Στάνταρ κάποιοι στίχοι στοίχειωσαν τη φλεγόμενη νιότη μας. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν αυτοί: «Για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου/ όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση/ όπως με γέννησε/ η απελευθέρωση των νέγρων/ όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία/ ένας σκοτεινός συνωμότης» (Μιχάλης Κατσαρός). Και «τα μαλλιά της είναι σαν χαρτόνι/ και σαν ψάρι/ τα δυο της μάτια είναι/ σαν ένα περιστέρι/ το στόμα της/ είναι σαν τον εμφύλιο πόλεμο/ (στην Ισπανία)» (Νίκος Εγγονόπουλος). Συνοψίζουν τη διάπλασή μας, τη συνειδητή κίνησή μας ανάμεσα στο εξεγερσιακό πρόταγμα και στην ερωτική διάθεση. Η επανάσταση ήταν κορίτσι. Και το κορίτσι ήταν αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με την επανάσταση. Αρχές μεταπολίτευσης και έβραζε ο τόπος. Εκρήξεις στο κρανίο. Ο Βίλχελμ Ράιχ συζητιόταν καθημερινά. Το ίδιο και οι καταστασιακοί, ιδίως ο Ντεμπόρ και ο Βανεγκέμ. Μαθαίναμε ότι κάποιες θεωρούμενες ήττες είναι ουσιαστικά νίκες. Και κάποιες θεωρούμενες νίκες είναι τελικά ήττες. Η Ισπανία, εκείνο το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας, δέσποζε, λάμβανε διαστάσεις μυθικές, μας δίδασκε ότι το εφήμερο μπορεί να είναι αιώνιο, ότι μπορεί να εκταθεί το ακαριαίο στο διηνεκές.
Ηταν μόλις σαράντα χρόνια μετά τον Ισπανικό Εμφύλιο, μετά την εποποιία της Ταξιαρχίας του Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, σε λίγο θα έχουν κυλήσει πια εννέα δεκαετίες, κι ακόμη είμαστε «από την ύλη των ονείρων καμωμένοι», όπως επέμενε ο βάρδος του Εϊβον, ο Σαίξπηρ. Δύο κορυφαία βιβλία, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους αλλά στον ίδιο ιστορικό καμβά, κυριάρχησαν στις συζητήσεις μας μες στον καύσωνα και στα ζοφερά μερόνυχτα των πυρκαγιών· και μας ανακούφισαν, μας δρόσισαν, μας τόνωσαν. Το ένα το είχαμε διαβάσει σε παλαιότερη έκδοση, σε άλλη μετάφραση, θαυμάζαμε τον συγγραφέα του. Το 2019 επανακυκλοφόρησε από άλλον οίκο, σε άλλη μετάφραση. Το διαβάσαμε πάλι. Θεωρήσαμε και τώρα εξόχως δυναμική την τεχνική του. Το άλλο κυκλοφόρησε φέτος, αγνοούσαμε τον συγγραφέα του, μας συνεπήρε, ενέχει βάθος, συνομιλεί με τον Ντοστογέφσκι. Αμφότερα καταπιάνονται με τον Ισπανικό Εμφύλιο.
Ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπεργκερ (1929–2022) υπογράφει το «Σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας», το μεταφράζει ο έμπειρος Σπύρος Μοσκόβου, το εκδίδει η Εστία. Ενα πολυφωνικό έργο συντεθειμένο με τη μέθοδο του μοντάζ, μια στακάτη μουσική των γεγονότων, ένα αφηγηματικό επίτευγμα που φανερώνει τον πολύπλαγκτο και ταραχώδη βίο του θρυλικού αναρχικού Ντουρούτι. Μιλάνε σύντροφοί του, η γυναίκα του, η φιλόσοφος Σιμόν Βέιλ (εθελόντρια τότε στην Καταλονία), ο Αβέλ Παθ, βιογράφος του Μπουεναβεντούρα, ο βραβευμένος Ολλανδός ιστορικός Αρτουρ Λένινγκ, ο σπουδαίος Ρώσος συγγραφέας Ιλιά Ερενμπουργκ, δεκάδες άνθρωποι, δεκάδες φωνές.
Ο Εντσενσμπεργκερ διευθετεί το αχανές υλικό που έχει συλλέξει για τον άντρα που όλα του τα υπάρχοντα ήταν «μια αλλαξιά ρούχα, δυο πιστόλια, ένα ζευγάρι κιάλια και ένα γυαλιά ηλίου». Ανάμεσα στις μαρτυρίες τοποθετεί αριστοτεχνικά οχτώ δικές του παρεμβάσεις που λειτουργούν σαν αρμοί και διαυγάσεις. Προκρίνει την προφορική ιστορία, όσα μας παρέχει η παράδοση: «Η μαρμαρυγή της παράδοσης, ο συλλογικός ιριδισμός, ανάγεται στη διαλεκτική κίνηση της ίδιας της ιστορίας. Είναι η αισθητική έκφραση των ανταγωνισμών της» διατείνεται ορθά.
Ο Ζοάν Σάλες (1912-83) υπογράφει το πολυπρισματικό μυθιστόρημα «Αβέβαιη δόξα», ο λαμπρός Ευρυβιάδης Σοφός το μεταφράζει, η Αγρα το εκδίδει. Ηδη ο τίτλος, αντλημένος από τον Σαίξπηρ, από το έργο «Οι δύο άρχοντες από τη Βερόνα», φανερώνει τις προθέσεις του συγγραφέα. Ο Σάλες έζησε τον Ισπανικό Εμφύλιο από πρώτο χέρι, πολέμησε στο μέτωπο της Μαδρίτης και της Αραγώνας, κατέφυγε στη Γαλλία μετά τη συντριβή των δημοκρατικών και των αναρχικών από τον Φράνκο, επέστρεψε στην Καταλονία το 1948, έγινε εκδότης.
Σε αντίθεση με τον Εντσενσμπεργκερ, ο Σάλες δεν εστιάζει στα γεγονότα αλλά στα κίνητρα, ιδίως στη δίψα για δόξα. «Η δίψα για δόξα» γράφει «γίνεται, σε συγκεκριμένες στιγμές της ζωής, επίπονα έντονη. Οσο πιο έντονη είναι η δίψα τόσο πιο αβέβαιη είναι η δόξα για την οποία διψάμε, δηλαδή πιο αινιγματική». Το πολυσέλιδο επίτευγμα του Σάλες είναι, μέσα από τη μυθοπλασία, η ατέρμονη εξιχνίαση αυτού του αινίγματος. Το τραγικό εδώ χορεύει βαλς εζιτασιόν με το κωμικό, ένας χριστιανικός υπαρξισμός αποτελεί την υποκείμενη φιλοσοφική θεώρηση του έργου. Ο Σταυρός ή το Παράλογο, διερωτάται ο συγγραφέας. Γι’ αυτόν έχει παρέλθει το καλοκαίρι της αναρχίας προτού καν αρχίσει, δεν τον καίνε παρά μόνο ηθικά διλήμματα, η αγωνία για το ποια είναι η ψυχονοητική ιδιοσυστασία μας. Κι έτσι συμπληρώνει την ανάγνωση του Εντσενσμπεργκερ.
Δύο κορυφαία βιβλία, πολύ διαφορετικά μεταξύ τους αλλά στον ίδιο ιστορικό καμβά, αυτόν του Ισπανικού Εμφυλίου, κυριάρχησαν στις συζητήσεις μας μες στον καύσωνα και στα ζοφερά μερόνυχτα των πυρκαγιών· και μας ανακούφισαν, μας δρόσισαν, μας τόνωσαν