Σημείωση πρώτη: το φαινόμενο του σταρ. Μου φαίνεται ότι είναι στενά δεμένο με τη δημοκρατία, ή έστω με αυτό που αντιλαμβάνομαι ως δημοκρατία, που εμπεριέχει εξισωτικές κοινωνικές τάσεις και πολιτικές.
Ο σταρ είναι φαινόμενο κυρίως μεταπολεμικό, σάρκα από τη σάρκα της κοινωνίας. Είναι η μορφή που πήρε ο λαϊκός ήρωας στον μεταπολεμικό δυτικό κόσμο. Θα μου ήταν εύκολο να κάνω την εικασία ότι η δεξιά παλινόρθωση, η φιλελέδικη κυριαρχία που ακολούθησε την πτώση κάποιων από τους σοσιαλισμούς που γνωρίσαμε, αυτών που σχηματίστηκαν από τις επαναστάσεις που σημάδεψαν τον 20ό αιώνα, σήμανε και το τέλος και της δημοκρατίας που βιώναμε στη Δύση.
Συμπτωματικά ή όχι, στην Ελλάδα τότε απέκτησε δημοτικότητα αυτό που ξαναονομάστηκε έντεχνο. Οι άνθρωποι που αναδείχτηκαν ή που είναι πια εδραιωμένοι από εκείνη την εποχή ήταν σαν ήδη από τα αποδυτήρια να μην έτρεφαν φιλοδοξία σταρ. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα ήταν με λίγα λόγια «είμαστε κάπως ηττημένοι αλλά ακέραιοι και κάπως πιο ανθρώπινοι, δεν ζητάμε μερίδιο στο σταριλίκι και στη νομή της εξουσίας γιατί η εξουσία και το εμπόριο διαφθείρουν, άρα καλά είμαστε εδώ μεταξύ μας στη γωνίτσα μας, εμείς που καταλαβαινόμαστε».
Η παρεξήγηση: Το πεδίο της τέχνης είναι προνομιακό για την Αριστερά, είναι χώρος στον οποίο ασκεί ηγεμονία. Στην πραγματικότητα ο χώρος της τέχνης είναι πολύ κοντά στο νεοφιλελεύθερο ιδανικό, είναι στον πυρήνα της μυθολογίας του δυτικού κόσμου, της θρησκείας της ατομικότητας, της ευφυΐας ως της μοναδικής δημιουργικής δύναμης στον κόσμο. Σημειώνω τον νεολογισμό creative class. Δεν θα ξοδέψω λίγες από τις 845 λέξεις αυτού του κειμένου για να το στηρίξω αυτό το τελευταίο, αλλά αξίζει να αναφερθεί ο
Στάινμπεκ: ένας δημιουργός το έργο του οποίου ήταν η αιχμή της αμερικανικής ιδεολογίας έφτασε να θεωρείται σχεδόν αριστερός.
Υποθέτω ότι όλα τα παραπάνω συντείνουν στο εξής. Ο σταρ ήταν ο λαϊκός ήρωας που αναδείκνυε το κοινό. Λογοδοτούσε στο κοινό του και το κοινό του ήταν η εγγύηση της ανεξαρτησίας του. Δεν ήταν στην αυλή αριστοκρατών ούτε κρεμόταν από τα λεφτά μαικήνων. Αν βγάλεις το κοινό από την εξίσωση, αυτό που μένει είναι μια ιδιωτικο-οικονομικά οργανωμένη κάστα λίγων χιλιάδων ανθρώπων που θα καθορίσουν τι θα παραχθεί, ποια δημοσιότητα θα έχει, τι θα βραβευτεί. Το κοινό που ήταν η εγγύηση της ανεξαρτησίας του καλλιτέχνη σήμερα φαίνεται να παίζει μηδαμινό ρόλο. Θα έλεγα ότι το κοινό δεν «ψηφίζει» πια τέχνη. Δεν θεωρείται ότι δικαιούται να έχει γνώμη και άποψη. Στην καλύτερη περίπτωση, απαιτείται «να εκπαιδευτεί στην τέχνη», απαιτείται να κατανοήσει το έργο και αν το έργο δεν του μιλάει, τότε δεν φταίει το ίδιο το έργο αλλά το κοινό που είναι απαίδευτο. Για τα