποίο συμμετέχουμε, με τις χωροχρονικές του διακυμάνσεις και διαφορετικότητες, και βέβαια από την υποκειμενική μας αντίληψη και ερμηνεία. Πρέπει λοιπόν να βάλουμε στην εξίσωση την πίστη, την προκατάληψη, τη διαπαιδαγώγηση, το γούστο, όλα τα ενυπάρχοντα δεδομένα που σχηματίζουν την αντίληψή μας της «πραγματικότητας». Και ιδιαίτερα σε μια αφήγηση όπως του Λάνθιμου, που δεν αναπαριστά την «πραγματικότητα» αλλά τη δημιουργεί, χωρίς όμως να την επιβάλλει, η συνεισφορά του θεατή στη δημιουργία της όχι μόνο είναι απαραίτητη αλλά είναι το ζητούμενο. Χαιρόμαστε ιδιαίτερα όταν οι ταινίες μας δημιουργούν την πληθώρα αυτή των ερμηνειών και απόψεων, είτε υπέρ είτε κατά της ταινίας, γιατί όπως είπα επιδιώκουμε τη συμμετοχή του κοινού με αυτό τον τρόπο.

Σε ποια ταινία πιστεύετε ότι πετύχατε να αγγίξετε τα ποιοτικά στάνταρ της τεχνικής σας; Και με ποια φορμαλιστικά εργαλεία εντοπίσατε τους αφηγηματικούς δρόμους δημιουργίας που σας εκφράζουν περισσότερο;

Θα έλεγα με την ταινία «Ο θάνατος του ιερού ελαφιού». Κι αυτό γιατί θεωρώ ότι η συγκεκριμένη ταινία είναι η πιο «καθαρή» στην οπτικοακουστική κινηματογραφική φόρμα της ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου. Και γιατί το μοντάζ δεν παύει να έχει στόχο τη δημιουργία εντυπώσεων, συναισθημάτων, προσμονής, σασπένς και έκπληξης, όλων όσα χαρακτηρίζουν τον εσωτερικό μας κόσμο, με καθαρά φορμαλιστικά μέσα, σε μια δυσδιάστατη οθόνη που επιδιώκει να απεικονίσει την τρισδιάστατη εξωτερική και πολυδιάστατη εσωτερική μας πραγματικότητα.

Πέντε πράγματα που πρέπει να ξέρετε για τον Γιώργο Μαυροψαρίδη

01 Το 1984 στη «Λούφα και παραλλαγή» του Νίκου Περάκη δεν έκανε το μοντάζ (το υπογράφει ο Γιώργος Τριανταφύλλου) αλλά τον ηθοποιό. Σε ένα μικρό ρόλο ερμηνεύει τον… μοντέρ που καπνίζει στη μονταζιέρα και τον κάνει τσακωτό ο αυστηρός Κατσάμπελας.

02 Το 2019 έγινε ένα από τα 842 νέα μέλη της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου με δικαίωμα ψήφου στα Οσκαρ χάρη στην υποψηφιότητά του για την «Ευνοούμενη». Είναι μάλιστα ο πρώτος Ελληνας μοντέρ που έχει προταθεί για Οσκαρ (ακολούθησε το 2020 ο Γιώργος Λαμπρινός για τον «Πατέρα» του Φλόριαν Ζέλερ).

03 Στην αρχή της καριέρας του ως μοντέρ έκανε πολλά διαφημιστικά κλιπ. Οταν το είπε με κάποια πικρία στον Αλέξη Δαμιανό, την εποχή που δούλευαν μαζί στον «Ηνίοχο», εκείνος τον καθησύχασε με τα εξής λόγια: «Η διαφήμιση είναι η ποίηση της εποχής μας».

04 Οταν του έδωσαν το βραβείο της Ενωσης των Αμερικανών Μοντέρ για την «Ευνοούμενη» εκείνος το αφιέρωσε στις κόρες του.

05 Το μοντάζ της «Ευνοούμενης» αρχικά το είχε αναλάβει ο Σαμ Σνιντ (μοντέρ του Τζόναθαν Γκλέιζερ στα «Sexy beast» και «Birth») επειδή ο Μαυροψαρίδης δούλευε πάνω στο τελικό cut του «Θανάτου του ιερού ελαφιού» κι έτρεχε να προλάβει την προθεσμία του Φεστιβάλ των Καννών. Οταν τέλειωσαν οι υποχρεώσεις του «Ελαφιού» ο Μαυροψαρίδης κλήθηκε να συνεργαστεί με τον Σνιντ, καθώς υπήρχαν κάποια θέματα στο δημιουργικό κομμάτι της συνύπαρξης σκηνοθέτη και μοντέρ. Τελικά ο Μαυροψαρίδης έκανε εξ ολοκλήρου το μοντάζ, και μάλιστα υπό ασφυκτικές προθεσμίες, φτάνοντας μάλιστα στις υποψηφιότητες των Οσκαρ.

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter