Χαρούλα Λαμπράκη: «Η ζωή μου ήταν καλή γιατί είχα γύρω μου καλούς ανθρώπους»

Χαρούλα Λαμπράκη: «Η ζωή μου ήταν καλή γιατί είχα γύρω μου καλούς ανθρώπους»

Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα με υποδέχτηκε στο σαλόνι της και αφηγήθηκε τη ζωή της. Όλα όσα μου είπε σε πρώτο πρόσωπο.

Από πέντε χρονών ήξερα ότι θέλω να γίνω τραγουδίστρια. Πήγαινα στην εκκλησία με τον θείο μου, που ήταν δεξιός ψάλτης, και έψελνα. Οι γονείς μου ήταν αγρότες. Πήγαιναν στα χτήματα και μαζί τους πηγαίναμε κι εμείς με τις αδερφές μου. Και λέγαμε δημοτικά τραγούδια και τα λέγαμε με ψυχή. Ω! Και βούιζαν οι ρεματιές και οι κάμποι εκεί στη Ζαχάρω, στον Κακόβατο. Αν δεν κατάφερνα να γίνω τραγουδίστρια, είχα σκοπό να γίνω φιλόλογος. Στα 15 μου είπα στον πατέρα μου: «Πατερούλη, θα πάω στην Αθήνα να δοκιμάσω, δεν αφήνω όμως το διάβασμα». «Να πας, παιδί μου, με την ευχή μου» μου είπε.

Ηρθα στην Αθήνα και πήγα στη θεία μου, αδερφή της μητέρας μου, η οποία έτυχε να γνωρίζει τη μητέρα του Μπάμπη Μπακάλη. Και της έλεγε: «Εχω μια ανιψούλα που τραγουδάει πολύ καλά. Πες του Μπάμπη να την ακούσει». Εγώ τότε πήγαινα σχολείο. Και μια μέρα είπαν στη θεία μου να με πάει στη Ριζούπολη. Κατευθείαν από το σχολείο πήγα, όπως ήμουν, με τη σχολική ποδιά με το γιακαδάκι. Στο στούντιο 3 συνάντησα για πρώτη φορά τον Γαβαλά, τον Χιώτη, τον Μπακάλη, τον Περπινιάδη και τον Διονυσίου. Με βλέπει ο Περπινιάδης και λέει: «Καλώς την. Ποιος το ’φερε, καλέ, αυτό το παιδάκι εδώ μέσα;» Πετιέται τότε ο Μπακάλης και του λέει: «Δεν είναι παιδάκι, κάτσε να σου τραγουδήσει». Και μου λέει ο Μπακάλης: «Θα κάνεις ένα σιγοντάκι στον Περπινιάδη;» Ξεκινήσαμε να λέμε το «Δεν σου μοιάζει καμιά». Ετσι με έβαλε ο Μπάμπης στην Columbia και υπέγραψα επταετές συμβόλαιο.

Με τον Γαβαλά και τον Τσιτσάνη

Ολα τα καλά μαγαζιά τότε στις Τζιτζιφιές ήταν. Το πρώτο μαγαζί που τραγούδησα ήταν του Μαργωμένου, το «Φαληρικόν». Ολος ο καλός ο κόσμος εκεί ερχόταν. Εχουν δει τα μάτια μου από ανθρώπους του μεροκάματου μέχρι ωνάσηδες, σεΐχηδες. Ξεκίνησα με τον Πάνο Γαβαλά, τη Ρία Κούρτη και τον Αντώνη Ρεπάνη. Μείναμε πολλές σεζόν μαζί. Μετά πήγαμε παραδίπλα, στο «Πανόραμα». Και αργότερα βρέθηκα στο «Can Can» με τον Διονυσίου, τον Βοσκόπουλο και τον Πουλόπουλο. Δούλευα πάντα με ανθρώπους που είχα να παίρνω. Αυτοί οι άνθρωποι οι μεγάλοι, οι θεοί, με έμαθαν ότι καλό είναι να μην υπάρχουν πολλοί σε ένα σχήμα, για να μπορεί το κοινό να ακούει με προσοχή. Και το έχω διατηρήσει μέχρι σήμερα.

Με τον Γαβαλά γίναμε σχεδόν συγγενείς. Ηρθε κάτω στο χωριό μου, αγόρασε ελιές, έκανε παρέα με τον πατέρα μου. Τόσο απλός ήταν. Ολοι αυτοί ήταν απλοί άνθρωποι. Αυτοί οι τραγουδιστές έχουν σφραγίδα. Δεν μπορείς να γίνεις Γαβαλάς ή Πουλόπουλος ή Αγγελόπουλος. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν σχολές. Καλύτερη τραγουδίστρια από τη Γιώτα Λύδια δεν θα βγει στην Ελλάδα. Τραγούδησα μαζί της και έγινε η καλύτερή μου φίλη.

Εχω ζήσει με ανθρώπους μεγάλους. Μεγάλους στο μυαλό, στο γράψιμο και στη ζωή. Δεν τους έζησα μόνο στις πρόβες. Εγώ ζούσα με τον Τσιτσάνη, ήμουνα κάθε μέρα σπίτι του. Πατέρας μου ήταν. Με είχανε σαν κορίτσι δικό τους. Γλυκός άνθρωπος ήταν ο Τσιτσάνης. Κλειστός. Δεν ήταν όπως ο μπαρμπα-Γιάννης (σ.σ.: Παπαϊωάννου) που έβγαινε στο πάλκο και τους χαιρετούσε όλους. Αυτοί μαζί δεν κάνανε και χώρια δεν μπορούσαν. Τον Καζαντζίδη, με τον οποίο δεν είχα την τύχη να συνεργαστώ, τον γνώρισα το 1965, όταν εγώ ξεκινούσα και εκείνος σταματούσε να τραγουδά. Μέναμε δίπλα και βλεπόμασταν. Λιοσίων 10 εγώ, 14 ο Στέλιος. Είχε μάθει τότε ότι είχα μπει στη δουλειά. Και κάθε πρωί που τον συναντούσα μου έλεγε: «Πρόσεχε, καημένη μου, μη σου έρθει κανένα μπουκάλι μπίρα στο κεφάλι». Λόγω αυτού εγκατέλειψε ο Στέλιος. Γιατί αλλιώς μπορούσε να τραγουδάει άλλα εκατό χρόνια.

Ο Καλδάρας, ο Χιώτης και ο Ακης Πάνου

Ο Καλδάρας μου έδωσε την πρώτη μου μεγάλη επιτυχία, το «Στου κάτω κόσμου τα σκαλιά», που με πέρασε από την ανωνυμία στην επωνυμία. Με φωνάζει μια μέρα στο σπίτι του στους Θρακομακεδόνες. Μπαίνω στο σαλόνι, μου λέει: «Καλώς τη Χαρούλα». Οπως καθόμασταν βλέπω απέναντι μια κομότα κι επάνω της ένα μικρό βαζάκι, τρία τέσσερα κεράκια, ένα καντηλάκι και τη φωτογραφία ενός κοριτσιού. Δεν είπα τίποτε. Τι θα μπορούσα να πω; Και παίρνει την κιθάρα του και ξεκινά να παίζει «Αν υπάρχουνε αγάπες και στην άλλη τη ζωή, η δική μου η αγάπη θα είσαι πάλι μόνο εσύ». Αυτό το τραγούδι που πολλοί πιστεύουν ότι είναι ερωτικό, δεν είναι. Είναι γραμμένο για το παιδί του. Για το κοριτσάκι του που πέθανε. Μου έκανε πρόβα κι έκλαιγε. Και εγώ τον κοίταζα και τα είχα χάσει. Είπα το τραγούδι κι έκλαιγα κι εγώ.

Τον Χιώτη τον γνώρισα πάρα πολύ λίγο. Με παίρνει μια μέρα τηλέφωνο και μου λέει να πάω να τον συναντήσω στην Κυψέλη, γιατί είχε να μου δώσει ένα τραγούδι. Ποιος δεν θα πήγαινε. Και μου δίνει το «Απόψε έχω μεγάλο πόνο». Είχαν ψιλοχωρίσει τότε με τη Λίντα. Μπαίνω λοιπόν σε ένα σπίτι γεμάτο όργανα, όλων των ειδών τα όργανα. Και κάναμε πρόβα. Ηταν ένας άνθρωπος πολύ ευγενικός. Ανοίγει κάποια στιγμή ένα συρτάρι όπου είχε του κόσμου τα τραγούδια και μου λέει: «Θέλω να τα πεις». Τη στιγμή που το τραγούδι μας άρχισε να γίνεται επιτυχία, όμως, ο Χιώτης πέθανε. Σαράντα εννιά χρόνων ήταν, πέθανε ανήμερα στα γενέθλιά του, όπως και ο Μανώλης Αγγελόπουλος στην ίδια ηλικία, στα γενέθλιά του κι αυτός. Τη βραδιά που πέθανε ο Χιώτης εγώ τραγούδαγα στο «Can Can». Κι όπως είμαι πάνω στην πίστα έρχεται ο κιθαρίστας και μου λέει: «Χαρούλα, πέθανε ο Χιώτης. Αν θες, πες το στον κόσμο». Μου ’φυγε το μικρόφωνο. Ενιωσα να μου φεύγει η ψυχή. Δεν ξέρω πώς κατάφερα να το ανακοινώσω. Και ξέσπασε το κοινό σε χειροκρότημα· χαλασμός, τι να σου λέω.