κινηματογραφικά πράγματα, για τα οποία έχω μια σχετική γνώση, οποιαδήποτε art-house ταινία κάνει τη δουλειά της για έναν παραγωγό από τη στιγμή που είναι επαρκώς καλή για να χρηματοδοτηθεί ως σενάριο (το οποίο θα περάσει από workshops, φόρουμ και επιτροπές). Στο κόστος της παραγωγής και γενικά στο σύνολο των χρημάτων που θα δαπανηθούν θα βαρύνουν καθοριστικά τα λεφτά που θα δοθούν από κρατικές, διακρατικές και ευρωπαϊκές πηγές χρηματοδότησης και όχι από τα εισιτήρια ή από την εκμετάλλευση του προϊόντος. Οι δε χρηματοδοτήσεις θα θεωρηθούν δικαιωμένες όχι από το αν θα φτάσει το έργο στο κοινό, αν θα αγκαλιαστεί ή έστω από το αν θα αποφέρει εισιτήρια, αλλά από την παρουσία στο πλέγμα των φεστιβάλ και από τη δημοσιότητα. Τα παραπάνω διαμορφώνουν ένα σώμα καλλιτεχνών που στο τέλος της ημέρας εξαρτώνται και λογοδοτούν σε ένα πλέγμα ατόμων και θεσμικών παραγόντων από τους οποίους προφανώς δεν υπάρχει αξίωση δημοκρατίας και στους οποίους δεν ασκείται κοινωνικός έλεγχος.
Τέλος, για να μη νιώθει ο καλλιτέχνης τελείως μαλάκας ή έστω για να σωθούν τα προσχήματα, το κενό έρχεται να καλύψει ο καθεστωτικός ακτιβισμός. Τούνμπεργκ και Unibrow, ακτιβισμός που δεν κάνει εχθρούς, πάνω σε επίδικα τα οποία καμία ελίτ δεν αντιστρατεύεται και που κανένας υπεύθυνος δεν κατονομάζεται. Ή που, ακόμη καλύτερα, βρίσκει τον φταίχτη μέσα στο ίδιο το κοινωνικό σώμα, στην «ελληνική οικογένεια», στον φτωχό, τον αμόρφωτο.
Νομίζω ότι τα παραπάνω εξηγούν το σε πρώτη ανάγνωση παράδοξο φαινόμενο ότι στην Ελλάδα μέσα στα χρόνια της φτωχοποίησης πολλοί από τους λοιδορούμενους λαϊκούς κράτησαν χαρακτήρα πολύ καλύτερα από τους σιτιζόμενους στο πρυτανείο οργανικούς διανοούμενους, αυτούς που στελεχώνουν τους κρατικούς καλλιτεχνικούς θεσμούς.
Οι πρώτοι βγάζουν τα λεφτά τους από το κοινό, όχι από τις καλές σχέσεις με την εξουσία.
Ο Ουμπέρτο Εκο ήταν ένας άνθρωπος που ήξερε πολλά. Ο ήρωας στο «Ονομα του Ρόδου», ο Γουλιέλμος, ήταν ένας διανοούμενος που προσπαθούσε να σπρώξει την προσωπική του ατζέντα ως πράκτορας του Λουδοβίκου του Βαυαρού.
Ισως το παιχνίδι κάθε καλλιτέχνη είναι πώς θα ελιχθεί ανάμεσα από τις συμπληγάδες. Πώς στο τέλος από το όλο πράγμα θα επιβιώσει το ένα πράγμα που θέλει να μεταδώσει. Και αν στο τέλος το έργο θα αξίζει τον όλο κόπο, όλες τις χειραψίες, όλες τις πόζες με πολιτικούς παράγοντες και τις υπογραφές σε κείμενα υποστήριξης σε πολιτικά πρόσωπα, τις άνευρες δήθεν πολιτικές δηλώσεις που καλούν σε περισυλλογή και αναστοχασμό και παρόμοιες παπαριές. Ή αν έπαιξε μόνο αλλότριο παιχνίδι.
Και πάντα θλιβερό το έργο των ανθρώπων που νόμισαν ότι ύψωσαν τη φωνή τους για να ανακαλύψουν ότι η φωνή τους έκανε τη δουλειά άλλων.
Ο Γιώργος Σερβετάς είναι συγγραφέας και σκηνοθέτης.