Πιο πολύ από όλους αγαπούσα τον Ακη Πάνου. Γιατί μπορούσα να μιλήσω μαζί του ουσιαστικά. Ηταν φοβερός σαν χαρακτήρας, πολύ μπροστά για την εποχή του. Πήγαινα χρόνια στο σπίτι του. Εμενε στη Ριζούπολη, κολλητά με το στούντιο. Ζούσε τότε με την πρώτη του γυναίκα, τη Δήμητρα. Ο Ακης ήταν αυστηρός, αλλά ήταν σωστά αυστηρός. Ηταν άνθρωπος πολύ υψηλών προδιαγραφών.

Το απαλλακτικό από την Columbia

Δεν είχα πει ποτέ σε συνθέτη όχι. Δεν έκανα ποτέ -αυτό που λέμε- τη βεντέτα. Σε όλον αυτόν τον κύκλο που έχω κάνει μπορεί να έχω πει και κάποια τραγούδια που δεν μου πολυάρεσαν. Αλλά δεν ήθελα να χαλάσω τις σχέσεις μου με τον άνθρωπο που μου εμπιστεύτηκε καλό τραγούδι. Ποιο τραγούδι λέω πάντα; Τον «Σταυραετό» του Πλέσσα. Αν δεν το πω, δεν κατεβαίνω από το πάλκο. Με αφορμή αυτό το τραγούδι έμαθα ότι θα έπρεπε να παίρνω ποσοστά που δεν έπαιρνα. Εμείς τότε παίρναμε τα εκτελεστικά. Κάποιος μου είπε ότι θα έπρεπε το συμβόλαιό μου να γράφει και για ποσοστά. Εγώ τότε που υπέγραψα, από τη χαρά μου δεν κοίταξα τα «ψιλά γράμματα», που λένε. Επί έναν χρόνο ζητούσα ραντεβού με τον Λαμπρόπουλο της Columbia, αλλά δεν με δεχόταν. Και παραμονή 28ης Οκτωβρίου 1970 με δέχτηκε στο ραντεβού. Ζήτησα τότε το απαλλακτικό, να λυθεί δηλαδή η συνεργασία. Πέσαν όλοι πάνω μου, αλλά το πήρα. Δεν ήθελα να καθίσω άλλο, ένιωθα ότι με κορόιδευαν. Χωρίς φωνές και φασαρίες, με ευγένεια έγιναν όλα. Τότε με ζητούσαν δύο εταιρείες, η Philips και ο Μάτσας. Εγώ προτίμησα τη Philips. Εκεί μου δίνουν τραγούδια ο Τάκης Σούκας, ο Τάκης Μουσαφίρης, ο Μπάμπης Μπακάλης. Μέσα σε ένα LP έγιναν 7-8 επιτυχίες. Τράβαγε τα μαλλιά του ο Λαμπρόπουλος.

Τα τελευταία χρόνια έχει αλλάξει το σκηνικό της νύχτας και του τραγουδιού. Δεν μπορώ να κάτσω να ακούσω αυτά τα μοντέρνα. Τραγουδάνε πόσοι και νομίζεις ότι ακούς έναν. Δεν ξεχωρίζεις τις φωνές όπως κάποτε που ήταν οι σφραγίδες των τραγουδιστών, που έλεγες «αυτός είναι αυτός». Επίσης, με ενοχλεί η λέξη «έντεχνο». Υπάρχει τραγούδι άτεχνο; Ερχεται στο μαγαζί νεολαία και μου ζητάνε τα πρώτα μου τραγούδια. Για μένα αυτή είναι η ικανοποίηση, ότι τα παιδιά αυτά τα μάθανε από τους γονείς τους και τα τραγουδάνε κι εκείνα.

Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με την τύχη, όμως στη ζωή μου νιώθω πολύ γεμάτη, από καλές στιγμές – όχι ότι δεν υπήρχαν και οι κακές. Η ζωή μου ήταν καλή γιατί είχα πάντα γύρω μου καλούς ανθρώπους.

= = = = =

INFO

Η Χαρούλα Λαμπράκη τραγουδάει με τον Γιάννη Ντουνιά, τον Σπύρο Ρήγο και τη Γεωργία Διακομή στην «Αστροφεγγιά». 

Ετικέτες

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter